Στην τελική ευθεία για τις επικείμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, που διεξάγονται στις 5 Νοέμβρη (ή για την ακρίβεια ολοκληρώνονται τότε, αφού δεκάδες εκατομμύρια ψηφοφόροι έχουν ήδη ψηφίσει εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας, σε ένα εκλογικό σύστημα – «λάστιχο»), πλήθος ρεπορτάζ και δημοσιευμάτων στέκονται σε ένα σκηνικό αποπροσανατολιστικού καβγά που έχουν στήσει τα δύο μεγάλα στρατόπεδα του αμερικανικού κεφαλαίου, οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι, γύρω από την τάδε ατάκα ή τη δείνα «γκάφα» του ενός ή του άλλου υποψηφίου, γύρω από το τι είπε η μία ή η άλλη «διασημότητα» κ.ο.κ.
«Ξύνοντας» ωστόσο πίσω από αυτήν την επιφάνεια, βγαίνει στο προσκήνιο η μεγάλη όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων μέσα στην ίδια τη μητρόπολη του καπιταλισμού, σε συνθήκες που εντείνεται ο ανταγωνισμός για την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, την οποία το αμερικανικό μεγάλο κεφάλαιο προσπαθεί να μη χάσει, απέναντι στην αντίπαλη Κίνα η οποία «καλπάζει», διεκδικώντας ισχυρό προβάδισμα σε όλο και περισσότερα πεδία.
Αυτή η μεγάλη όξυνση των αντιθέσεων μέσα στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο αυτού του διεθνούς ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, βάζει τη σφραγίδα της στις εξελίξεις, στη μεγάλη πολιτική πόλωση που εκφράζεται και σε αυτές τις εκλογές.
Τα πραγματικά πρωτόγνωρα για τις ΗΠΑ επεισόδια στην προηγούμενη «αλλαγή φρουράς», τον Γενάρη του 2021, όταν λίγες μέρες πριν ορκιστεί ο τότε νέος Δημοκρατικός Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, οπαδοί του απερχόμενου Ρεπουμπλικάνου Προέδρου, Ντ. Τραμπ, εισέβαλαν στο Καπιτώλιο, δεν ήρθαν «από το πουθενά»…
Ολόκληρη η τετραετία που ακολούθησε, εξάλλου, επιβεβαίωσε την παραπέρα ένταση των ενδοαστικών αντιθέσεων, γύρω από τις προτεραιότητες με τις οποίες η αμερικανική πλουτοκρατία μπορεί να υπερασπιστεί την παγκόσμια κυριαρχία της, αλλά και γύρω από το ποια τμήματα του αμερικανικού κεφαλαίου θα πάρουν τη μερίδα του λέοντος από τεράστια πακέτα πολύμορφων κρατικών ενισχύσεων.
Εξίσου χαρακτηριστική άλλωστε για το πώς αυτές οι αντιθέσεις διαπερνούν και το εσωτερικό των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων ήταν τον Οκτώβρη του 2023 η καθαίρεση για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων – του Ρεπουμπλικάνου προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Κέβιν Μακάρθι – μετά από πρόταση βουλευτή του δικού του κόμματος την οποία υπερψήφισαν και άλλοι Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές. Ο Μακάρθι έγινε τότε και ο πρώτος πρόεδρος του Σώματος που έμεινε στη θέση του για λιγότερο από έναν χρόνο, εδώ και 150 χρόνια…
Η αντιλαϊκή στρατηγική πυξίδα και ο πραγματικός καβγάς
Φυσικά, οι αντιπαραθέσεις των δύο κομμάτων τα οποία εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία στις ΗΠΑ εδώ και πάνω από 1,5 αιώνα, δεν αφορούν ούτε στο ελάχιστο στην ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών του αμερικανικού λαού, σε μια χώρα όπου οι υλικές δυνατότητες για την κάλυψη αυτών των αναγκών όχι απλά υπάρχουν, αλλά αναπτύσσονται αλματωδώς.
