«Αποφασίσαμε να επεξεργαστούμε από κοινού την αντίθεση της άποψης μας, προς την ιδεολογική άποψη της γερμανικής φιλοσοφίας, και να ξεκαθαρίσουμε πραγματικά τους λογαριασμούς μας, με την προηγούμενη φιλοσοφική μας συνείδηση. Η πρόθεση μας αυτή πραγματοποιήθηκε με τη μορφή της κριτικής της μεταχεγκελιανής φιλοσοφίας. Το χειρόγραφο, δύο χονδροί τόμοι σε όγδοο σχήμα, είχε από καιρό φτάσει στη Βεστφαλία, στον τόπο της έκδοσης του, όταν μας ήρθε η είδηση ότι οι συνθήκες που άλλαξαν δεν επέτρεπαν την εκτύπωση του. Εγκαταλείψαμε το χειρόγραφο στην τρωκτική κριτική των ποντικών, τόσο πιο πρόθυμα, όσο είχαμε πετύχει τον κύριο σκοπό μας να ξεκαθαρίσουμε οι ίδιοι τα ζητήματα» [1].
Με αυτόν τον τρόπο εξηγεί ο Καρλ Μαρξ, στον πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, τους λόγους που οδήγησαν τον ίδιο και τον Φρίντριχ Ένγκελς, χρόνια νωρίτερα, στη συγγραφή του έργου τους Γερμανική Ιδεολογία.
Με αφορμή τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ (5 Μαΐου 1818) παρουσιάζουμε το πρώτο κεφάλαιο της Γερμανικής ιδεολογίας, όπου ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς περιέγραψαν τον ιστορικό υλισμό.
Ο Φ. Ένγκελς, το 1888, κι ενώ ο Κ. Μαρξ είχε αφήσει ήδη την τελευταία του πνοή, στο έργο Ο Λουδοβίκος Φόϋερμπαχ και το τέλος στην Κλασικής Γερμανικής Φιλοσοφίας, στον πρόλογο, υπενθυμίζει το απόσπασμα του Μαρξ που παραθέσαμε παραπάνω για τη Γερμανική ιδεολογία και διευκρινίζει ότι
«το κεφάλαιο για τον Φόϋερμπαχ δεν είναι αποτελειωμένο. Το τελειωμένο μέρος αποτελείται από μια έκθεσης της υλιστικής αντίληψης μας για την ιστορία, που αποδείχνει μονάχα πόσο ατελείς ήταν ακόμα οι γνώσεις μας της οικονομικής ιστορίας»[2].
Η Γερμανική Ιδεολογία γράφτηκε τις χρονιές 1845 – 46, δύο χρόνια πριν το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (1848), αλλά εκδόθηκε μετά το θάνατο των Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς. Στην εισαγωγή της ρωσικής έκδοσης της Γερμανικής Ιδεολογίας απ’ το Ινστιτούτο Μαρξισμού Λενινισμού της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης αναφέρεται ότι
«μόνο το κεφάλαιο IV του δεύτερου τόμου της Γερμανικής Ιδεολογίας δημοσιεύτηκε ενώ ζούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς. Μετά το θάνατο του Ένγκελς το χειρόγραφο της Γερμανικής Ιδεολογίας έπεσε σε χέρια των οπορτουνιστών ηγετών του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που δε βιαζόταν να το διαθέσουν στο κοινό. Ολόκληρο το έργο με τη μορφή που έφθασε σε μας δημοσιεύτηκε πρώτη φορά από το Ινστιτούτο Μαρξισμού – Λενινισμού της ΚΕ του ΚΚΣΕ στα γερμανικά το 1932 και στα ρώσικα το 1933»[3].
Στη ρωσική εισαγωγή τονίζεται ότι τα κείμενα που συγκεντρώνονται στη Γερμανική Ιδεολογία
«ανήκουν στην περίοδο που αναπτυσσόταν ο επιστημονικός κομμουνισμός και αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη των φιλοσοφικών και θεωρητικών βάσεων του μαρξιστικού κόμματος. Προηγείται χρονικά απ’ τα πρώτα τελείως ώριμα έργα των Μαρξ και Ένγκελς»[4].
Η Γερμανική Ιδεολογία είναι «Κριτική της πιο πρόσφατης γερμανικής φιλοσοφίας στο πρόσωπο των εκπροσώπων της Φόϋερμπαχ [5], Μπ. Μπάουερ [6] και Στίρνερ [7] και του Γερμανικού Σοσιαλισμού στο πρόσωπο των διαφόρων προφητών του»[8], όπως σημειώνουν οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς στον τίτλο του έργου τους.
Στον πρόλογο αναφέρουν χαρακτηριστικά:
«Μέχρι τώρα, οι άνθρωποι κατασκευάζουν διαρκώς στα μυαλά τους σφαλερές αντιλήψεις για τον εαυτό τους, για το τι είναι και το τι πρέπει να είναι. Έχουν ρυθμίσει τις σχέσεις τους σύμφωνα με τις ιδέες τους για το θεό, για το φυσιολογικό άνθρωπο κτλ. Αυτοί, οι δημιουργοί, έχουν σκύψει το κεφάλι μπροστά στις δημιουργίες τους. Ας τους ελευθερώσουμε από τις χίμαιρες, τις ιδέες, τα δόγματα, όντα φανταστικά που κάτω από το ζυγό τους οι άνθρωποι φθίνουν. Ας εξεγερθούμε ενάντια στην κυριαρχία των σκέψεων»[9].
Στην παρουσίαση δε θα ασχοληθούμε με το σύνολο του έργου, αλλά με το πρώτο κεφάλαιο τoυ. Πρόκειται για το κεφάλαιο που, μέσω και της κριτικής στον Λούντβιχ Φόϋερμπαχ, διατυπώνεται ο ιστορικός υλισμός και, μεταξύ άλλων, περιγράφεται ο ρόλος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (τα μέσα που βάζουν σε κίνηση οι άνθρωποι για την παραγωγή υλικών αγαθών, δηλαδή πρώτες ύλες, μηχανές, εργοστάσια κ.α και, φυσικά, η εργατική δύναμη του εργαζομένου) και των παραγωγικών σχέσεων (οι σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ανθρώπων για την παραγωγή των αγαθών) στην εξέλιξη της ιστορίας. Στο συγκεκριμένο κείμενο οι Μαρξ και Ένγκελς
«χρησιμοποιούν μερικούς όρους που αργότερα τους αντικατέστησαν με όρους που εξέφραζαν ακριβέστερα αυτές τις έννοιες. Λόγου χάρη, οι όροι «μέσα επικοινωνίας», «μορφή» ή «τρόπος επικοινωνίας» και «σχέσεις» ή «όροι επικοινωνίας» χρησιμοποιούνται εδώ για να αποδώσουν την έννοια «σχέσεις παραγωγής». Ο όρος μορφή ιδιοκτησίας στην πραγματικότητα περιέχει την έννοια του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού»[10].
Η κριτική σε παλιούς και οι νέους χεγκελιανούς
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, εισαγωγικά, επισημαίνουν ότι η φιλοσοφία μέχρι τότε ήταν εξαρτημένη απ’ το φιλοσοφικό σύστημα του Χέγκελ [11], με αποτέλεσμα οι σύγχρονοι κριτικοί να περιορίζονται την κριτικής τους σε ορισμένες πλευρές του συστήματος, χωρίς, τελικά κανείς να αποπειραθεί μια περιεκτική κριτική. Οι παλιοί χεγκελιανοί, γράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς, καταλάβαιναν τα πάντα μόνο απ’ τη στιγμή που ανάγονταν σε μια χεγκελιανή λογική κατηγορία. Οι νέο – χεγκελιανοί, από την άλλη, έκαναν κριτική σε όλα, αποδίδοντας σε καθετί θεολογικές αντιλήψεις ή χαρακτηρίζοντας το σα θεολογικό θέμα. Νέοι χεγκελιανοί και παλιοί χεγκελιανοί συμφωνούσαν στην κυριαρχία της θρησκείας, των εννοιών, μιας καθολικής αρχής στον κόσμο που υπάρχει . Η διαφορά τους ήταν πως, οι πρώτοι, χτυπούν την κυριαρχία σα σφετερισμό, ενώ, οι δεύτεροι, την εξυμνούν σα νόμιμη.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς τονίζουν, συγκεκριμένα:
«Από τη στιγμή που οι νέο- χεγκελιανοί θεωρούν τις αντιλήψεις, τις σκέψεις, τις ιδέες, πραγματικά όλα τα προϊόντα της συνείδησης, που τους αποδίδουν μια ανεξάρτητη ύπαρξη, σαν πραγματικές αλυσίδες των ανθρώπων (ακριβώς όπως οι παλιοί χεγκελιανοί τα χαρακτηρίζουν σαν τα αληθινά δεσμά της ανθρώπινης κοινωνίας) είναι φανερό ότι οι νέο – χεγκελιανοί οφείλουν να πολεμήσουν μονάχα εναντίον των ψευδαισθήσεων της συνείδησης. Μια και σύμφωνα με τη φαντασία τους, οι σχέσεις των ανθρώπων, όλες οι πράξεις τους, οι αλυσίδες τους και οι περιορισμοί τους είναι προϊόντα της συνείδησης τους, οι νέο – χεγκελιανοί, συνεπείς με τον εαυτό τους βάζουν στους ανθρώπους το ηθικό αίτημα να αλλάξουν τη σημερινή τους συνείδηση με μια ανθρώπινη, κριτική ή εγωιστική συνείδηση, και έτσι να απαλλαγούν από τους περιορισμούς τους. Αυτή η απαίτηση για αλλαγή συνείδησης συνοψίζεται σε μια απαίτηση ερμηνείας της πραγματικότητας με διαφορετικό τρόπο, δηλαδή στην αποδοχή της μέσο μιας άλλης ερμηνείας.
