Τα στοιχεία για το πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα στην Ουάσιγκτον επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά ότι δεν φταίει «η κακιά η ώρα» και ότι μια σειρά προβλέψιμοι παράγοντες ευθύνονται σωρρευτικά για τη μοιραία σύγκρουση στον αέρα. Το γιατί φτάσαμε έως εκεί, το απαντάνε Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί με την πολιτική τους για «λιγότερο και φτηνότερο κράτος» στην υπηρεσία του κεφαλαίου, που ευθύνεται για την υποστελέχωση κρίσιμων για τον λαό υπηρεσιών, όπως αυτή της Πολιτικής Αεροπορίας, στο έδαφος της «απελευθέρωσης» των αερομεταφορών.
Ενώ λοιπόν η στοιχειώδης ασφάλεια των πτήσεων επιβάλλει να υπάρχουν τουλάχιστον 30 πιστοποιημένοι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας στο αεροδρόμιο «Ρέιγκαν» της Ουάσιγκτον, το προσωπικό ήταν σχεδόν το μισό! Αυτό επιβεβαιώνει η πιο πρόσφατη έκθεση προς το Κογκρέσο για την κατάσταση του αεροδρομίου, όπου στις 30 Γενάρη συγκρούστηκαν ένα πολιτικό αεροσκάφος και ένα στρατιωτικό ελικόπτερο, παρασέρνοντας στον θάνατο 67 επιβάτες. Σύμφωνα με καταγγελίες εκπροσώπων των εργαζομένων στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (FAA), η υποστελέχωση είχε ως συνέπεια να εργάζονται σε 10ωρες βάρδιες και με ένα μόλις ρεπό τη βδομάδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια των πτήσεων.
* * *
Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται αύξηση των λεγόμενων «near misses», δηλαδή ατυχημάτων που αποφεύγονται την τελευταία στιγμή και προειδοποιούν για νέες τραγωδίες στα αεροδρόμια των ΗΠΑ. Η πλειοψηφία τους σχετίζεται με τον αυξημένο φόρτο σε συνδυασμό με τις αποδεκατισμένες υπηρεσίες Πολιτικής Αεροπορίας. Αναφορές της αμερικανικής Εθνικής Ένωσης Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας σημειώνουν την επικίνδυνη κατάσταση σε αεροδρόμια που αποτελούν διεθνείς κόμβους, όπως της Νέας Υόρκης, όπου το προσωπικό είναι μόλις το 54% του συνιστώμενου για την ασφάλεια των πτήσεων!
Σε άλλα αεροδρόμια υπάρχουν «ελλείψεις ηλεκτρονικών συστημάτων ασφαλείας, που είναι διαθέσιμα από τη δεκαετία του 1980», όπως το εξελιγμένο σύστημα SURF-A (Surface-Alert), το οποίο απορρίφθηκε το 2021 επειδή – σύμφωνα με έκθεση – «βασικό ζήτημα ήταν το κόστος» και «τίποτα δεν μπορεί να ενεργοποιήσει μια τέτοια επένδυση – απλά δεν εντοπίζεται θέμα κινδύνου ή όφελος άξιο να ακολουθήσει κανείς», όπως δήλωναν εκπρόσωποι των αεροπορικών εταιρειών.
* * *
Οι συνέπειες αυτής της εγκληματικής πολιτικής είναι ίδιες σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, στις 2 Γενάρη 2024 ένα «Bombardier Dash 8» της ιαπωνικής Ακτοφυλακής συγκρούστηκε στο αεροδρόμιο «Χανέντα» του Τόκιο με ένα «Airbus A350-900» των Ιαπωνικών Αερογραμμών (JAL) με 379 επιβαίνοντες… Το σωματείο των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας κατήγγειλε ότι ενώ ο αριθμός των δρομολογίων έχει εκτοξευτεί, οι προσλήψεις κατάλληλα εκπαιδευμένων ελεγκτών είναι ελάχιστες.
Και δεν είναι μόνο αυτό… Έκθεση του Συμβουλίου για την Ασφάλεια των Μεταφορών της Ιαπωνίας (JTSB) κατέγραψε ότι τα τεχνικά συστήματα που χρησιμοποιούσε ο πύργος ελέγχου είχαν σοβαρά προβλήματα, όπως έλλειψη ηχητικού συναγερμού σε περιπτώσεις όπου αναπτυσσόταν «επικίνδυνη» ή «ασυνήθιστη» κίνηση σε αεροδιάδρομους. Αποκαλύφθηκαν επίσης ελλείψεις στην εκπαίδευση των εργαζομένων και ότι δεν υπήρχε ολοκληρωμένος σχεδιασμός για την αξιοποίηση συστήματος ελέγχου, που ενεργοποιήθηκε εν μέρει, με αποτέλεσμα να μην αποτραπεί η σύγκρουση.
* * *
Και αν αυτά ακούγονται κάπως …μακρινά, ας δούμε τι καταγγέλλουν στη χώρα μας οι εργαζόμενοι στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας: Ενώ η κυκλοφορία αυξάνεται σταθερά και υπάρχουν μέρες που ξεπερνά τις 4.500 πτήσεις (ρεκόρ του 2022), το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού διογκώνεται, ιδιαίτερα σε κρίσιμες μονάδες, όπως στο Κέντρο Ελέγχου Περιοχής Αθηνών – Μακεδονίας, που παρακολουθεί τις περισσότερες πτήσεις εντός του FIR/UIR. Σ’ αυτόν τον τομέα η κίνηση διπλασιάστηκε σε σύγκριση με το 2004, αλλά το προσωπικό μειώθηκε στο μισό, με ελάχιστες προσλήψεις τα τελευταία χρόνια.
Στο έδαφος της υποστελέχωσης, το κράτος δρομολογεί την υποκατάσταση της φυσικής παρουσίας εργαζομένων στους πύργους ελέγχου με συστήματα απομακρυσμένου ελέγχου, αυξάνοντας – εκτός όλων των άλλων – τον κίνδυνο κυβερνοεπιθέσεων, που μπορούν να αλλοιώσουν την εικόνα στο μόνιτορ του ελεγκτή. Τα ραντάρ, τα συστήματα απεικόνισης των δεδομένων και τα συστήματα επικοινωνιών μεταξύ των εργαζομένων, ή με τους πιλότους, είναι πάνω από 20 ετών. Εκτός του ότι δεν αντιστοιχούν στις σύγχρονες δυνατότητες και ανάγκες, ήδη κάποια έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας και υπάρχει περίπτωση να σταματήσουν να λειτουργούν κι άλλα, λόγω έλλειψης ανταλλακτικών, ενώ παράλληλα προετοιμάζεται η ιδιωτικοποίηση τεχνικών υπηρεσιών που συντηρούν τον εξοπλισμό και διορθώνουν βλάβες. Με τέτοιες συνθήκες δουλειάς και ασφάλειας των πτήσεων, μόνο οργή για το κράτος και την πολιτική του κέρδους προκαλεί η προειδοποίηση των εργαζομένων για «Τέμπη του αέρα»…
Αναδημοσίευση τον «Ριζοσπάστη»