Αντί όμως για εργαλείο εξυπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων, αυτές γίνονται εργαλείο εμβάθυνσης της εκμετάλλευσης εκατομμυρίων εργατοϋπαλλήλων, αιματοκυλίσματος λαών σε όλο τον πλανήτη, παντού όπου «η εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ» το επιτάσσει, οικονομικά, στρατιωτικά, γεωπολιτικά, επιβεβαιώνοντας ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη παντού, ακόμα και στο ισχυρότερο καπιταλιστικό κράτος του κόσμου, είναι ασύμβατη με τις λαϊκές ανάγκες.
Την ίδια ώρα, για παράδειγμα, που ο αμερικανικός λαός μένει απροστάτευτος απέναντι σε τυφώνες, πλημμύρες και πυρκαγιές, μετρώντας εκατοντάδες θύματα και τεράστιες καταστροφές, όπως είδαμε ξανά πρόσφατα σε Βόρεια Καρολίνα, Φλόριντα, Τζόρτζια, Καλιφόρνια κ.α., Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι εγκρίνουν πακέτα εκατοντάδων δισ. δολαρίων για την κρατική ενίσχυση αμερικανικών μονοπωλίων και για τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους στην Ουκρανία, στη Μέση Ανατολή, για τη στρατιωτική στήριξη της Ταϊβάν απέναντι στην Κίνα, κ.ά.
Η στρατηγική αυτή ταύτιση βέβαια δεν αναιρεί τον μεγάλο καβγά Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων για το πώς θα γίνει η «μοιρασιά» στα αμερικανικά μονοπώλια – καβγάς που αντανακλάται αυτή την περίοδο και στον «πόλεμο» των τεράστιων προεκλογικών χορηγιών από μονοπωλιακούς κολοσσούς στα δύο κόμματα – όπως και για το ποια τακτική στα μέτωπα του ιμπεριαλιστικού πολέμου υπηρετεί καλύτερα το αμερικανικό κεφάλαιο.
Είναι ενδεικτική για παράδειγμα η κριτική που άσκησαν οι Ρεπουμπλικάνοι στην κυβέρνηση Μπάιντεν για τα νέα τεράστια πακέτα στήριξης του Κιέβου (τα οποία τελικά υπερψήφισαν και οι ίδιοι μετά από πολλά παζάρια και προτάσσοντας άλλα «ανταλλάγματα», επικρίνοντας τον ένοικο του Λευκού Οίκου ότι ζητά έγκριση για «δαπάνη δισεκατομμυρίων δολαρίων χωρίς κατάλληλη εποπτεία, χωρίς σαφή στρατηγική νίκης»…
Εκπροσωπούν δηλαδή αυτό το τμήμα του αμερικανικού κεφαλαίου που θεωρεί πως τα εκατοντάδες δισ. για το μακελειό στην Ουκρανία δεν αποτελούν αποτελεσματική «δαπάνη» για την αντιμετώπιση του στρατηγικού αντιπάλου των ΗΠΑ, της Κίνας.
Την ίδια ώρα, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι εγκρίνουν μαζί την απογείωση της στρατιωτικής στήριξης στο ισραηλινό κράτος – δολοφόνο, διαγκωνίζονται για το ποιος από τους δύο μπορεί να υπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του αμερικανικού κεφαλαίου στους ανταγωνισμούς στη Μέση Ανατολή.
Με το «Πρώτα η Αμερική» των Δημοκρατικών και το «Κάνουμε την Αμερική Ξανά Μεγάλη» των Ρεπουμπλικάνων, στρατηγική πυξίδα και των δύο κομμάτων είναι τα μέτρα στήριξης των αμερικανικών μονοπωλίων και η προώθηση διεθνών συμμαχιών για τον ανταγωνισμό με το Πεκίνο.
Κι εδώ βέβαια ξεπηδούν άλλα πεδία αντιθέσεων και «ζυμώσεων», όπως η εμπορική και βιομηχανική πολιτική των ΗΠΑ, όπως αντανακλάται και στον λεγόμενο «εμπορικό πόλεμο» που η Ουάσιγκτον στρέφει και κατά συμμάχων της, όπως τα κράτη της ΕΕ και τα ευρωπαϊκά μονοπώλια.
Αξιωματούχοι της ΕΕ επισήμαιναν μεσοβδόμαδα ότι «όποιος κι αν κερδίσει θα είναι “πρώτα η Αμερική” (…). Κύριο μέλημα για τους Αμερικανούς είναι η οικονομία και η απάντηση θα πρέπει να είναι περισσότερος οικονομικός εθνικισμός – δεν συμφωνώ με αυτό, αλλά δεν βλέπω κανέναν τρόπο να το παρακάμψουμε».
