Σαν σήμερα, 14 Σεπτεμβρίου 2001 έφυγε από τη ζωή ο Στέλιος Καζαντζίδης. Αντί οποιουδήποτε άλλου αφιερώματος θα δημοσιεύσουμε μια ιστορία που δεν είναι τόσο γνωστή. Ο Στέλιος Καζαντζίδης μιλάει για το θάνατο του πατέρα του, ο οποίος είχε οργανωθεί στις τάξεις του ΕΛΑΣ και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ).
Οι γονείς του Στέλιου Καζαντζίδη, Χαράλαμπος και Γεσθημανή, ήταν πρόσφυγες. Στη δεκαετία του 1930 η ζωή ήταν δύσκολη, για τους περισσότερους, και ειδικότερα για τους πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν μετά το 1923 στα αστικά κέντρα (μεγάλα ή μικρά) σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Η οικογένεια Καζαντζίδη, λοιπόν, δε θα μπορούσε παρά να βιοπορίζεται με δυσκολία. Πολλές άλλες οικογένειες ζούσαν σε παρόμοιες συνθήκες. Στα χρόνια της κατοχής οι συνθήκες έγιναν δυσχερέστερες και η οικογένεια Καζαντζίδη αναγκάστηκε να μεταβεί στα Πλατανάκια Σερρών και έπειτα στη Ροδώνα Κιλκίς. Αργότερα επέστρεψαν πάλι στην Αθήνα.
Ο πατέρας του οργανώθηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ και προσέφερε τις υπηρεσίες του στην Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ). Στα χρόνια του εμφυλίου δολοφονήθηκε από παρακρατικούς αντικομμουνιστές.
Αναφέρει σχετικά, στον Βασίλη Βασιλικό, ο Στέλιος Καζαντζίδης:
«Του έριξαν ένα ξύλο, που ταίρι του δεν πρέπει να υπάρχει στον κόσμο. Ούτε στην ΕΣΑ δεν χτύπαγαν έτσι. Με ένα σιδερένιο μπαστούνι τον σκότωσαν, στην κυριολεξία. Τον είχαν μελανιάσει, αιμορραγούσε… Τότε το ΄47 πέθανε ο πατέρας μου. Είχε προλάβει να γεννηθεί ο Στάθης. Λίγο πριν πεθάνει τον ξαναπιάσανε, έφαγε πάλι ξύλο. Τους τέσσερις πέντε μήνες που επέζησε μετά τα βασανιστήρια δεν είχε κουράγιο για τίποτα, όλο αιμοπτύσεις έκανε, είχαν σαπίσει οι πνεύμονες, είχε φθαρεί τελείως, δεν είχε κουράγιο ούτε να αναπνεύσει. Το κόμμα έστειλε κάποιο γιατρό. «Δεν έχει ζωή» μας λέει. Ο πατέρας μου έτρωγε σε πεπιεσμένα χαρτόνια για να μην τρώει απ’ το πιάτο που θα τρώγαμε και εμείς, μη μας κολλήσει το μικρόβιο της φυματίωσης. Τρεις μέρες παιδευόταν ο φουκαράς…» («Υπάρχω», Εκδόσεις Λιβάνη).