Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η ταινία της εβδομάδας: The last movie

Άλλη μια βδομάδα με ‘άρωμα καλοκαιριού’ – είναι κι αυτά τα 30άρια που επιμένουν να μας θυμίζουν πως η φθινοπωρινή..

Άλλη μια βδομάδα με ‘άρωμα καλοκαιριού’ – είναι κι αυτά τα 30άρια που επιμένουν να μας θυμίζουν πως η φθινοπωρινή ισημερία αργεί ακόμα – με κυκλοφορίες παλιών ταινιών. Ένα ακόμα ‘τεχνούργημα’ του μαίτρ  Οι νύχτες της Καμπίρια, με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του σύντροφο Τζουιέτα Μασίνα. Η ιστορία μιας καλοκάγαθης πόρνης από τις λαϊκές γειτονιές της Ρώμης που ψάχνει να βρει την αγάπη πάντα σε λάθος μέρος.

Εκτός από τις κλασικές ταινίες που γεμίζουν τα καλοκαιρινά βράδια στις πόλεις, ταινίες που δεν είχαμε ποτέ την τύχη να δούμε στην μεγάλη οθόνη, ξεχασμένες ταινίες που δε ήρθαν καθόλου ή παίχτηκαν για μικρό χρονικό διάστημα, δίνουν τον τόνο του φετινού καλοκαιριού. Μια τέτοια είναι και…

Η τελευταία ταινία – The last movie

Διάρκεια: 108΄

Σκηνοθεσία: Ντένις Χόπερ

Πρωταγωνιστούν: Ντένις Χόπερ, Στέλα Γκαρσία, Ντον Γκόρντον

Μετά τον απρόσμενο θρίαμβο του Ξέγνοιαστου Καβαλάρη – που κλείνει την πόρτα στα ανέμελα σίξτις αλλά ανοίγει αυτή του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου, δυο πόρτες έχει η ζωή – ο Ντένις Χόπερ πήρε από την Universal λευκή επιταγή ενός εκατομμυρίου δολαρίων να γυρίσει μια ταινία όπως την ήθελε, χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Ο ηθοποιός/σκηνοθέτης αποφάσισε να αξιοποιήσει μια αρχική ιδέα που είχε από τότε που είχε συμμετάσχει στα γυρίσματα του Και οι τέσσερις ήταν γενναίοι στο Μεξικό. Οι Ινδιάνοι, γοητευμένοι από την καταιγιστική δράση του γουέστερν, προσπαθούσαν μετά να το αναπαραγάγουν μέσα από τις δικές τους νοηματοδοτήσεις.

Λέγεται πως η πρώτη του επιλογή ήταν να γίνει η παραγωγή της ταινίας στο Μεξικό, το συνεργείο όμως κατέληξε στο Τσιντσέρο, μια πλαγιά κοντά στο Κούσκο του Περού, εκεί ψηλά στην Κορντιγιέρα. Μετά από ένα χρόνο γύρισε στο Νέο Μεξικό με σαράντα ώρες γυρισμένο φιλμ και για ένα χρόνο ασχολήθηκε με το μοντάζ, στο οποίο βοήθησε και ο Χοδορόφσκι που τον επισκέφθηκε – όπως και πολλά παραισθησιογόνα, κατά πως  θρυλείται. Αποτέλεσμα: βραβείο Κριτικών στο φεστιβάλ της Βενετίας και μια κολοσσιαία εμπορική αποτυχία που έκανε τους υπεύθυνους της Universal να τραβάν τα μαλλιά τους για την απερισκεψία τους να εμπιστευτούν έναν ορκισμένο χίπη και η ταινία να φιγουράρει σε μια από τις πιο γνωστές λίστες με τις 50 χειρότερες ταινίες ever.