Ο δε Γάλλος ΥΠΕΞ, Μπενζαμέν Χαντάντ, σχολίασε ότι «δεν μπορούμε να αφήνουμε την ασφάλεια της Ευρώπης στα χέρια των ψηφοφόρων στο Ουισκόνσιν (σ.σ. μία από τις πολιτείες – «κλειδιά» με τους εκλογείς να «μεταφέρονται» μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων) κάθε τέσσερα χρόνια (…) Ας βγούμε από τη συλλογική άρνηση. Οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους, ανεξάρτητα από το ποιος θα εκλεγεί Πρόεδρος των ΗΠΑ».
Αντίστοιχα, το «Politico» σε ανάλυσή του υποστήριζε ότι «δεν έχει σημασία αν νικήσει ο Τραμπ ή ο Χάρις. Η Ευρώπη έχει ήδη χάσει», συστήνοντας στους Ευρωπαίους: «Να ανησυχείτε λιγότερο για (σ.σ. το ποιος θα βρεθεί) την προεδρία των ΗΠΑ και περισσότερο για το πώς η Ευρώπη μπορεί να τη “χακάρει” μόνη της, μέσα σε μια επικίνδυνη παγκόσμια σκηνή (…) Η Ευρώπη απλώς δεν είναι τόσο σημαντική για την Ουάσιγκτον όσο ήταν κάποτε (…) Δεν βοηθά το γεγονός ότι το χάσμα απόδοσης μεταξύ της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας διευρύνεται αδυσώπητα, προς όφελος της Αμερικής…».
Η ανάλυση υπενθύμιζε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μία από τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν κατά Ευρωπαίου συμμάχου (της Γαλλίας) μέσω της «AUKUS», «όταν οι ΗΠΑ άρπαξαν μια σημαντική σύμβαση κατασκευής υποβρυχίων “κάτω από τη μύτη” της Γαλλίας», κλείνοντας στο πρώτο μόλις οκτάμηνο της διακυβέρνησης Μπάιντεν, το φθινόπωρο του 2021, με την Αυστραλία συμφωνία για κατασκευή πυρηνοκίνητων υποβρυχίων.
Εκκωφαντική σύμπνοια κατά του λαού και των αγώνων του
Οσο κι αν διάφορα αστικά επιτελεία και στη χώρα μας πασχίζουν να παρουσιάσουν τη μάχη Χάρις – Τραμπ ως μια μάχη μεταξύ… «προόδου» και «συντήρησης», εκεί που «βγάζει μάτι» η στρατηγική σύμπνοια Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων είναι στην αποφασιστική προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής.
Ολο το δήθεν «φιλολαϊκό» περιτύλιγμα των Δημοκρατικών κατέρρευσε για άλλη μια φορά με πάταγο κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν. Ακόμα και τα ψίχουλα που υπόσχονταν για το κατώτατο ωρομίσθιο ή για τις άδειες των εργαζομένων έγιναν «καπνός», η άθλια καταστολή απέναντι σε μετανάστες και πρόσφυγες συνεχίστηκε από εκεί που την άφησε η κυβέρνηση Τραμπ, η αστυνομική – ρατσιστική βία συνέχισε να οργιάζει…
Χαρακτηριστική είναι και η στάση Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων απέναντι στους λαϊκούς αγώνες.
Οταν την περασμένη άνοιξη στα αμερικανικά πανεπιστήμια ξετυλιγόταν ένα κύμα αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό, με πολύμορφες κινητοποιήσεις ενάντια στο κράτος – δολοφόνο και όσους το υποστηρίζουν, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι έκοβαν κι έραβαν για την καταστολή των κινητοποιήσεων: Η κυβέρνηση Μπάιντεν έστελνε μέχρι και έφιππη αστυνομία για να διαλύσει συγκεντρώσεις φοιτητών σε όλη τη χώρα, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι έφταναν να προτείνουν μέχρι και έκδοση από τις ΗΠΑ αλλοεθνών φοιτητών επειδή συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις υπέρ του παλαιστινιακού λαού!
Ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Μ. Τζόνσον, καλούσε σε επέμβαση ακόμα και της Εθνοφρουράς εναντίον των αγωνιζόμενων φοιτητών του Columbia, οι δε Δημοκρατικοί βουλευτές συνυπέγραφαν επιστολή προς τη διοίκηση του ιδρύματος απαιτώντας άμεση επέμβαση για την διάλυση της κατασκήνωση αλληλεγγύης, απαιτώντας και αντικατάσταση ακαδημαϊκών που αρνούνται να συναινέσουν στην καταπάτηση της ελευθερίας της έκφρασης στο πανεπιστήμιο…
Ηταν οι ίδιες μέρες που ενώ οι αστυνομικοί εισέβαλαν με ρόπαλα και δακρυγόνα στα πανεπιστήμια, ο Μπάιντεν έλεγε ότι «δεν είμαστε ένα αυταρχικό κράτος» αλλά «πρέπει να επικρατήσει η τάξη» και να «μην προκαλείται χάος», ενώ ο Τραμπ περιέγραφε ότι είναι «ωραίο πράγμα να βλέπεις» τους αστυνομικούς της Νέας Υόρκης να κάνουν έφοδο στο Κολούμπια…
Εξίσου εκκωφαντική ήταν η «αγωνία» Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων κατά της ιστορικής απεργίας φέτος τον Οκτώβρη σε μεγάλα λιμάνια των ανατολικών ακτών: Με τους λιμενεργάτες να καταγγέλλουν ότι παρά τα αμύθητα κέρδη που συγκεντρώνουν τα μεγαθήρια που διαχειρίζονται τα λιμάνια, οι εργαζόμενοι που τα λειτουργούν πρέπει να διαλέγουν αν θα αφήσουν απλήρωτο το στεγαστικό τους δάνειο ή τον λογαριασμό του ρεύματος…
Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι διαγκωνίζονταν ποιος θα αντιμετωπίσει την απεργία. Ο μεν Μπάιντεν ζητούσε στους απεργούς να γυρίσουν στις διαπραγματεύσεις κατηγορώντας (μόνο) τις «ξένες εταιρείες θαλάσσιων μεταφορών» που «αποκόμισαν κέρδη – ρεκόρ αφότου ξέσπασε η πανδημία», ο δε Τραμπ αναγνώριζε ότι κι ο ίδιος ως μεγαλοεργοδότης «μισούσα να δίνω υπερωρίες. Το μισούσα. Θα έπαιρνα άλλους ανθρώπους, δεν θα έπρεπε να το πω αυτό, αλλά θα έβαζα άλλους ανθρώπους. Δεν θα πλήρωνα (ποτέ υπερωρίες)…».
Αποκαλυπτική ήταν και η σύμπνοια με την οποία, τον Δεκέμβρη του 2023, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές ψήφισαν παρέα και στα δύο Σώματα του Κογκρέσου νομοσχέδιο της κυβέρνησης Μπάιντεν για την απαγόρευση των απεργιών που σχεδίαζαν οι εργαζόμενοι στους σιδηρόδρομους.
Μετά από απαίτηση 450 εργοδοτικών ενώσεων και επιχειρηματικών ομίλων και αξιοποιώντας αντιαπεργιακό νόμο του 1926 (!), ενάντια στο …προκλητικό αίτημα των σιδηροδρομικών να δικαιούνται 7 (!) μέρες αναρρωτικής άδειας μετ’ αποδοχών τον χρόνο, όταν αδυνατούν να εργαστούν για λόγους υγείας…
Αν μη τι άλλο, η λύσσα που ενώνει Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους κατά των λαϊκών αγώνων αποκαλύπτει και πού αληθινά βρίσκεται η διέξοδος για τον λαό: Στις μάχες που ξεδιπλώνονται σε όλο και περισσότερους χώρους και κλάδους δουλειάς, με διακριτά αποτελέσματα στην οργάνωση ενάντια στη μεγαλοεργοδοσία (βλέπε απεργίες και ίδρυση συνδικάτου ακόμα και σε γκέτο όπως η «Amazon»), αλλά και απέναντι στον μακροχρόνιο εκφυλισμό από τους εργατοπατέρες που λυμαίνονται τις περισσότερες συνδικαλιστικές οργανώσεις.
(Αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 2-3 Νοέμβρη)