Ο νέο – χεγκελιανοί ιδεολόγοι, παρά τις δήθεν ‘‘κοσμοχαλαστικές’’ τους θέσεις, είναι οι πιο πιστοί συντηρητικοί. Οι πιο καινούριοι απ’ αυτούς έχουν βρει τη σωστή έκφραση για τη δραστηριότητα τους όταν δηλώνουν ότι αγωνίζονται μονάχα εναντίον των ‘‘φράσεων’’. Ξεχνούν, όμως, ότι σ’ αυτές τις φράσεις αυτοί οι ίδιοι αντιπαραθέτουν μονάχα άλλες φράσεις, και ότι με κανέναν τρόπο δεν πολεμούν εναντίον του κόσμου που υπάρχει πραγματικά, όταν απλώς πολεμούν εναντίον των φράσεων αυτού του κόσμου. Τα μόνα αποτελέσματα που αυτή η κριτική μπόρεσε να πετύχει ήταν μερικές (και τελείως μονόπλευρες) διασαφηνίσεις για το χριστιανισμό από την άποψη της θρησκευτικής ιστορίας. Όλες οι υπόλοιπες θέσεις είναι απλώς παραπέρα ωραιοποιήσεις του ισχυρισμού τους όταν μας έδωσαν, σ’ αυτές τις ασήμαντες διασαφηνίσεις, ανακαλύψεις παγκόσμιας σημασίας. Δεν έχει συμβεί σε κανέναν απ’ αυτούς τους φιλοσόφους να ερευνήσει τη σύνδεση γερμανικής φιλοσοφίας με τη γερμανική πραγματικότητα, τη σχέση της κριτικής με το δικό τους υλικό περιβάλλον»[12].
Εξηγώντας έναν θεμελιακό διαχωρισμό
Με αφετηρία τον παραπάνω θεμελιακό διαχωρισμό απ’ τους παλιούς και νέους χεγκελιανούς ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξηγούν πως αρχίζουν από προϋποθέσεις που «δεν είναι αυθαίρετες», «είναι τα πραγματικά άτομα, η δραστηριότητα τους και οι υλικοί όροι της ζωής τους, τόσο αυτοί που τους βρήκαν να υπάρχουν, όσοι και εκείνοι που τους δημιούργησαν με τη δική τους δραστηριότητα»[13]. Ως πρώτη προϋπόθεσης ανθρώπινης ιστορίας ορίζουν το αυτονόητο, «την ύπαρξη ζωντανών ανθρώπινων ατόμων». Έτσι, το πρώτο γεγονός που προσδιορίζεται είναι οργάνωση των ατόμων και η σχέση που αυτή δημιουργεί με την υπόλοιπη φύση. Συνεπώς, το γράψιμο της ιστορίας, υπογραμμίζουν, «πρέπει να ξεκινάει πάντα από αυτές τις φυσικές βάσεις και τις αλλαγές τους στην πορεία της ιστορίας μέσω της δράσης των ανθρώπων»[14].
Τονίζουν ότι οι άνθρωποι διακρίνουν τον εαυτό τους από τα ζώα όταν αρχίσουν να παράγουν τα μέσα συντήρησης τους, παράγοντας την πραγματική υλική τους ζωής. Έτσι, ο τρόπος παραγωγής των μέσων για την ύπαρξη εξαρτάται πριν απ’ όλα από την κατάσταση των μέσων ύπαρξης που τα βρίσκουν έτοιμα και πρέπει να τα αναπαράγουν.
Μορφές ιδιοκτησίας – κοινωνικοοικονομικοί σχηματισμοί
Μετά απ’ αυτό το ουσιαστικό ξεκαθάρισμα ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναφέρονται στις σχέσεις των εθνών, οι οποίες, όπως σημειώνουν, εξαρτώνται από το πόσο έχει αναπτύξει το καθένα τις παραγωγικές δυνάμεις, τον καταμερισμό εργασίας και την εσωτερική του επικοινωνία. Επισημαίνουν, δε , ότι η εσωτερική δομή ενός έθνους εξαρτάται από το επίπεδο εξέλιξης της παραγωγής, την εσωτερική και εξωτερική επικοινωνία. Επιπλέον, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων προκαλεί παραπέρα ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας, ενώ ο τελευταίος οδηγεί στο χωρισμό της βιομηχανικής και εμπορικής παραγωγής από την αγροτική εργασία, άρα και στο χωρισμό πόλης – χωριού. Μάλιστα, η μεγαλύτερη ανάπτυξη οδηγεί και στο χωρισμό εμπορικής και βιομηχανικής εργασίας.
Τα στάδια ανάπτυξης στον καταμερισμό της εργασίας δημιουργούν άλλες τόσες μορφές ιδιοκτησίας, ενώ ο καταμερισμός καθορίζει τις σχέσεις των ατόμων σε σχέση με το υλικό, το όργανο και το προϊόν της εργασίας. Παρακάτω θα παρουσιαστούν πολύ συνοπτικά οι μορφές ιδιοκτησίας, χωρίς τις αναλυτικές αναφορές των Μαρξ και Ένγκελς για την εξέλιξη τους. Σκοπός είναι η κατανόηση μορφών ιδιοκτησίας στα στάδια ανάπτυξης. Συγκεκριμένα:
Πρώτη μορφή ιδιοκτησίας είναι η φυλετική ιδιοκτησία, μη αναπτυγμένο στάδιο παραγωγής (κυνήγι, ψάρεμα, κτηνοτροφία και στο ανώτερο επίπεδο γεωργία) όπου ο καταμερισμού εργασίας είναι στοιχειώδης με μικρή επέκταση του φυσικού καταμερισμού εργασίας που υπάρχει στην οικογένεια. Η κοινωνική δομή έχει ως εξής: Αρχηγοί της πατριαρχικής φυλής, κάτω απ’ αυτούς τα μέλη της φυλής, τελικά οι δούλοι. Με την επέκταση των αναγκών και εξωτερικών σχέσεων (με ανταλλαγές ή πολέμους) η δουλεία αναπτύσσεται με την αύξηση του πληθυσμού.
Δεύτερη μορφή ιδιοκτησίας είναι η αρχαία κοινοτική και κρατική ιδιοκτησία και προέρχεται από τη συνένωση πολλών φυλών σε μια πόλη (με συμφωνία ή κατάκτηση) που εξακολουθεί να συνοδεύεται από τη δουλεία. Μαζί με την κοινωνική ιδιοκτησία αναπτύσσεται και η κινητή και αργότερα ακίνητη ατομική ιδιοκτησία. Η κοινοτική ιδιοκτησία αποσυντίθεται στο μέτρο που εξελίσσεται η ακίνητη ατομική ιδιοκτησία, ενώ ο καταμερισμός εργασίας έχει αναπτυχθεί περισσότερο. Εμφανίζεται ο ανταγωνισμός πόλης και χωριού και , αργότερα, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κράτη που αντιπροσωπεύουν συμφέρονται πόλεων και χωριών. Μέσα στις πόλεις εμφανίζεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στη βιομηχανία και το ναυτιλιακό εμπόριο. Η ταξική σχέση ανάμεσα σε πολίτες και δούλους αναπτύσσεται πια ολοκληρωτικά. Παράλληλα, υπάρχει συγκέντρωση της ατομικής ιδιοκτησίας (αναπτύχθηκε πολύ στην εποχή των αυτοκρατόρων), ενώ μετασχηματίζεται η πληβειακή μικρή αγροτιά σε προλεταριάτο, που, όμως, λόγω της ενδιάμεσης θέσης τους ανάμεσα σε πολίτες με ιδιοκτησία και δούλους, δεν είχε ανάπτυξη.
Τρίτη μορφή ιδιοκτησίας είναι η φεουδαρχική ιδιοκτησία ή ιδιοκτησία των κλειστών τάξεων.. Η ιεραρχική δομή της ιδιοκτησίας – και τα ένοπλα σώματα ακολούθων που συνδέονται με την γαιοκτησία – επέτρεψαν στους ευγενείς να εξουσιάζουν τους δουλοπάροικους. Οι κύριες μορφές ιδιοκτησίας, κατά τη φεουδαρχική εποχή, είναι η γαιοκτησία μαζί με την εργασία των δουλοπαροίκων και η εργασία των ατόμων με μικρό κεφάλαιο που εξουσία την εργασία των συντεχνιτών. Οι συντεχνίες επαγγελμάτων προέκυψε απ’ την ανάγκη συνένωσης εναντίον των ευγενών. Η δομή και των δύο ιδιοκτησιών καθορίζεται από τις περιορισμένες παραγωγικές σχέσεις, ενώ, εκτός απ’ το χωρισμό σε ηγεμόνες, ευγενείς, κλήρο και σε αγρότες στο χωριό, και το χωρισμό σε μαστόρους, συντεχνίτες και μαθητευόμενους και έναν αριθμό εργατών κανένας, καταμερισμός εργασίας δεν παρατηρήθηκε. Ο καταμερισμός εργασίας, για παράδειγμα, δυσκολευόταν στην αγροτική οικονομία από την κομματιασμένη καλλιέργεια, που δίπλα της δημιουργήθηκε η μικροβιοτεχνία των ίδιων των αγροτών. Η συνένωση μεγαλύτερων εδαφών σε φεουδαρχικά βασίλεια ήταν μια ανάγκη τόσο για τους ευγενείς γαιοκτήμονες, όσο και για τις πόλεις και η οργάνωση της κυρίαρχης τάξης των ευγενών είχε παντού επικεφαλής της ένα μονάρχη.
Ζωή και συνείδηση
Το συμπέρασμα απ’ τα στάδια ανάπτυξης είναι ότι «καθορισμένα άτομα που είναι τα παραγωγικά δραστήρια άτομα κατά έναν καθορισμένο τρόπο, έρχονται σε καθορισμένες κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις»[15]. Έτσι, συνεχίζουν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, η κοινωνική δομή και το κράτος εξελίσσονται μέσα από τη διαδικασία της ζωής καθορισμένων ατόμων και όχι ατόμων όπως παρουσιάζονται στη φαντασία τους ή στη φαντασία άλλων ατόμων. Καθορισμένα άτομα , όπως πραγματικά είναι, όπως ενεργούν και παράγουν υλικά, και επομένως όπως δρουν σε καθορισμένα υλικά όρια, προϋποθέσεις και όρους ανεξάρτητα από τη θέληση τους.