Στο γενικό πλαίσιο ‘ανακαλύπτουμε την ιστορία του Κινηματογράφου’ και ειδικότερα τα μαγικά/τραγικά σίξτις – ίσως και με αφορμή την τελευταία ταινία του Ταραντίνο, λέω εγώ – ανασύρεται από τα χρονοντούλαπα της εταιρείας παραγωγής και επανεκδίδεται σε νέα, remastered – ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια και προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Το σενάριο: Ένα αμερικάνικο συνεργείο πηγαίνει στο Περού για να γυρίσει ένα – τι άλλο; – γουέστερν. Όταν ένας ηθοποιός σκοτώνεται, το συνεργείο εγκαταλείπει την περιοχή αφήνοντας πίσω του τον υπεύθυνο των κασκαντέρ Κάνσας, ο οποίος αποφασίζει να ζήσει στον επί γης Παράδεισο που πιστεύει πως ανακάλυψε μαζί με την Μαρία, μια ινδιάνα με την οποία ερωτεύτηκε τρελά. Δεν υπάρχουν όμως παράδεισοι ούτε στις μαγευτικές Άνδεις ούτε πουθενά αλλού. Σύντομα η σχέση αρχίζει να βγάζει προβλήματα: ο Κάνσας πίνει και φέρεται βάναυσα στη Μαρία, ενώ παράλληλα μαζί με κάποιον καιροσκόπο προσπαθεί να πείσει έναν αμερικάνο επιχειρηματία να επενδύσει σε κάποιο μεταλλείο χρυσού που βρήκαν στα βουνά. Παράλληλα, μέλη της ιθαγενικής κοινότητας αρχίζουν τα ‘γυρίσματα’ του δικού τους γουέστερν με μηχανήματα φτιαγμένα με καλάμια και ξύλα. Σε αυτόν τον ‘κινηματογράφο’ η επιτέλεση άπτεται της πραγματικότητας: πρέπει να πέσει ξύλο και να χυθεί αίμα.

Αναπόσπαστο κομμάτι της κινηματογραφικής ιστορίας – όπως και όλες οι ταινίες που έχουν θεωρηθεί ‘καταραμένες’ – η ταινία έχει να επιδείξει αρετές, με πρώτη και κύρια την αρχική ιδέα για το σενάριο: το πώς η κινηματογραφική πράξη αλλάζει μορφή και νόημα όταν βρεθεί έξω από τον κόσμο από τον οποίο φτιάχτηκε και στον οποίο απευθύνεται. Αυτόν τον κόσμο, την ιθαγενική κοινότητα και το τοπίο που την περιβάλει, ο Χόπερ το κινηματογραφεί με απίστευτη τρυφερότητα, ειλικρίνεια και τιμιότητα, χωρίς ίχνος νέο-αποικιοκρατικής λογικής, με τα μάτια του ενθουσιασμένου και ερωτευμένου Κάνσας που υποδύεται ο ίδιος στην ταινία. Οι σκηνές που καλπάζει πάνω στο άλογο με το καουμπόικο καπέλο του και φόντο τις χιονισμένες κορυφές της Κορντιγιέρα και τις αναβαθμίδες στις πλαγιές γεφυρώνουν στερεοτυπικές εικόνες  με τον πιο δημιουργικό τρόπο.

Σαν να έπεσε όμως κι ο ίδιος ο Χόπερ θύμα αυτής της έκρηξης δημιουργικότητας, καθώς και όλων των διδαχών για την ανατροπή της κλασικής κινηματογραφικής αφήγησης που έφταναν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Δεν χάθηκε στη μετάφραση αλλά στο μοντάζ και αυτό που θα μπορούσε να γίνει μια πολύ καλή ταινία που θα αναδείκνυε τις αντιληπτικές ικανότητες του σκηνοθέτη της κατέληξε σε μια δυσνόητη, παραληρηματική δημιουργία με λίγες δυνατές σκηνές κορύφωσης και πολλές ‘κοιλιές’ που αποσπούν την προσοχή και μας γεμίζουν εύλογες απορίες. Η αφαίρεση και η ανατροπή στην τέχνη – και ο κινηματογράφος είναι η έβδομη – θέλει μαεστρία για να πετύχει. Και ο Ντένις Χόπερ, συμπαθέστατος και αγαπημένος, μαστοράντζα σκηνοθέτης δεν είναι.

 

Απόψεις