O άνθρωπος που πορεύτηκε μοιράζοντας τη ζωή του ανάμεσα στην έρευνα, τη δημιουργία και την απλόχερη προσφορά της γνώσης του, ο σκηνοθέτης Μίνως Βολανάκης, σαν σήμερα (15/11/1999) πέρασε στο «χώρο» της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου, στη χορεία των κορυφαίων δημιουργών.
Μοναδικός, ιδιοφυής δάσκαλος της σκηνής, πρόσφερε πολλά, πενήντα περίπου χρόνια στο θέατρο. Υπήρξε ανεξάντλητη «πηγή» για την καλλιτεχνική δημιουργία, με την τεράστια, σπάνια και πολύπλευρη μόρφωσή του, την ευρύτατη κουλτούρα του, τη βαθιά προοδευτική σκέψη του, τις ιδέες που ασταμάτητα «γεννούσε», το σκηνοθετικό ταλέντο του, το υψηλής ποιότητας αισθητικό γούστο του, τη στοχαστική αισθαντικότητά του, αλλά και το πληθωρικό χιούμορ του.
Γεννημένος το ’25 στην Αθήνα, ανδρώθηκε και «τράφηκε» καλλιτεχνικά με τα πρώτα βήματα και τα οράματα του «Θεάτρου Τέχνης». Το 1945 ο Μίνως Βολανάκης μεταφράζει για το «Θέατρο Τέχνης» την υπέροχη «Μικρή μας πόλη» του Αμερικανού Θόρντον Ουάιλντερ (ένα από τα έργα που γέννησε το αριστερό – εργατικό – αμερικανικό θέατρο στη δεκαετία του ’30 και το ανέβασμα του οποίου από τον Κ. Κουν είναι μια από τις ιστορικές παραστάσεις του «ΘΤ».
Συγκινητική μαρτυρία του Μηνά Χρηστίδη, δημοσιευμένη στην «Ελευθεροτυπία» (16/11/99) για τη σχέση του Βολανάκη , «που δεν τέλειωσε ποτέ το γυμνάσιο», με το βιβλίο: «Δεν είδα ποτέ τον Βολανάκη – από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα – χωρίς να κρατάει βιβλία στα χέρια του. Ο ίδιος μας είχε πει ότι αν δεν έχουμε λεφτά ν’ αγοράζουμε βιβλία, θα πρέπει να τα κλέβουμε. Κάτι που έκανε και ο ίδιος. Κατά την ομολογία του, είχε ρημάξει το μεγάλο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη, εκείνο που βρισκόταν τότε στην πλατεία Συντάγματος. Ηταν η μόνη κλοπή που αναγνώριζε ως δίκαια και αναγκαία».
Το 1953-’54 σκηνοθετεί την πρώτη του παράσταση, με το αμερικανικό έργο «Ηξεραν τι ήθελαν» στο θίασο Ελένης Χατζηαργύρη – Νίκου Τζόγια, με συμπρωταγωνιστή τον Τίτο Βανδή. Στο έργο έπαιζε ένα μικρότερο ρόλο και η Αλέκα Παΐζη, η οποία πρόσφατα είχε γυρίσει από την εξορία. Διψασμένος για περισσότερες γνώσεις, ο Μ. Βολανάκης φεύγει για να σπουδάσει σκηνοθεσία στην Αγγλία. Μετά τις σπουδές ανεβάζει σε πανεπιστημιακά θέατρα της Αγγλίας και στις ΗΠΑ πολλές παραστάσεις, μεταξύ των οποίων και αριστοφανικές κωμωδίες και αρχαίες τραγωδίες, σε δικές του μεταφράσεις.
Το 1963 επιστρέφει στην Ελλάδα και ανεβάζει με το θίασο Ελσας Βεργή, στο ομώνυμο θέατρο, το «Μπαλκόνι» του «καταραμένου» και άγνωστου τότε στο ελληνικό κοινό Ζαν Ζενέ. Ακολούθησε το επίσης επιτυχημένο ανέβασμα της «Βεντάλιας της λαίδης Γουίντερμιρ» του Οσκαρ Ουάιλδ, με την Μαίρη Αρώνη.