Μετά από τα παραπάνω οι Μαρξ και Ένγκελς περιγράφουν πολύ αναλυτικά τη θέση τους για την ιδεολογία, σε αντίθεση με ότι σήμαινε μέχρι τότε, και γι’ αυτό θα παραθέσουμε ένα μεγάλο απόσπασμα:
«Η παραγωγή ιδεών αντιλήψεων, συνείδησης, συνδέεται στην αρχή άμεσα και στενά με την υλική δραστηριότητα και την υλική επικοινωνία των ανθρώπων, είναι η γλώσσα της πραγματικής ζωής. Η αντίληψη, η σκέψη η πνευματική επικοινωνία των ανθρώπων εμφανίζονται σ’ αυτό ακόμα το στάδιο σαν άμεση απόρροια της υλικής τους συμπεριφοράς. Το ίδιο ισχύει και για την πνευματική παραγωγή, όπως εκφράζεται στη γλώσσα της πολιτικής, των νόμων, της ηθικής, της θρησκείας, της μεταφυσικής, κτλ. ενός λαού. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που παράγουν τις αντιλήψεις, τις ιδέες τους κτλ. – αλλά οι πραγματικά δραστήριοι άνθρωποι, έτσι όπως καθορίζονται από μια ορισμένη ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων και της επικοινωνίας που αντιστοιχεί σε αυτές μέχρι τις πιο πλατειές μορφές της. Η συνείδηση δε μπορεί να είναι ποτέ οτιδήποτε άλλο από συνειδητή ύπαρξη, και η ύπαρξη των ανθρώπων είναι η πραγματική διαδικασία της ζωής τους. Αν σε κάθε ιδεολογία οι άνθρωποι και οι περιστάσεις τους παρουσιάζονται το πάνω – κάτω, όπως σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο, το φαινόμενο πηγάζει ακριβώς από την ιστορική διαδικασία της ζωής τους, όπως ακριβώς η αντίστροφή των αντικειμένων πάνω στον αμφιβληστροειδή πηγάζει από την άμεση φυσική διαδικασία της ζωής τους.
Εντελώς αντίθετα προς τη γερμανική φιλοσοφία που κατεβαίνει από τον ουρανό στη γη, εδώ ανεβαίνουμε από τη γη στον ουρανό. Αυτό σημαίνει ότι δεν ξεκινάμε από το τι λένε, φαντάζονται, αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι, ούτε από τους ανθρώπους έτσι όπως οι άλλοι τους περιγράφουν, τους σκέφτονται, τους φαντάζονται τους αντιλαμβάνονται για φτάσουμε ύστερα στους ανθρώπους με σάρκα και οστά. Ξεκινάμε απ’ τους πραγματικούς δραστήριους ανθρώπους, και πάνω στη βάση της πραγματικής διαδικασίας της ζωής τους δείχνουμε την ανάπτυξη των ιδεολογικών αντανακλάσεων και απηχήσεων αυτής της διαδικασίας της ζωής. Τα φαντάσματα που σχηματίζονται στο ανθρώπινο μυαλό αποτελούν επίσης, αναγκαστικά, εξιδανικεύσεις της υλικής διαδικασίας της ζωής τους, που μπορεί να επαληθευτεί εμπειρικά και συνδέεται με τις υλικές προϋποθέσεις Έτσι, η ηθική, η θρησκεία, η μεταφυσική, όλη η άλλη ιδεολογία και οι αντίστοιχες μορφές συνείδησης, δε διατηρούν την όψη της αυτονομίας. Δεν έχουν ούτε ιστορία, ούτε εξέλιξη, αλλά οι άνθρωποι αναπτύσσοντας την υλική τους παραγωγή και την υλική τους επικοινωνία, αλλάζουν, παράλληλα και την πραγματική τους ύπαρξη, καθώς και τη σκέψη τους, τα προϊόντα της σκέψης τους. Δεν καθορίζει η συνείδηση τη ζωή, αλλά η ζωή καθορίζει τη συνείδηση».
Διαχωρισμός από τον υλισμό του Φόϋερμπαχ
Στη συνέχεια, οι Μαρξ και Ένγκελς διαχωρίζουν το δικό τους υλισμό, από τον υλισμό του Φόϋερμπαχ, υποστηρίζοντας ότι δε βλέπει ότι ο αισθητός κόσμος γύρω του δεν είναι ένα πράγμα δεδομένο, που μένει πάντα ίδιο, αλλά προϊόν της βιομηχανίας της βιομηχανίας και της κατάστασης της κοινωνίας. Δε βλέπει ότι ο αισθητός κόσμος είναι ένα ιστορικό προϊόν, αποτέλεσμα της δραστηριότητας μιας ολόκληρης διαδοχής από γενιές, που κάθε μια στέκει στους ώμους της προηγούμενης, αναπτύσσοντας τη βιομηχανία και την επικοινωνία της, μεταβάλλοντας το κοινωνικό σύστημα, σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες.
Μάλιστα, σε αυτό το σημείο ο δίνουν, ανάμεσα σε άλλα, και ένα πολύ απλό παράδειγμα εξήγησης για τον αισθητό κόσμο ως ιστορικό προϊόν: «Η κερασιά, όπως σχεδόν όλα δέντρα φρούτων, μεταφυτεύτηκε πριν λίγες εκατονταετηρίδες από το εμπόριο στη γεωγραφική μας ζώνη και αυτό μονάχα χάρη σ’ αυτή τη δράση μιας ορισμένης κοινωνίας σε μια ορισμένη εποχή έγινε “αισθητή βεβαιότητα” για τον Φόϋερμπαχ»[16]. Τελικά, σημειώνουν ότι ο Φόϋερμπαχ δεν κάνει κριτική των σημερινών όρων ζωής και δεν κατάφερε να συλλάβει «τον αισθητό κόσμο σαν τη συνολική ζωντανή αισθητή δραστηριότητα των ατόμων που τον αποτελούν»[17]. Έτσι, γράφουν, «ξανακυλάει στον ιδεαλισμό στο σημείο που ο κομμουνιστής υλιστής βλέπει την ανάγκη, και ταυτόχρονα την προϋπόθεση, για ένα μετασχηματισμό τόσο της βιομηχανίας, όσο και της κοινωνικής δομής»[18].
Στοιχειώδεις προϋποθέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης
Ακολούθως, θέτουν ορισμένες στοιχειώδεις προϋποθέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης για να εξηγήσουν τα γραφόμενα τους:
- Πρώτη προϋπόθεση κάθε ανθρώπινης ύπαρξης – και συνεπώς κάθε ιστορίας – είναι οι άνθρωποι να είναι σε θέση να ζήσουν για να μπορούν να κάνουν ιστορία. Η πρώτη ιστορική πράξη, λοιπόν, είναι η παραγωγή των μέσων για την ικανοποίηση των αναγκών, η παραγωγής της ίδιας της υλικής ζωής.
- Το δεύτερο σημείο είναι ότι η ίδια η πρώτη ανάγκη που ικανοποιήθηκε, η πράξη ικανοποίησης της και το όργανο που αποκτήθηκε από αυτή την ικανοποίηση, οδηγεί σε καινούριες ανάγκες..
- Το τρίτο σημείο που μπαίνει στην ιστορική εξέλιξη είναι ότι οι άνθρωποι καθημερινά φτιάχνουν τη ζωή τους, αρχίζουν να φτιάχνουν άλλους ανθρώπους, να αναπαράγουν το είδος τους. Πρόκειται για τη σχέση άνδρας και γυναίκα, γονιών, παιδιών, για την οικογένεια. Η οικογένεια που είναι στην αρχή η μόνη κοινωνική σχέση γίνεται δευτερεύουσα σχέση.
Τις τρεις πλευρές αυτές, επισημαίνουν, δεν πρέπει να τις αντιληφθούμε σαν τρία διαφορετικά στάδια, αλλά «απλά» σαν τρεις πλευρές που υπάρχουν ταυτόχρονα από την αρχή της ιστορίας και από την εποχή των πρώτων ανθρώπων, και που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τους στην ουσία ακόμα και σήμερα.
Έτσι, η παραγωγή ζωής, τόσο μέσα από την εργασία όσο και καινούριας ζωής από τη γέννηση απογόνων, εμφανίζεται ως μια διπλή σχέση, φυσική και κοινωνική. Η κοινωνική σχέση ορίζεται ως συνεργασία πολλών ατόμων, ανεξάρτητα από τις συνθήκες, τον τρόπο και τον σκοπό. Ο καθορισμένος τρόπος παραγωγής συνδυάζεται πάντα μ’ ένα καθορισμένο τρόπο συνεργασίας ή κοινωνικό στάδιο, που είναι ο ίδιος μια παραγωγική δύναμη. Προκύπτει η μάζα των παραγωγικών δυνάμεων που είναι προσιτές στον άνθρωπο καθορίζει τη φύση της κοινωνίας, άρα την «ιστορία» της ανθρωπότητας πρέπει να τη μελετάμε σε σχέση με την ιστορία της βιομηχανίας και της ανταλλαγής.
Από τα παραπάνω, σημειώνουν, προκύπτει ότι υπάρχει μια υλιστική σύνδεση των ανθρώπων, η οποία καθορίζεται από τις ανάγκες τους και τον τρόπο παραγωγής των αναγκών, τόσο παλιά σύνδεση όσο οι άνθρωποι. Παίρνει καινούριες μορφές και παρουσιάζεται μια «ιστορία», ανεξάρτητα από οποιονδήποτε πολιτικό ή ιστορικό παραλογισμό.
Η συνείδηση ως κοινωνικό προϊόν
Οι Μαρξ και Ένγκελς υπογραμμίζουν ότι ο άνθρωπος διαθέτει συνείδηση, αλλά ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση όχι εξαρχής καθαρή συνείδηση. Τονίζουν ότι
«ευθύς εξ αρχής το πνεύμα το βαραίνει η κατάρα ότι είναι ‘‘φορτωμένο’’ με ύλη, που εδώ κάνει την εμφάνιση της με τη μορφή ταραγμένων στρωμάτων αέρα, ήχων, με δύο λόγια, με τη μορφή ομιλίας. Η ομιλία είναι τόσο παλιά όσο και η συνείδηση, η ομιλία είναι επίσης πρακτική συνείδηση που υπάρχει επίσης για άλλους ανθρώπους και γι’ αυτό υπάρχει πραγματικά και για μένα μονάχα προσωπικά. Η ομιλία όπως και η συνείδηση, πηγάζει μονάχα από την ανάγκη, την αναγκαιότητα, της επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους»[19].
