Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Κόκκινη πυγοταλούδα (Αύγουστος 1949)

Έπεσε τρεκλίζοντας πάνω στην πόρτα. Να βρει την κλειδαριά ούτε λόγος. Αφού ξέρασε κάτι πράσινα, κόκκινα και κίτρινα χαρτάκια σαν..

Έπεσε τρεκλίζοντας πάνω στην πόρτα. Να βρει την κλειδαριά ούτε λόγος. Αφού ξέρασε κάτι πράσινα, κόκκινα και κίτρινα χαρτάκια σαν να κατάπινε όλο το βράδυ χάρτινες σημαίες εξωτικών χωρών, ξεθύμανε και μπήκε στο Σπίτι. Το Σπίτι του έφερνε αναγούλα που αθροιζόταν εκθετικά στην αναγούλα του αλκοόλ που κατανάλωσε. Είχε κάτι το απόκοσμο, ΄΄φαντάσματα΄΄ τα έλεγε ο Πέτρος, που για να τα ξορκίσει είχε κρεμάσει αφίσες του Άρη και του Che στους τοίχους του, όπως άλλοι κρεμάνε στους τοίχους τους Αγίους.

Έκανε εμετό ακόμα και πάνω στην κόκκινη σημαία του κι έπεσε νεκρός στο κρεβάτι. Όλη νύχτα έβλεπε εφιάλτες: Φουσκοθαλασσιές , κοπάδια ψαριών που αυτοκτόνησαν ομαδικά και μια απέραντη παραλία που την περπατούσε αδιάκοπα, σαν τιμωρία, όλη νύχτα. Ξύπνησε με μια αλμυρή γεύση στο στόμα. Σηκώθηκε και στο περπάτημά του, άκουγε ένα περίεργο τρίξιμο. Κοίταξε κάτω και είδε θαλασσινή άμμο στα πόδια του.

Είχε ξημερώσει 30 Μάρτη 1992.

– Να δω ποιος θα μαζέψει τους εμετούς σου, Πετράκη…

– Τι θες μωρέ μάνα πρωινιάτικα;

– Να μη μαζεύω τα κομμάτια σου!

– Όχου μωρέ! Εγώ φεύγω!

– Τι φεύγεις;Τους εμετούς; Έχεις δούλους;

– Θα τους φάνε τα πουλιά…

– Ποια πουλιά ρε;

– Τα περιστέρια.

– Έχουμε περιστέρια-πρεζόνια που θα σνιφάρουν τους εμετούς σου;

Αλλά ο Πέτρος ήδη έτρεχε στον δρόμο. Από εκεί της φώναξε:

– Μάνα , ρίξε λίγο Baygon στο δωμάτιο!

Ήρθαν πάλι τα φαντάσματα. Αυτό το τελευταίο το είπε από μέσα του. Παραδόξως , η μάνα του άκουσε μόνο αυτό.

΄΄Μανάρι μου , τα φαντάσματα δεν πεθαίνουν με κατσαριδοκτόνα…΄΄


Η μάνα του είχε μεγαλώσει σε ένα παράπηγμα με τον μπαμπά της. Οι χωροφύλακες τους το είχανε ξηλώσει πολλές φορές. Τότε δεν καταλάβαινε τι κακό είχαν κάνει και τους τιμωρούσαν έτσι.

Ο μπαμπάς της έλειπε καιρό, η μικρή δεν ήξερε που ήταν. Η μαμά της δεν της έλεγε. Όταν ξαφνικά επέστρεψε ο μπαμπάς της , αντί για χαρές και γλέντια , άρχισαν οι μπούκες και οι επιθέσεις των χωροφυλάκων. Φυσικά για δουλειά ούτε λόγος. Ο μπαμπάς της ήταν συνέχεια βλοσυρός. Δεν ήταν σίγουρη ότι έφταιγαν όλα τούτα για τη συμπεριφορά του. Ίσως έφταιγε που ο μπαμπάς της πονούσε συνέχεια , σκεφτόταν. Το καταλάβαινε, όταν τον έβλεπε να τρίβει κάπου κάπου τον αριστερό του ώμο.

Στις 30 Μάρτη του 1952, λίγες ημέρες πριν τους ξηλώσουν για 3η φορά την παράγκα, η μικρή βρήκε παίζοντας στην πλαγιά πίσω από το σπίτι , μια καταπακτή ανάμεσα στα πρώτα δέντρα. Δεν την έπιανε ανθρώπου μάτι. Με λίγο φόβο και πολλή περιέργεια , άνοιξε την πόρτα. Μπήκε. Ξεθάρρεψε. Άρχισε να ψαχουλεύει. Κάτι σκουριασμένες μπρούντζινες κατασκευές, ξύλα από κατεστραμμένα παλιά έπιπλα. Τίποτα, κανένας θησαυρός. Το μόνο αξιόλογο και περίεργο που βρήκε ήταν μια κρεμασμένη και καθαρή σαν καινούρια, στρατιωτική στολή. Στο πηλήκιο είχε ένα Δ σε κύκλο. Στο χιτώνιο είχε μια τρύπα στη θέση του αριστερού ώμου.