Το 1964 και 1965 συνεργάζεται για πρώτη φορά με το ΚΘΒΕ. Πρώτη του παράσταση εκεί με την «Τρέλα και φρονιμάδα» του Γιώργου Θεοτοκά. Ακολουθούν δύο σπουδαιότατες παραστάσεις του -«σταθμοί» στην ιστορία του θεάτρου μας. Πρόκειται για τον «Καλό άνθρωπο του Σε Τσουάν», με πρωταγωνίστρια την Αλέκα Παΐζη και τους Αλέκο Πέτσο και Ηλία Σταματίου και το «Περιμένοντας τον Γκοντό» με τους Αλέκο Πέτσο, Δημήτρη Βεάκη, Κώστα Ματσακά, Νικήτα Τσακίρογλου, Γιάννη Ιορδανίδη. Επεται μια, ακόμη, εξαιρετική παράστασή του στο ΚΘΒΕ, με τον ιψενικό «Εχθρό του λαού». Ακολουθούν σκηνοθεσίες στην Αθήνα με διαφόρους θιάσους, μεταξύ των οποίων και της Αννας Συνοδινού, με την οποία ανέβασε στο θέατρο Λυκαβηττού τη «Λυσιστράτη» και τις «Εκκλησιάζουσες».
Με την επιβολή της δικτατορίας φεύγει για την Αγγλία, όπου μένει μέχρι την πτώση της χούντας. Κατά την επταετία ανέβασε διάφορα έργα στο Λονδίνο, μεταξύ των οποίων και «Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν», αλλά και στην Αμερική. Αμέσως μετά την πτώση της χούντας επιστρέφει πλουσιότερος σε θεατρικές, φιλολογικές γνώσεις και με αρκετές μεταφράσεις έργων (αρχαίου δράματος αλλά και ξένου ρεπερτορίου).
Το ΚΘΒΕ τον ξανακαλεί για συνεργασία και το 1975, του ανατίθεται η διεύθυνση του θεάτρου, όπου σκηνοθετεί πολλές παραστάσεις, μεταξύ των οποίων η «Ηλέκτρα» με την Αννα Συνοδινού, η «Μήδεια» με τη Μελίνα Μερκούρη και ο «Πούντιλα και ο δούλος του Μάττι» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Στη θέση αυτή μένει μόνο για δυόμισι περίπου χρόνια, καθώς οι ρεπερτοριακές επιλογές του ενοχλούν την τότε πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ, όπως και η ατίθαση φύση του που αντιδρά – και δημόσια – στις απροσχημάτιστες παρεμβάσεις του ΥΠΠΟ. Το 1986 και για τρία χρόνια διορίζεται και πάλι καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ, αλλά και αυτή τη φορά λήγει άδοξα η θητεία του, καθώς το ΔΣ του θεάτρου τον στέλνει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, εκείνος αρνείται και παραιτείται (1988).
Συνεργάστηκε σε πολλές παραστάσεις με την Μπέτυ Αρβανίτη μεταξύ των οποίων, Η κυρά της Θάλασσας και Ο Φερνάντο Κραπ μου έγραψε ένα γράμμα.
Μια ανεκτίμητη προσφορά του Μίνου Βολανάκη στον πολιτισμό του τόπου μας γενικότερα, στον πολιτισμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ειδικότερα, ήταν η σύλληψη – και η υλοποίηση για πρώτη φορά από τον ίδιο – της μεγαλοφυούς, κυριολεκτικά, ιδέας του. Στους μακρινούς περιπάτους του σε πρόποδες βουνών της Αθήνας, για να διαβάσει και να σχεδιάσει μια παράσταση, μαγεύτηκε από τους βραχώδεις όγκους με τα κοίλα που άφησαν πίσω τους τα παλιά νταμάρια. Το 1982 προτείνει, στο νταμάρι που βρίσκεται στο σύνορο των Δήμων Βύρωνα και Υμηττού, να διοργανώνουν οι δήμοι «Γιορτές των Βράχων». Την ίδια χρονιά γίνονται στο παλιό νταμάρι οι πρώτες γιορτές. Ο Μ. Βολανάκης επεκτείνει την πρότασή του και για τα βράχια της Καισαριανής, της Πετρούπολης, της Κοκκινιάς. Με επίμονη δική του προσπάθεια η πρότασή του υιοθετείται από το ΥΠΠΟ, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, με τη δημιουργία των δύο θεάτρων στην Πετρούπολη , τα οποία χρησιμοποιήθηκαν το 1985, για καλοκαιρινές παραστάσεις της «Αθήνας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης». Τα «θέατρα των Βράχων», που συνέλαβε ο Μ. Βολανάκης , ενθουσίασαν τους διάσημους Ευρωπαίους σκηνοθέτες Πίτερ Μπρουκ και Πέτερ Στάιν, οι οποίοι θεώρησαν μεγάλο προνόμιο της χώρας μας τη θεατρική χρήση τέτοιων χώρων.