Επομένως, «η συνείδηση είναι ευθύς εξαρχής κοινωνικό προϊόν, και παραμένει τέτοιο όσο υπάρχουν γενικά άνθρωποι. Η συνείδηση, βέβαια, είναι αρχικά απλώς συνείδηση που αφορά το άμεσο αισθητό περιβάλλον και συνείδηση της περιορισμένης σύνδεσης με άλλα πρόσωπα και πράγματα έξω από το άτομο, που αποκτάει βαθμιαία αυτοσυνείδηση. Ταυτόχρονα είναι συνείδηση της φύσης, που πρώτα εμφανίζεται στους ανθρώπους σα μια τελείως ξένη, παντοδύναμη και απρόσβλητη δύναμη, που μ’ αυτή οι σχέσεις των ανθρώπων είναι καθαρά ζωικές και που τους επιβάλλεται όπως και στα ζώα. Είναι μια καθαρή συνείδηση της φύσης »[20].
Αυτή η «συνείδηση της φύσης» ή αυτή η ειδική σχέση των ανθρώπων προς τη φύση, προσθέτουν, καθορίζεται από την κοινωνία και το αντίστροφο. «Η ταυτότητα της φύσης και ανθρώπου εμφανίζεται επίσης με τέτοιο τρόπο, ώστε η περιορισμένη συμπεριφορά των ανθρώπων απέναντι στη φύση καθορίζει και την περιορισμένη τους σχέση του ενός με τον άλλον, και η περιορισμένη τους σχέση του ενός προς τον άλλον καθορίζει την περιορισμένη σχέση των ανθρώπων των ανθρώπων προς τη φύση, επειδή ακριβώς η φύση έχει ελάχιστα αλλάξει από την ιστορία.
Και, από την άλλη μεριά, η συνείδηση του ανθρώπου για την ανάγκη να συνδέεται με τα άτομα γύρω του είναι η αρχή της συνείδησης ότι ζει μέσα σε κοινωνία γενικά. Αυτή η αρχή είναι τόσο ζωική όσο και η ίδια η κοινωνική ζωή σ’ αυτό το στάδιο. Είναι απλώς συνείδηση κοπαδιού, και εδώ ο άνθρωπος ξεχωρίζει απ’ το πρόβατο μονάχα απ’ το γεγονός ότι σε αυτό η συνείδηση παίρνει τη θέση του ενστίκτου, ή ότι το ένστικτο του είναι συνειδητό ένστικτο. Αυτή η συνείδηση προβάτου, η φυλετική συνείδηση εξελίσσεται και αναπτύσσεται με την αύξηση της παραγωγικότητας, την αύξηση των αναγκών και, πράγμα βασικό και για τα δύο προηγούμενα,, με την αύξηση του πληθυσμού.
Ο καταμερισμός της εργασίας
Έτσι, αναπτύσσεται ο καταμερισμός της εργασίας, που αρχικά δεν ήταν οτιδήποτε άλλο από καταμερισμός της εργασίας που αναπτύσσεται αυθόρμητα ή «φυσικά» εξαιτίας της φυσικής προδιάθεσης (π. χ σωματική δύναμη), αναγκών, τυχαίων γεγονότων κτλ. Ο καταμερισμός της εργασίας γίνεται πραγματικά τέτοιος μονάχα από τη στιγμή που εμφανίζεται ο καταμερισμός υλικής και πνευματικής εργασίας. Από τη στιγμή αυτή και πέρα η συνείδηση μπορεί πραγματικά να φαντάζεται ότι είναι κάτι διαφορετικό από τη συνείδηση της υπάρχουσας πρακτικής, ότι πραγματικά αντιπροσωπεύει κάτι, χωρίς να αντιπροσωπεύει κάτι πραγματικό. Από εδώ και πέρα η συνείδηση βρίσκεται σε θέση να χειραφετήσει τον εαυτό της από τον κόσμο και να προχωρήσει στη διαμόρφωση «καθαρής» θεωρίας, της θεολογίας, της φιλοσοφίας, της ηθικής κλπ., έρχεται σε αντίθεση με τις υπάρχουσες σχέσεις, αυτό μπορεί να συμβεί μονάχα επειδή οι υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες έχουν έρθει σε αντίθεση με τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις»[21].
Το συμπέρασμα είναι, επισημαίνουν, ότι οι παραγωγικές δυνάμεις, η κοινωνική κατάσταση και η συνείδηση μπορούν και πρέπει να έρθουν σε αντίθεση ανάμεσα τους, επειδή ο καταμερισμός της παραγωγής συνεπάγεται τη δυνατότητα, ή μάλλον το γεγονός, ότι η υλική και πνευματική δραστηριότητα –απολαβή και εργασία, παραγωγή και κατανάλωση – μοιράζονται σε διαφορετικά άτομα, και ότι η μόνη δυνατότητα να μην έρθουν σε αντίφαση βρίσκεται με τη σειρά της στην κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας.
Μαζί με τον καταμερισμό εργασίας προκύπτει, ταυτόχρονα και η διανομή, και στην πραγματικότητα η άνιση διανομή, ποσοτική και ποιοτική της εργασίας και των προϊόντων της. Έτσι, προκύπτει η ιδιοκτησία (η πρώτη μορφή της βρίσκεται στην οικογένεια, όπου η γυναίκα και τα παιδιά είναι δούλοι του άνδρα) . Καταμερισμός της εργασίας και ατομική ιδιοκτησίας είναι ταυτόσημες εκφράσεις: Στη μια το ίδιο πράγμα βεβαιώνεται σε σχέση με τη δραστηριότητα, ενώ στην άλλη βεβαιώνεται σε σχέση με το προϊόν αυτής της δραστηριότητας.
Επιπλέον, ο καταμερισμός της εργασίας συνεπάγεται την αντίθεση ανάμεσα στα συμφέροντα του ξεχωριστού ατόμου ή της ξεχωριστής οικογένειας και στο συλλογικό συμφέρον όλων των ατόμων που έχουν επικοινωνία ανάμεσα τους. Μέσα απ’ αυτή την ίδια την αντίθεση ανάμεσα στα συμφέροντα του ατόμου και της ίδιας της κοινωνίας, η τελευταία παίρνει μια ανεξάρτητη μορφή σαν κράτος, αποχωρισμένο από τα πραγματικά συμφέρονται του ατόμου και του συνόλου, και ταυτόχρονα σε μια απατηλή κοινότητα, που πάντοτε όμως βασίζεται πάνω στους πραγματικούς δεσμούς που υπάρχουν σε κάθε οικογενειακό και φυλετικό περιβάλλον.
Από εδώ προκύπτει, υπογραμμίζουν ότι όλοι οι αγώνες στο κράτος, ο αγώνας για το εκλογικό δικαίωμα κτλ, είναι απλώς οι απατηλές μορφές που κάτω απ’ αυτές διεξάγονται οι πραγματικοί αγώνες των διαφόρων τάξεων ανάμεσα τους. Επιπλέον, προκύπτει ότι η κάθε τάξη που αγωνίζεται για την κυριαρχία της, όπως συμβαίνει και το προλεταριάτο, απαιτεί την κατάργηση της παλιάς μορφής της κοινωνίας στο σύνολο της και της ίδιας της κυριαρχίας της, πρέπει πρώτα να κατακτήσει για τον εαυτό της την πολιτική εξουσία με σκοπό να παρουσιάσει με τη σειρά της τα συμφέροντα της σαν το γενικό συμφέρον, πράγμα που είναι αναγκασμένη να το κάνει τον πρώτο καιρό.
Ο καταμερισμός εργασίας, μια μη εθελοντική διαδικασία σε συστήματα εκμετάλλευσης
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς γράφουν ότι, «τελικά ο καταμερισμός της εργασίας μας προσφέρει το πρώτο παράδειγμα για το ότι, όσο παραμένει ο άνθρωπος σε φυσική κοινωνία, δηλαδή όσο υπάρχει σχίσμα ανάμεσα στο ιδιωτικό και το κοινό συμφέρον, όσο λοιπόν, η δραστηριότητα δεν καταμερίζεται εθελοντικά αλλά φυσικά, η πράξη του ανθρώπου γίνεται μια ξένη δύναμη που αντιπαρατίθεται, που τον υποδουλώνει, αντί να ελέγχεται απ’ αυτόν. Γιατί από τη στιγμή που εμφανίζεται καταμερισμός της εργασίας, κάθε άνθρωπος έχει μια ιδιαίτερη, αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας, που του επιβάλλεται αναγκαστικά και που δε μπορεί να της ξεφύγει.
Είναι κυνηγός, ψαράς, βοσκός, η κριτικός και πρέπει να παραμείνει τέτοιος, αν δε θέλει να χάσει τα μέσα ύπαρξης του, ενώ στην κομμουνιστική κοινωνία, όπου κανένας δεν έχει αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας, αλλά καθένας μπορεί να τελειοποιηθεί σε οποιοδήποτε κλάδο θέλει, η κοινωνία ρυθμίζει γενικά την παραγωγή κι έτσι κάνει το δυνατό για μένα να κάνω ένα πράγμα σήμερα, άλλο αύριο, να κυνηγώ το πρωί, να ψαρεύω το απόγευμα, να φροντίζω τα ζώα το βράδυ, να κάνω κριτική μετά το δείπνο, όπως ακριβώς μου αρέσει, χωρίς ποτέ να γίνομαι κυνηγός, ψαράς, βοσκός ή κριτικός. Αυτός ο καθορισμός της κοινωνικής δραστηριότητας, αυτή η σταθεροποίηση που εμείς οι ίδιοι κάνουμε μια αντικειμενική δύναμη πάνω από εμάς, που αναπτύσσεται και ξεφεύγει απ’ τον έλεγχο μας, ματαιώνοντας τις προσδοκίες μας, και εκμηδενίζοντας τους υπολογισμούς μας, είναι μια απ’ τις κύριες στιγμές στην εξέλιξη μέχρι τώρα»[22].