Ήταν μια εποχή που ήταν όλα σε υποστολή:ελπίδες , όνειρα , σημαίες. Η μικρή πήγε γελώντας τη στολή στον μπαμπά της. Αντί για τα εύσημα που περίμενε, εισέπραξε ένα μεγαλειώδες χαστούκι. Την έπιασε βίαια από τον καρπό με το ένα χέρι , πήρε τη στολή με το άλλο , έσυρε την κόρη του μέχρι την καταπακτή και πέταξε τη στολή μέσα. Η μικρή έκλαιγε σε όλη τη διαδρομή με αναφιλητά. Το ίδιο κι ο μπαμπάς της.

Δεν είχαν σταματήσει να κλαίνε όταν άρχισε να της λέει τη φοβερή ιστορία για το φάντασμα που φόραγε τη στολή. Που στοίχειωνε την καταπακτή. Που θα την έτρωγε ζωντανή αν ξαναπήγαινε εκεί.

Ήταν, της είπε, ένας αντάρτης. Τον Αύγουστο του 1949, κατέβηκε από το βουνό , μονάχος του. Τον κυνηγούσαν. Τον είχαν ήδη πετύχει στον ώμο. Μάλλον δεν θα πέθαινε απο αυτό το τραύμα. Αν ήταν λίγο τυχερός…Κρύφτηκε στην καταπακτή που ήταν στη μέση του πουθενά. Που τον περίμενε σα δώρο. Ποιος ξέρει ποιος και γιατί την είχε βάλει κει πέρα. Την κάλυψε με ξερόχορτα και λούφαξε μέσα. Αμίλητος , νηστικός , φοβισμένος αλλά σίγουρος ότι οι διώκτες του τον έχασαν. Δεν έκανε απολύτως κανένα θόρυβο, καθόταν αόρατος, νόμιζε, μέσα στο σκοτάδι. Όμως, οι κυνηγοί και τον έβλεπαν και τον άκουγαν. Τον έβλεπαν γιατί από μέσα του έρεε ένα έντονο , φωσφορίζον , κόκκινο φως που γέμιζε την καταπακτή. Φεγγοβολούσε σαν μια τεράστια, κόκκινη πυγολαμπίδα. Αλλά αυτός δεν το καταλάβαινε. Τον άκουγαν γιατί η ψυχή του φτεροκοπούσε σαν μια γιγάντια πεταλούδα. Αλλά αυτός δεν το καταλάβαινε.

Η διμοιρία των κυνηγών είδε αυτό το ηχοβόλο, κόκκινο φως. Άνοιξαν την καταπακτή. Έπεσαν πάνω του σαν τεράστιες, μαύρες κατσαρίδες που κατατρώνε μια πυγολαμπίδα. Τον κατασπάραξαν. Δεν άφησαν τίποτα. Το μόνο που δεν έφαγαν ήταν η στολή του, για κάποιο λόγο, σαν να ήταν καθαγιασμένη, δεν μπορούσαν να την ακουμπήσουν. Από τότε , το φάντασμα του νεκρού αντάρτη τριγυρνούσε με σώμα πυγολαμπίδας και φτερά πεταλούδας και στοίχειωνε όσους ακουμπούσανε τη στολή του…

Μόνο όταν πέθανε ο μπαμπάς της,τον συγχώρεσε για το χαστούκι. Δεν τον συγχώρεσε ποτέ για τον φόβο.

Mεγάλωσε προσπαθώντας να αποφύγει τις ΄΄κακοτοπιές΄΄. Να μη μπλέξει. Και τελικά την κατέτρωγε πάντα αυτή η ιστορία. Όταν ο γιος της τελικά μπλέχτηκε με τις ΄΄κακοτοπιές΄΄, έκλαιγε τον πρώτο καιρό. Στην αρχή από φόβο. Μετά από περηφάνεια. Στενοχωριόταν που ο Πέτρος δεν γνώρισε ποτέ τον παππού του. Χαιρόταν που δεν ήταν φοβισμένος σαν αυτήν.