Έτσι, «η κοινωνική δύναμη, δηλαδή η πολλαπλασιασμένη παραγωγική δύναμη, που γεννιέται από τη συνεργασία διαφόρων ατόμων, όπως αυτή καθορίζεται στον καταμερισμό της εργασίας, παρουσιάζεται σ’ αυτά τα άτομα, μια που η συνεργασία τους δεν είναι εθελοντική, αλλά έχει προκύψει φυσικά, όχι σαν δική τους ενωμένη δύναμη, αλλά σα μια ξένη δύναμη που υπάρχει έξω απ’ αυτά, που αγνοούν την προέλευση της και το σκοπό της, που επομένως δε μπορούν να την ελέγχουν, που αντίθετα περνάει από μια ιδιόμορφη σειρά φάσεων και σταδίων τόσο ανεξάρτητη από τη θέληση και την πορεία των ανθρώπων, ώστε να διευθύνει στην πραγματικότητα αυτή τη θέληση και πορεία των ανθρώπων»[23].
Προϋποθέσεις για να επαναστατήσουν οι άνθρωποι
Αυτή η αλλοτρίωση, γράφουν οι Μαρξ και Ένγκελς, μπορεί να καταργηθεί μονάχα αν είναι δεδομένες δύο πρακτικές προϋποθέσεις. Για να γίνει αυτή μια δύναμη που θα επαναστατήσουν εναντίον της οι άνθρωποι πρέπει αναγκαστικά:
- Να έχει κάνει τη μεγάλη μάζα της ανθρωπότητας «χωρίς ιδιοκτησία»
- και να βρίσκεται αυτή η μάζα σε αντίφαση με έναν κόσμο πλούτου και πολιτισμού που υπάρχει πραγματικά.
Και οι δύο αυτοί όροι, επισημαίνουν, προϋποθέτουν μια «μεγάλη αύξηση της παραγωγικής δύναμης, ένα υψηλό βαθμό ανάπτυξης της και, από την άλλη μεριά, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων»[24]. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων «είναι μια απόλυτα αναγκαία πραγματική προϋπόθεση γιατί χωρίς αυτή η στέρηση θα γινόταν απλώς γενική, και με τη φτώχεια θα ξανάρχιζε ο αγώνας για τα αναγκαία και θα αναπαραγόταν αναγκαστικά όλες οι παλιές βρωμιές. Και είναι επιπλέον αναγκαία, επειδή μοναχά μ’ αυτή την καθολική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων εγκαθιδρύεται μια παγκόσμια επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους, που παράγει σ’ όλα τα έθνη ταυτόχρονα το φαινόμενο της μάζας ‘‘χωρίς ιδιοκτησία’’, κάνει το έθνος να εξαρτιέται από τις επαναστάσεις των άλλων, και τελικά έχει βάλει τα παγκόσμια ιστορικά ( με εμπειρικό τρόπο παγκόσμια) άτομα στη θέση των τοπικών ατόμων. Δίχως αυτό ο κομμουνισμός δε θα μπορούσε να υπάρξει παρά μόνο σαν ένα τοπικό γεγονός. Οι ίδιες οι δυνάμεις επικοινωνίας (σχέσεις παραγωγής) δε θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σαν παγκόσμιες, επομένως σαν αφόρητες δυνάμεις: θα παραμένανε τοπικές ‘’περιστάσεις’’ περιτριγυρισμένες από δεισιδαιμονία.. Κάθε επέκταση της επικοινωνίας θα καταργούσε τον τοπικό κομμουνισμό»[25].
Ο κομμουνισμός
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς υπογραμμίζουν ότι «ο κομμουνισμός δεν είναι για εμάς μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν.
Επιπλέον, η μάζα των εργατών που είναι μόνο εργάτες – μαζική εργατική δύναμη αποκομμένη από το κεφάλαιο ή από κάθε είδος ικανοποίησης έστω περιορισμένης – προϋποθέτει την παγκόσμια αγορά, όπως επίσης την προϋποθέτει και η απώλεια (η όχι πρόσκαιρη) αυτής της εργασίας, σα σίγουρης πηγής ζωής, απώλεια που προκύπτει απ’ τον συναγωνισμό.. Το προλεταριάτο μπορεί έτσι να υπάρχει μονάχα παγκόσμια – ιστορικά, όπως κι ο κομμουνισμός, η δραστηριότητα του προλεταριάτου, μπορεί να έχει μονάχα μια «παγκόσμια – ιστορική» ύπαρξη. Πρόκειται για παγκόσμια ιστορική ύπαρξη ατόμων, δηλαδή ατόμων που συνδέεται άμεσα με την παγκόσμια ιστορία»[26].
Έτσι, «με την κατάργηση της βάσης, της ατομικής ιδιοκτησίας, και με την κομμουνιστική ρύθμιση της παραγωγής που εξαλείφει από τους ανθρώπους το αίσθημα ότι αποξενωμένοι από το προϊόν που οι ίδιοι παράγουν, η δύναμη της σχέση προσφοράς – ζήτησης εκμηδενίζεται, και οι άνθρωποι βάζουν πάλι κάτω από το έλεγχο τους την ανταλλαγή, και παραγωγή, τον τρόπο της αμοιβαίας τους σχέσης»[27].
Η Ιστορία
Έχοντας παρουσιάσει όλο το συλλογισμό τους αναφέρονται συγκεκριμένα στην ιστορία και την περιγράφουν ως τη «διαδοχή ξεχωριστών γενιών, που καθεμία τους εκμεταλλεύεται τα υλικά, τα κεφάλαια, τις παραγωγικές δυνάμεις που της παραδόθηκαν από όλες τις προηγούμενες γενιές, και έτσι, από τη μια μεριά, συνεχίζει την παραδοσιακή δραστηριότητα μέσα σε τελείως αλλαγμένες συνθήκες, και, από την άλλη, μεταβάλλει τις παλιές περιστάσεις με μια τελείως αλλαγμένη δραστηριότητα»[28] .
Τονίζουν, δε, ότι «η μετατροπή της ιστορίας σε παγκόσμια ιστορία δεν είναι, ας πούμε, μια απλή πράξη αφαίρεσης του μέρους της ‘‘αυτοσυνείδησης’’, του παγκόσμιου πνεύματος ή οποιουδήποτε άλλου μεταφυσικού φαντάσματος, αλλά μια πράξη καθαρά υλική, που μπορεί να επιβεβαιωθεί εμπειρικά, μια πράξη που την απόδειξη της την παρέχει κάθε άτομο καθώς βαδίζει και στέκει, τρώει, πίνει και ντύνεται»[29]. Για να αποδειχθεί και πρακτικά αυτό δίνουν ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ένα απ’ αυτά: Αν στην Αγγλία εφευρεθεί μια μηχανή που στερεί το ψωμί χιλιάδων εργατών στην Ινδία και την Κίνα, και ανατρέπει όλη τη μορφή της ύπαρξης αυτών των κρατών, τότε η εφεύρεση γίνεται ένα παγκόσμιο ιστορικό γεγονός.
Εξηγούν ότι, στην ιστορία ,«ως τώρα, τα χωριστά άτομα, με τη διεύρυνση της δραστηριότητας τους σε παγκόσμια ιστορική δραστηριότητα, έχουν όλο και περισσότερο υποδουλωθεί σε μια δύναμη ξένη προς αυτά και με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας που είναι ταυτόσημη με αυτή, θα καταργηθεί αυτή η δύναμη και ότι τότε η απελευθέρωση του ξεχωριστού ατόμου θα πραγματοποιηθεί στο μέτρο που η ιστορία θα μετατρέπεται σε παγκόσμια ιστορία. Από το παραπάνω είναι φανερό ότι ο πραγματικός πλούτος του ατόμου εξαρτάται ολοκληρωτικά από τον πλούτο των πραγματικών του σχέσεων. Μόνο τότε θα απελευθερωθούν τα ξεχωριστά άτομα από τους διάφορους εθνικούς και τοπικούς φραγμούς, θα έρθουν σε πρακτική σύνδεση με την υλική και πνευματική παραγωγή όλου του κόσμου και θα είναι σε θέση να απολαμβάνουν αυτή την ολόπλευρη παραγωγή όλης της γης (τις δημιουργίες του ανθρώπου)»[30].
Τονίζουν ότι «αυτή η καθολική εξάρτηση, φυσική μορφή της παγκόσμιας ιστορικής συνεργασίας των ατόμων, θα μετατραπεί απ’ αυτή την κομμουνιστική επανάσταση σε έλεγχο και συνειδητή κυριαρχία αυτών των δυνάμεων, που γεννημένες από την αμοιβαία δράση των ανθρώπων ανάμεσα τους έχουν ως τώρα επιβληθεί πάνω στους ανθρώπους και έχουν κυριαρχήσει πάνω τους σα δυνάμεις τελείως ξένες προς αυτούς»[31].
Συμπεράσματα για την Ιστορία
Απ’ την αντίληψη της ιστορίας που σκιαγραφήθηκε οι Μαρξ και Ένγκελς βγάζουν τα παρακάτω συμπεράσματα:
- «Με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έρχεται ένα στάδιο όπου οι παραγωγικές δυνάμεις και μέσα επικοινωνίας έρχονται σε μια κατάσταση, που κάτω από τις υπάρχουσες σχέσεις, φέρνουν μονάχα κακό, και δεν είναι πια παραγωγικές αλλά καταστροφικές δυνάμεις (μηχανήματα και χρήμα). Κα σε σύνδεση με όλα αυτά εμφανίζεται μια τάξη που πρέπει να σηκώσει όλα τα βάρη της κοινωνίας, χωρίς να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της, που όντας απόβλητη από την κοινωνία, σπρώχνεται αναγκαστικά στον πιο αποφασιστικό ανταγωνισμό προς όλες τις άλλες τάξεις, μια τάξη που αποτελεί την πλειοψηφία όλων των μελών της κοινωνίας, και που απ’ αυτή πηγάζει η συνείδηση της αναγκαιότητας μιας ριζικής επανάστασης, η κομμουνιστική συνείδηση, που μπορεί βέβαια να γεννηθεί στις άλλες επίσης τάξεις με τη μελέτη της κατάστασης αυτής της τάξης.
- Οι όροι που κάτω απ’ αυτούς μπορούν να μπουν σε εφαρμογή καθορισμένες παραγωγικές δυνάμεις, είναι οι όροι της κυριαρχίας μιας καθορισμένης τάξης της κοινωνίας, που η κοινωνική της δύναμη, που πηγάζει απ’ όλα αυτά που κατέχει, έχει την πρακτική της έκφραση με ιδεολογική μορφή στην κάθε περίπτωση στον τύπο του κράτους, και επομένως κάθε επαναστατικός αγώνας κατευθύνεται εναντίον μιας τάξης που ως τότε βρισκόταν στην εξουσία.