Σήμερα το πρωί όμως, λίγες ώρες πριν, όταν ο Πέτρος πήγαινε στις ΄΄κακοτοπιές΄΄ και αποχαιρετιόντουσαν μιλώντας νοερά για φαντάσματα και κατσαριδοκτόνα, αυτή είχε ένα κακό προαίσθημα. Ακαθόριστο. Αργότερα μόνο κατάλαβε , όταν είδε στην τηλεόραση, την αστυνομία να επιτίθεται στην πορεία.

Έβλεπε μαρμαρωμένη την ίδια σκηνή. Ξανά και ξανά. Έβλεπε την αστυνομία να χτυπάει τον κόσμο που κρατούσε κόκκινες σημαίες. Που έτσι ψηλά που ανέμιζαν, δεν τις είδε απλώς να κυματίζουν. Τις είδε να φτεροκοπούν. Σαν φτερά από τεράστιες κόκκινες πεταλούδες. Βούρκωσε. Όσο πλήθαιναν τα δάκρυα στα μάτια της, τόσο αλλοιωνόταν αυτό που έβλεπε στην τηλεόραση. Μέχρι που κάποια στιγμή έπαψε να βλέπει αστυνομία να επιτίθεται σε διαδηλωτές. Έβλεπε τεράστιες μαύρες κατσαρίδες να κατατρώνε κόκκινες, φωτοβόλες πυγολαμπίδες…

Ο  γιος της γύρισε από την πορεία υποβασταζόμενος από τον Αντώνη. Η μάνα του έτρεξε καταπάνω του.

– Μην ανησυχείς, τίποτα ιδιαίτερο, είπε ο Αντώνης.

– Τι έγινε; ρώτησε, αν και ήξερε.

– Τίποτα , εντάξει, 3 ράμματα έκανε…Απλώς είπαν οι γιατροί να τον προσέχουμε σήμερα όσο θα κοιμάται.

– Εσένα ποιος θα σε προσέχει; τον ρώτησε βλέποντας το γδαρμένο του πρόσωπο.

– Καλά είμαι εγώ,μικρότερο το δικό μου χτύπημα.

Έκατσε δίπλα στο κρεβάτι του Πέτρου. Γύρω στις 4, την πήρε ο ύπνος. Λίγα λεπτά μετά, ο Πέτρος άνοιξε τα μάτια. Νόμιζε ότι άκουγε συνομιλίες από το καθιστικό. Σηκώθηκε με φοβερό πονοκέφαλο. Πήγε μέχρι εκεί. Είδε τον Αντώνη να κάθεται σε μια πολυθρόνα. Στήριζε τους αγκώνες του στα γόνατά του. Είχε χώσει το κεφάλι του στα χέρια του. Κοίταζε απέναντι.

Εκεί δηλαδή που στην άλλη πολυθρόνα, δίπλα στο τραπέζι του καθιστικού, καθόταν ένας ξανθός , νεαρός άντρας με πράσινα μάτια, λίγα γένια. Φόραγε στρατιωτική στολή. Κράταγε με το δεξί του χέρι τον αριστερό του ώμο. Είχε γεμίσει το χέρι κι ο ώμος του αίματα, μα δε φαινόταν να πονάει. Στα γόνατά του, είχε απιθώσει ένα πηλήκιο. Πάνω του το πηλήκιο είχε ένα Δ σε κύκλο.

– Αντώνη; ψιθύρισε με τρόμο…

Ο Αντώνης δεν γύρισε να τον κοιτάξει.

– Αντώνη, μ΄ακούς; Ποιος είναι αυτός;

Δεν του έδιναν σημασία. Σαν να μην υπήρχε. Μιλούσαν, γελούσαν, έκαναν χειρονομίες. Αλλά ο Πέτρος δεν τους άκουγε. Ούτε αυτοί όμως έδειχναν να καταλαβαίνουν την παρουσία του.

– Αντώνη!Αντώνηηηη!Αντώώώώνηηηηηη!

Άνοιξε τα μάτια του. Ήταν κάθιδρος. Ξαπλωμένος ακόμα στο κρεβάτι του. Είδε τον Αντώνη αχνά από πάνω του. Δίπλα του η μάνα του στεκόταν ανήσυχη.

– Μάνα , φύγε λίγο, όλα καλά είναι , μην ανησυχείς…

Όταν έφυγε, γύρισε ζαλισμένος στον Αντώνη:

– Σε είδα να μιλάς χτες το βράδυ. Στο καθιστικό. Με έναν στρατιώτη!!Ποιος ήταν;Τι δουλειά είχε εδώ μέσα;

-Α, μου φαίνεται το χτύπημα ήταν πιο δυνατό από όσο είπαν οι γιατροί. Θα ΄ρθω το απόγευμα να σε ξαναδώ!

Γέλασε, πήγε να φύγει. Ο Πέτρος τον έπιασε δυνατά απ΄το χέρι. Ο Αντώνης γύρισε , βαριαστέναξε. Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού.

– Ήταν ένας στρατιώτης του ΔΣΕ, είπε τελικά ο Αντώνης.

– Τι; Τι λες μωρέ; Και τι σου ΄λεγε;

– Μου ΄λεγε για τη μάχη που τραυματίστηκε, για τον πόλεμο που χάθηκε. Μου ΄πε για τη νίκη που έρχεται. Για τις μάχες που θα δώσουμε εμείς.

– Ποιος ήταν;

Δεν μου είπε. Μου ζήτησε μόνο να μεταφέρω μια συγγνώμη στη μαμά σου.

– Γιατί;

– Γιατί τη στοίχειωνε πολλά χρόνια.

Ο Πέτρος ανατρίχιασε διακαιωμένος για την αίσθηση που είχε τόσα χρόνια. Για τα φαντάσματα του Σπιτιού.

– Δεν θα ξανάρθει;Τι σου είπε;

– Όχι.

– Γιατί;

– Γιατί το ξόρκισες εσύ. Έλυσες την κατάρα, έσπασες τα μάγια.

– Πώς;

– Παίρνοντας εσύ τη σκυτάλη. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό…

Λίγο αφού έφυγε ο Αντώνης, μπήκε η μάνα του στο δωμάτιο.

– Μάνα , θα σου πω κάτι τελείως τρελό… Τα μάτια του σπινθηροβολούσαν.

– Πες μου αγάπη μου.

– Πριν βγει ο Αντώνης από το δωμάτιο…

Η μάνα του τον έκοψε.

– Αγάπη μου, ο Αντώνης δεν ήταν στο δωμάτιο. Έχει φύγει από χθες το βράδυ.

Ο Πέτρος πάγωσε. Ίδρωσε. Χαμήλωσε τη φωνή , απογοητευμένος , ξαφνιασμένος.

– Δεν ξέρω , όνειρο θα ήταν, ε;

– Τι είδες;τον ρώτησε απορημένα και παιχνιδιάρικα.

– Είδα ένα φάντασμα. Ήταν ένας στρατιώτης του ΔΣΕ…

Η μάνα του πέτρωσε.

-…και μου ζήτησε να σου πω συγγνώμη.

Η μαμά του άρχισε να κλαίει.

– Μαμά συγγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω.

– Δεν κλαίω από φόβο, αγάπη μου.

– Μου ζήτησε να σου πω ότι εγώ το ξόρκισα.

– Ναι, μωρό μου, το ξέρω. Πήρες εσύ τη σκυτάλη. Το ξέρω.

Γούρλωσε τα μάτια. Την κοίταζε αποσβολωμένος. Πώς…;Πώς ήξερε τι του είχε πει;Και γιατί κλαίει…γελώντας;

Δεν έκλαιγε από φόβο.Έκλαιγε από ανακούφιση. Από περηφάνεια για το παιδί της. Από το βάρος που έφυγε επιτέλους από πάνω της… Μετά από τόσα χρόνια…

Ώρες μετά , χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Αντώνης.

– Έλα ρε Αντώνη!

– Το φάντασμα μου είπε και κάτι άλλο.

Το΄ξερα, το΄ξερα, είπε από μέσα του. Και πήγατε να με βγάλετε τρελό. Ότι έφταιγε το χτύπημα τάχα μου…

– Λέγε ρε Αντώνη!του φώναξε με αγωνία.Με προσμονή.Είπε τίποτα για μένα;

– Όχι για σένα.

– Τότε για ποιον; Ακούστηκε πραγματικά απογοητευμένος.

– Για μένα.

Ακολούθησε μια παύση. Άκουγαν ο ένας τις ανάσες του άλλου. Τελικά μίλησε ο Πέτρος:

-Και τι σου είπε;

– Μου είπε να οργανωθώ!

– Και συ; Τι απάντησες;

– Θα οργανωθώ.

– Μετά τα χτεσινά; Μετά απ΄αυτά που έγιναν πριν 3 μήνες;Δεν φοβάσαι;

– Φοβάμαι ρε.

– Τότε;

– Ε,να, πιο πολύ φοβάμαι τα φαντάσματα.

Εγώ με φαντάσματα δεν τα βάζω.

Εγώ με τον τρόμο μια ζωή , δεν θα ζω.

Εγώ τον φόβο…ε, δεν θα τον αφήσω να με

στοιχειώσει.

 

Για τον Αντώνη Μ. και τον Σπύρο Μ.

ΥΓ. 29/8/1949: ό,τι και να κάνουν, στο φως δε βάζουν φωτιά…

 



Απόψεις