- Σε όλες τις επαναστάσεις ως τώρα ο τρόπος δραστηριότητας έμενε πάντα άθικτος και ήταν μονάχα ζήτημα διαφορετικού καταμερισμού αυτής της δραστηριότητας, ένας καινούριος καταμερισμός εργασίας σε άλλα πρόσωπα, ενώ η κομμουνιστική επανάσταση κατευθύνεται εναντίον του προηγούμενου τρόπου δραστηριότητας, καταργεί την εργασία, και καταργεί την κυριαρχία όλων των τάξεων μαζί και τις ίδιες τις τάξεις, γιατί πραγματοποιείται από την τάξη που δε μετράει πια σαν τάξη μέσα στην κοινωνία, δεν αναγνωρίζεται σα μια τάξη, και είναι η ίδια έκφραση της διάλυσης όλων των τάξεων, εθνοτήτων κλτ, μέσα στη σημερινή κοινωνία.
- Τόσο για την παραγωγή σε μαζικά κλίμακα αυτής της κομμουνιστικής συνείδησης, όσο και για την επιτυχία αυτής της υπόθεσης, είναι αναγκαία η αλλαγή των ανθρώπων σε μαζική κλίμακα, μια αλλαγή που μπορεί να γίνει μονάχα με ένα πρακτικό κίνημα, με μια επανάσταση. Αυτή η επανάσταση, επομένως, είναι αναγκαία, όχι μόνο γιατί η κυρίαρχη τάξη δε μπορεί να ανατραπεί με κανέναν άλλο τρόπο, αλλά επειδή η τάξη που την ανατρέπει μόνο με μια επανάσταση μπορεί να πετύχει να απαλλαγεί από την προαιώνια ‘΄κόπρο του Αυγείου’’ και να γίνει ικανή να θεμελιώσει εξ αρχής την κοινωνία»[32].
Οι Μαρξ και Ένγκελς σημειώνουν ότι μέσω αυτής της αντίληψης της ιστορίας εξηγούνται διαφορετικά όλα τα θεωρητικά προϊόντα και μορφές συνείδησης, τη θρησκεία, τη φιλοσοφία,, την ηθική κτλ. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη γέννηση τους και την ανάπτυξη τους απ’ αυτή τη βάση, πράγμα που θα μας επιτρέψει να δούμε το θέμα στην ολότητα του και επομένως την αμοιβαία δράση αυτών των πλευρών ανάμεσα τους. Η αντίληψη αυτή, συμπληρώνουν, στέκεται πάνω στο πραγματικό έδαφος της ιστορίας, δεν εξηγεί την πρακτική από την ιδέα, αλλά εξηγεί την το σχηματισμό των ιδεών από την υλική πρακτική, και σύμφωνα μ’ αυτά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλες οι μορφές και τα προϊόντα της συνείδησης δε μπορούν να εξαλειφθούν με διανοητική κριτική, με την αναγωγή τους στην «αυτοσυνείδηση» ή με τη μεταμόρφωση τους σε «οπτασίες» κτλ, αλλά με την ανατροπή των κοινωνικών σχέσεων που γέννησαν αυτή την ιδεαλιστική φλυαρία, ότι όχι η κριτική, αλλά η επανάσταση είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, της θρησκείας, της φιλοσοφίας και κάθε άλλης θεωρίας.
Αυτή η αντίληψη «δείχνει ότι η ιστορία δεν τελειώνει με το να διαλυθεί μέσα στην ‘‘αυτοσυνείδηση’’ σαν ‘‘πνεύμα του πνεύματος’’, αλλά ότι σε κάθε στάδιο βρίσκεται ένα υλικό αποτέλεσμα: ένα σύνολο παραγωγικών δυνάμεων, μια ιστορικά δημιουργημένη σχέση ατόμων προς τη φύση και ανάμεσα τους, που παραδίδεται σε κάθε γενιά από την πρώτη από την προηγούμενη της, μια μάζα παραγωγικών δυνάμεων, κεφαλαίων και περιστάσεων, που, από τη μια μεριά, πραγματικά μετατρέπονται από τη νέα γενιά, αλλά επίσης, από την άλλη, της υπαγορεύουν τους όρους της ζωής της και της δίνουν μια καθορισμένη ανάπτυξη, έναν ειδικό χαρακτήρα. Δείχνει συνεπώς ότι οι περιστάσεις φτιάχνουν τους ανθρώπους, όπως ακριβώς οι άνθρωποι φτιάχνουν τις περιστάσεις»[33].
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς υπογραμμίζουν ότι «οι όροι ζωής, που οι διάφορες γενιές τους βρίσκουν να υπάρχουν, αποφασίζουν επίσης αν ο περιοδικά επανερχόμενος στην ιστορία επαναστατικός τρανταγμός θα είναι η όχι αρκετά δυνατός για να ανατρέψει τη βάση του υπάρχοντος συστήματος»[34]. Επισημαίνουν, δε, ότι αν αυτά τα υλικά στοιχεία της ολοκληρωμένης ανατροπής δεν υπάρχουν, «τότε, σε ό, τι αφορά την πρακτική εξέλιξη, είναι τελείως αδιάφορο αν η ιδέα αυτής της επανάστασης έχει κιόλας διατυπωθεί εκατοντάδες φορές»[35].
Κριτική στη θέση του Φόϋερμπαχ για την «ουσία του ανθρώπου»
Στη συνέχεια ο Μαρξ και ο Ένγκελς ασκούν κριτική στον Φόϋερμπαχ, γιατί «αναπτύσσει την άποψη ότι ύπαρξη ενός πράγματος ή ενός ανθρώπου είναι ταυτόχρονα η ουσία τους, ότι οι όροι ύπαρξης ενός ανθρώπου, ο τρόπος ζωής και δραστηριότητας ενός ξεχωριστού ζώου ή ανθρώπου είναι αυτοί που μέσα τους η ‘‘ουσία’’ του νιώθει ικανοποιημένη»[36]. Σε αυτή την άποψη, απαντούν, η κάθε εξαίρεση νοείται σαν άτυχη περίπτωση, σαν ανωμαλία που δε μπορεί ν’ αλλάξει. Έτσι, σύμφωνα με την αντίληψη του Φόϋερμπαχ, αν εκατομμύρια προλετάριοι νιώθουν ότι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι τότε πρόκειται για ατυχία. Διαφωνούν με αυτή τη θέση και ότι το αντίθετο, απ’ αυτό που λέει ο Φόϋερμπαχ, θα αποδειχθεί σε μια επανάσταση, εξηγώντας:
«Ο Φόϋερμπαχ, γι’ αυτό ποτέ δε μιλάει για τον κόσμο του ανθρώπου σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αλλά πάντοτε καταφεύγει στην εξωτερική φύση, και μάλιστα στη φύση που έχει ακόμα υποταχτεί στους ανθρώπους. Αλλά κάθε καινούρια ανακάλυψη, κάθε πρόοδος της βιομηχανίας, αποσπάει ένα άλλο κομμάτι απ’ αυτή την περιοχή, έτσι που διαρκώς περιορίζεται στο έδαφος που παρέχει παραδείγματα που επαληθεύουν τέτοιες προτάσεις του Φόϋερμπαχ. Η ‘‘ουσία’’ το ψαριού – για να επαναλάβουμε μια θέση του Φόϋερμπαχ – είναι η ‘‘ύπαρξη’’ του, το νερό. Η ‘‘ουσία’’ του ψαριού του ποταμού είναι το νερό του ποταμού. Αλλά το τελευταίο παύει να είναι η ‘‘ουσία ’’του ψαριού και δεν είναι πια κατάλληλο περιβάλλον για την ύπαρξη του, από τη στιγμή που ο ποταμός αρχίζει να εξυπηρετεί τη βιομηχανία, από τη στιγμή που μολύνεται με χρώματα και άλλα απορρίμματα και τον διαπλέουν ατμόπλοια, ή από τη στιγμή που το νερό του διοχετεύεται στα κανάλια, όπου η απλή αποξήρανση μπορεί να στερήσει το ψάρι απ’ το περιβάλλον της ύπαρξης του»[37].
Σε κάθε εποχή οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι κυρίαρχες ιδέες
Τέλος, ο Μαρξ και ο Ένγκελς, με βάση όλες τις παραπάνω διατυπωμένες θέσεις τους, συμπεραίνουν ότι «οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε κάθε εποχή είναι κυρίαρχες ιδέες. Με άλλα λόγια, η τάξη που είναι κυρίαρχη υλική πνευματική δύναμη της κοινωνίας, είναι ταυτόχρονα η κυρίαρχη πνευματική δύναμη της δύναμη. Η τάξη που έχει στη διάθεση της τα μέσα της υλικής παραγωγής διαθέτει ταυτόχρονα τα μέσα πνευματικής παραγωγής, έτσι ώστε μιλώντας γενικά, οι ιδέες αυτών που δεν έχουν τα μέσα της πνευματικής παραγωγής υποτάσσονται σ’ αυτά.
Οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι τίποτα άλλο από την ιδεατή έκφραση των κυρίαρχων υλικών σχέσεων, είναι οι κυρίαρχες υλικές σχέσεις που συλλαμβάνονται σαν ιδέες, άρα είναι η έκφραση των σχέσεων που κάνουν μια τάξη κυρίαρχη, επομένως οι ιδέες της κυριαρχίας της. Τα άτομα που αποτελούν την κυρίαρχη τάξη διαθέτουν ανάμεσα στα άλλα συνείδηση, άρα σκέφτονται. Στο βαθμό, επομένως. που κυριαρχούν σαν τάξη και καθορίζουν όλη την έκταση μιας εποχής, είναι αυτονόητα ότι το κάνουν αυτό παντού, επομένως ανάμεσα στα άλλα κυριαρχούν επίσης σα στοχαστές, σαν παραγωγοί ιδεών και ρυθμίζουν την παραγωγή και διανομή των ιδεών της εποχής τους. Λόγου χάρη, σε μια εποχή και σε μια χώρα όπου η βασιλική εξουσία, η αριστοκρατία και η αστική τάξη αγωνίζονται για την κυριαρχία και όπου επομένως η κυριαρχία είναι μοιρασμένη, η θεωρία της διάκρισης των εξουσιών αποδεικνύεται σαν η κυρίαρχη ιδέα και εκφράζεται σαν ένας ‘‘αιώνιος νόμος’’»[38].
Εξηγούν ότι ο «καταμερισμός της εργασίας, που τον συναντήσαμε κιόλας πιο πάνω σα μια απ’ τις κυρίαρχες δυνάμεις της ιστορίας ως τώρα, εκδηλώνεται επίσης μέσα στην κυρίαρχη τάξη, σαν καταμερισμός της πνευματικής και υλικής εργασίας, έτσι που μέσα σ’ αυτή την τάξη ένα μέρος εμφανίζονται σαν οι σκεπτόμενοι αυτής της τάξης (οι δραστήριοι ιδεολόγοι αντιλήψεων, που κάνουν κύρια πηγή των εσόδων τους την επεξεργασία της ψευδαίσθησης που έχει αυτή τάξη για τον εαυτό της), ενώ η στάση των άλλων απέναντι σ’ αυτές τις ιδέες και ψευδαισθήσεις είναι πιο παθητική και δεκτική, διότι αυτοί στην πραγματικότητα είναι τα δραστήρια μέλη αυτής της τάξης και έχουν λιγότερο χρόνο για να κατασκευάζουν ψευδαισθήσεις και ιδέες για τους εαυτούς τους»[39].
Τονίζουν πως «η ύπαρξη επαναστατικών ιδεών σε μια ειδική περίοδο προϋποθέτει ήδη την ύπαρξη μιας επαναστατικής τάξης»[40] και, στη συνέχεια, επισημαίνουν ότι αν «εξετάζοντας την πορεία της ιστορίας, αποσπάμε τις ιδέες της κυρίαρχης τάξης από την ίδια την κυρίαρχη τάξη σε αυτούς μια ανεξάρτητη ύπαρξη, αν περιοριζόμαστε να λέμε ότι αυτές ή εκείνες οι ιδέες ήταν καινούριες σε μια δεδομένη εποχή, χωρίς να συσκοτιζόμαστε για τους όρους της παραγωγής και τους παραγωγούς αυτών των ιδεών, αν έτσι αγνοούμε τα άτομα και τις παγκόσμιες συνθήκες που αποτελούν την πηγή αυτών των ιδεών, μπορούμε να πούμε, λόγου χάρη, ότι την εποχή που η αριστοκρατία ήταν κυρίαρχη, κυριαρχούσαν οι έννοιες τιμή, αφοσίωση κτλ. και την περίοδο της κυριαρχίας της αστικής κυριαρχούν οι έννοιες ελευθερία, ισότητα κτλ. Η ίδια η κυριαρχία τάξη συνολικά φαντάζεται ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Αυτή η αντίληψη της ιστορίας, που είναι κοινή σε όλους τους ιστορικούς, ειδικά το δέκατο όγδοο αιώνα, θα συγκρουστεί αναγκαστικά με το φαινόμενο ότι κυριαρχούν όλο και περισσότερες πιο αφηρημένες ιδέες, δηλαδή ιδέες που όλο και περισσότερο παίρνουν τη μορφή της γενικότητας. Γιατί κάθε καινούρια τάξη που μπαίνει στη θέση μιας άλλης που κυριαρχούσε πριν απ’ αυτή, είναι υποχρεωμένη, απλώς να πραγματοποιήσει το σκοπό της, να παρουσιάζει το συμφέρον της σαν κοινό συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας, η για το εκφράσουμε σε ιδεατή μορφή: πρέπει στις ιδέες να δώσει τη μορφή της καθολικότητας, και να τις παρουσιάζει σαν τις μόνες λογικές και καθολικά έγκυρες.
Η τάξη που κάνει μια επανάσταση εμφανίζεται ευθύς εξαρχής, έστω και μόνο επειδή αντιτίθεται σε τάξη, όχι σα μια τάξη, αλλά σαν εκπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας. Εμφανίζεται σαν ολόκληρη η μάζα της κοινωνίας που αντιμετωπίζει την κυρίαρχη τάξη. Μπορεί να το κάνει αυτό, διότι στην αρχή τα συμφέροντα της πραγματικά συνδέονται περισσότερο με το κοινό συμφέρον όλων των άλλων μη κυρίαρχων τάξεων, διότι κάτω από την πίεση των μέχρι τότε συνθηκών το συμφέρον της δεν είχε μπορέσει ακόμα να αναπτυχθεί σαν το ιδιαίτερο συμφέρον μιας ιδιαίτερης τάξης. Η νίκη της επομένως ωφελεί πολλά άτομα πολλών άλλων τάξεων που δεν κερδίζουν μια κυρίαρχη θέση, αλλά μονάχα στο βαθμό που αυτή δίνει τώρα σ’ αυτά τα άτομα τη δυνατότητα ν’ ανέβουν και να μπουν μέσα στην κυρίαρχη τάξη.
Όταν η γαλλική αστική τάξη ανέτρεψε την εξουσία της αριστοκρατίας, έδωσε έτσι τη δυνατότητα σε πολλούς προλετάριους ν’ ανέβουν πάνω από το προλεταριάτο, αλλά μονάχα στο βαθμό που θα γινόταν αστοί. Κάθε καινούρια τάξη κατακτά την ηγεμονία της μονάχα σε μια ευρύτερη βάση απ’ αυτή που διέθετε η προηγούμενη κυρίαρχη, ενώ η αντίθεση των μη κυρίαρχων τάξεων εναντίον της νέας κυρίαρχης τάξης αναπτύσσεται αργότερα, όλο εντονότερα και βαθύτερα. Και τα δύο αυτά πράγματα καθορίζουν το γεγονός ότι ο αγώνας που θα εξαπολυθεί εναντίον αυτής της νέας κυρίαρχης τάξης, αποσκοπεί με τη σειρά του σε μια αποφασιστική και ριζική άρνηση των προηγούμενων όρων της κοινωνίας, από όσο μπόρεσαν να κάνουν κάτι τέτοιο όλες οι προηγούμενες τάξεις που επιδίωξαν την κυριαρχία.
Όλη αυτή η ψευδαίσθηση ότι η κυριαρχία μιας ορισμένης τάξης είναι μόνο η κυριαρχία ορισμένων ιδεών, εξαφανίζεται φυσικά από μόνη της, από τη στιγμή που η ταξική κυριαρχία γενικά παύει να είναι η μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, δηλαδή από τη στιγμή που δεν είναι πια αναγκαίο να παρουσιάζεται ένα ιδιαίτερο συμφέρον σα γενικό ή το ‘‘γενικό συμφέρον’’ σαν κυρίαρχο.
Από τη στιγμή που οι κυρίαρχες ιδέες έχουν χωριστεί από τα κυρίαρχα άτομα και, πάνω απ’ όλα, από τις σχέσεις που προκύπτον από ένα δεδομένο στάδιο του τρόπου παραγωγής, βγαίνει το συμπέρασμα ότι η ιστορία βρίσκεται πάντοτε κάτω από την εξουσία των ιδεών, και είναι πια πολύ εύκολο απ’ αυτές τις διάφορες ιδέες να βγάλουμε αφαιρετικά την ‘‘ιδέα’’, την έννοια κτλ, σαν την κυρίαρχη δύναμη στην ιστορία, και έτσι κατανοήσουμε όλες αυτές τις ξεχωριστές ιδέες και έννοιες σαν «αυτοπροσδιορισμούς» από μέρους της έννοιας που αναπτύσσεται στην ιστορία. Είναι τότε επίσης φυσικό, ότι όλες οι σχέσεις των ανθρώπων μπορούν να βγουν από την έννοια του ανθρώπου, από τον άνθρωπο όπως νοείται, από την ουσία του ανθρώπου., από τον άνθρωπο.»[41].
Αντί σύνοψης
Αντί σύνοψης όλων των παραπάνω θα παρατεθεί ένα απόσπασμα από τον πρόλογο ενός μεταγενέστερου έργου του Μαρξ, όπου διατυπώνονται, πιο ολοκληρωμένα και σαφέστερα τα ζητήματα που παρουσιάστηκαν στη Γερμανική Ιδεολογία. Ο Κ. Μαρξ στον πρόλογο της Κριτικής στην Πολιτική Οικονομία (1859), μεταξύ άλλων, αναφέρεται σε ένα γενικό συμπέρασμα που είχε καταλήξει στις πρώτες του μελέτες, συνοψίζοντας ορισμένα βασικά σημεία:
«Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες ανεξάρτητες από τη θέληση τους σχέσεις, σε παραγωγικές σχέσεις που αντιστοιχούν που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης.
Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική ιστορία (προτσές) της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους μα, αντίθετα, το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδηση τους. Σε μια ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή – πράγμα που αποτελεί μονάχα νομική γι’ αυτό έκφραση – με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες είχαν κινηθεί ως τώρα. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται , αργότερα ή γρηγορότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει να κάνουμε πάντα τη διάκριση ανάμεσα στην υλική ανατροπή στους οικονομικούς όρους της παραγωγής, που μπορούμε να τους διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών, και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές, κοντολογίς τις ιδεολογικές μορφές, μέσα στις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή την σύγκρουση και παλεύουν ως τη λύση της.
Όσο λιγότερο μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από τη γνώμη που έχει το ίδιο για τον εαυτό του, άλλο τόσο μπορούμε να κρίνουμε μια τέτοια εποχή ανατροπής από τη συνείδηση της, μάλλον πρέπει να εξηγήσουμε τη συνείδηση αυτή απ’ τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, απ’ τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις.
Ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις, που μπορεί να χωρέσει, και νέες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται, προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξης τους μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας. Γι’ αυτό η ανθρωπότητα βάζει πάντα μπροστά της μόνο τα καθήκοντα εκεί που μπορεί να λύσει, γιατί με μια προσεχτικότερη εξέταση γίνεται πάντα φανερό, ότι το ίδιο το καθήκον ξεπηδάει μόνο τότε, όταν οι υλικοί όροι για τη λύση του υπάρχουν κιόλας ή τουλάχιστον βρίσκονται στην πορεία του γίγνεσθαι.
Σε γενικές γραμμές μπορούν, ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο σύγχρονος αστικός τρόπος παραγωγής να χαρακτηρισθούν σαν προοδευτικές εποχές του οικονομικού κοινωνικού σχηματισμού. Οι αστικές παραγωγικές σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή του κοινωνικού προτσές της παραγωγής, ανταγωνιστική όχι με την έννοια του ατομικού ανταγωνισμού, αλλά ενός ανταγωνισμού που ξεπηδά από τους κοινωνικούς όρους ζωής των ατόμων, οι παραγωγικές δυνάμεις, όμως, που αναπτύσσονται στους κόλπους της αστικής κοινωνίας δημιουργούν ταυτόχρονα τους υλικούς όρους για τη λύση αυτού του ανταγωνισμού. Μαζί μ’ αυτό τον κοινωνικό σχηματισμό κλείνει επομένως η προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας»[42].
Απ’ το «βασίλειο της αναγκαιότητας» στο «βασίλειο της ελευθερίας»
Το έργο των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς συνεχίστηκε και γράφτηκε, κυρίως, μετά την Γερμανική Ιδεολογία, που όπως και οι ίδιοι έγραψαν ήταν ένα ξεκαθάρισμα με τη προηγούμενη φιλοσοφική τους συνείδηση. Η ενασχόληση με ένα μικρό – και πρώιμο – κομμάτι του έργου του Κ. Μαρξ, φυσικά, και δεν μπορεί να περιγράψει το ογκώδες έργο τους. Πολύ περισσότερο, είναι αδύνατον να δοθεί συνολική εικόνα του επιστημονικού κομμουνισμού, όπως τον θεμελίωσε, μαζί με τον Φ. Ένγκελς, και άλλαξαν, κυριολεκτικά, την πορεία της ανθρωπότητας.
Ο τρόπος που περιγράφει ο συνεχιστής της μαρξιστικής θεωρίας και ηγέτης Οχτωβριανής Επανάστασης, Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (το πλήρες όνομα του Λένιν) την προσφορά του Μαρξ είναι χαρακτηριστικός:
«Όλη η μεγαλοφϋια του Μαρξ βρίσκεται ακριβώς στο ότι έδωσε απαντήσεις σε ερωτήματα που είχε ήδη θέσει η πρωτοπόρα σκέψη της ανθρωπότητας. Η διδασκαλία του γεννήθηκε σαν κατευθείαν και άμεση συνέχιση της διδασκαλίας των πιο μεγάλων εκπροσώπων της φιλοσοφίας, της πολιτικής οικονομίας και του σοσιαλισμού»[43]είναι «νόμιμος διάδοχος ό, τι πιο καλού δημιούργησε η ανθρωπότητα στο 19ο αιώνα με τη μορφή της γερμανικής φιλοσοφίας, της αγγλικής πολιτικής οικονομίας, του γαλλικού σοσιαλισμού»[44].
Στην εποχή μας η μαρξιστική θεωρία παρουσιάζεται σα μια ακόμα ακαδημαϊκή θεωρία, διαγράφοντας τα επαναστατικά χαρακτηριστικά της, διαγράφοντας ότι ο Μαρξ έδειξε, με επιστημονικό τρόπο, το δρόμο απελευθέρωσης του ανθρώπου από την εκμετάλλευση. Ο Μαρξ έγραψε, από νωρίς, ότι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι κυρίαρχες ιδέες, σε κάθε εποχή. Άρα, ό, τι αμφισβητεί τις κυρίαρχες ιδέες, συνεπώς και την κυρίαρχη τάξη, είτε αποσιωπάται, είτε διαστρεβλώνεται. Η μαρξιστική θεωρία, όχι μόνο αμφισβητεί την κυρίαρχη τάξη, αλλά έχει περιγράψει, με επιστημονικό τρόπο, τη νομοτελειακή ανατροπή της. Έχει περιγράψει, επιστημονικά, πώς απ’ το «βασίλειο της αναγκαιότητας» θα περάσουμε στο «βασίλειο της ελευθερίας». Στο μεγάλο έργο του Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο , υπάρχει ένα απόσπασμα που συμπυκνώνει, όσο γίνεται, αυτή τη «διαδρομή»:
«… Το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει στην πραγματικότητα εκεί που παύει η εργασία να υπαγορεύεται από ανάγκη και από εξωτερική σκοπιμότητα. Βρίσκεται, επομένως, από αυτή τη φύση του πράγματος πέρα από τη σφαίρα της καθεαυτό υλικής παραγωγής. Οπως ο πρωτόγονος άνθρωπος οφείλει να παλεύει με τη φύση για να ικανοποιεί τις ανάγκες του, για να συντηρεί και να αναπαράγει τη ζωή του, το ίδιο οφείλει να κάνει και ο πολιτισμένος άνθρωπος και οφείλει να το κάνει αυτό σε όλες τις κοινωνικές μορφές και στις συνθήκες οποιουδήποτε τρόπου παραγωγής. Με την ανάπτυξή του διευρύνεται το βασίλειο αυτό της φυσικής αναγκαιότητας, γιατί μεγαλώνουν οι ανάγκες του.
Ταυτόχρονα, όμως, διευρύνονται οι παραγωγικές δυνάμεις που ικανοποιούν τις ανάγκες αυτές. Η ελευθερία στον τομέα αυτό μπορεί να συνίσταται μόνο στο ότι ο κοινωνικός άνθρωπος, οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί θα ρυθμίζουν ορθολογικά αυτή τους την ανταλλαγή της ύλης με τη φύση, θα την υποτάσσουν στον κοινό έλεγχο από μέρους τους, αντί να κυριαρχούνται από αυτήν σαν από μια τυφλή δύναμη, όταν θα την πραγματοποιούν με τη μικρότερη δυνατή δαπάνη δυνάμεων και κάτω από όρους αντάξιους και ταιριαστούς προς την ανθρώπινη φύση τους. Ωστόσο, αυτό παραμένει πάντα ένα βασίλειο της ανάγκης. Πέρα από αυτό αρχίζει η ανάπτυξη των δυνάμεων του ανθρώπου, σαν αυτός καθεαυτός σκοπός, το πραγματικό βασίλειο της ελευθερίας, που μπορεί όμως να ακμάσει μόνο πάνω στη βάση εκείνου του βασιλείου της ανάγκης. Ο βασικός όρος είναι η συντόμευση της εργάσιμης ημέρας»[45].
***
[1] Καρλ Μαρξ – Φρίντριχ Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα (τόμος πρώτος), «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» του Καρλ Μαρξ (πρόλογος), Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, σ. 426.
[2] Καρλ Μαρξ – Φρίντριχ Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα (τόμος δεύτερος), «Ο Λουδοβίκος Φώυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας» του Φρίντριχ Ένγκελς (εισαγωγικό σημείωμα), Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, σ. 415.
[3] Καρλ Μαρξ – Φρίντριχ Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, (Εισαγωγή στη ρωσική έκδοση του 1956), Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1997, σ. 44. [4] Ό. π, σ. 38.
[5] Λούντβιχ Φόϋερμπαχ (1804 – 1872) , Γερμανός φιλόσοφος, μαθητής του Χέγκελ που εξελίχθηκε σε υλιστή. Γνωστότερο έργο του «Η ουσία του χριστιανισμού» (1841).
[6] Μπρούνο Μπάουερ (1809 – 1882), Γερμανός φιλόσοφος, θεολόγος και ιστορικός, μαθητής του Χέγκελ. Άσκησε έντονη κριτική στο χριστιανισμό. Η κριτική στον Μπάουερ, απ’ τους Μαρξ και Ένγκελς, είχε ξεκινήσει με το προηγούμενο έργο τους, Η Αγία Οικογένεια.
[7] Μαξ Στίρνερ (1806 – 1856), Γερμανός φιλόσοφος, ένας απ’ τους πρώτους θεωρητικούς του αναρχισμού. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αφιερώνουν μεγάλο μέρος της Γερμανικής Ιδεολογίας στην κριτική του έργου του Στίρνερ, Ο μοναδικός και η ιδιοκτησία του (1844).
[8] Καρλ Μαρξ – Φρίντριχ Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, Εκδόσεις Gutenberg, Aθήνα 1997, σ. 49. [9] Ό. π, πρόλογος των Μαρξ και Ένγκελς σ. 53. [10] Ό. π, Εισαγωγή στη ρωσική έκδοση, σ. 41.
[11] Γκεόργκ Βίλχεμ Φρίντριχ Χέγκελ (1770 – 1830), μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος, κύριος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού που επηρέασε ιδιαίτερα τη φιλοσοφία. Διατύπωσε τη διαλεκτική θεωρία την οποία ο Μαρξ «αναποδογύρισε» και διατύπωσε το διαλεκτικό υλισμό.
[12] Καρλ Μαρξ – Φρίντριχ Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, Εκδόσεις Gutenberg, Aθήνα 1997, σ. 59 – 60.
[13] Ό. π ,σ. 60. [14] Ό. π, σ. 61. [15] Ό. π, σ. 66. [16] Ό. π, σ. 71. [17] Ό. π, σ. 72. [18] Ό. π, σ. 73. [19] Ό. π, σ. 75 – 76. [20] Ό. π, σ. 76.[21] Ό. π, σ. 76- 77. [22] Ό. π, σ. 80. [23] Ό. π, σ. 81. [24] Ό. π, σ. 81. [25] Ό. π, σ. 81. [26] Ό. π, σ. 81 – 82. [27] Ό. π, σ. 82 – 83. [28] Ό. π, σ. 83. [29] Ό. π, σ. 84. [30] Ό. π, σ.84- 85. [31] Ό. π. σ. 85. [32] Ό. π, σ. 85 – 86. [33] Ό. π, σ 88. [34] Ό. π, σ.88. [35] Ό. π, σ.88. [36] Ό. π, σ.92. [37] Ο. π, σ. 93. [38] Ό. π, σ. 94. [39] Ό. π, σ. 94. [40] Ό. π, σ. 95. [41] Ό. π, σ. 95- 97.
[42] Καρλ Μαρξ – Φρίντριχ Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα (τόμος πρώτος), «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» του Καρλ Μαρξ (πρόλογος), Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ, σ. 423- 426.
[43] Β. Ι. Λένιν, Για τον Μαρξ και το μαρξισμό, «Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2002 – [44] Ό. π, σ. 10.
[45] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο (τόμος τρίτος), εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, σ. 1007 – 1008.