Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η ταινία της εβδομάδας: Μια ζωή ταλαιπωρία – Que he hecho para merecer esto

Μετά από ένα όχι και τόσο σύντομο διάλειμμα. *** Μια ζωή ταλαιπωρία –  Que he hecho para merecer esto 1984..

Μετά από ένα όχι και τόσο σύντομο διάλειμμα.

***

Μια ζωή ταλαιπωρία –  Que he hecho para merecer esto

1984

Διάρκεια: 101’

Σκηνοθεσία: Πέδρο Αλμοδοβάρ

Πρωταγωνιστούν: Κάρμεν Μάουρα, Γκονζάλο Σουάρεθ, Λουίς Χοσταλότ

Τα τελευταία καλοκαίρια τις κινηματογραφικές μας εξόδους κάτω από τον έναστρο ουρανό της Αττικής – έχει πολλά αστέρια εκεί πάνω κι ας μην τα βλέπουμε από δω – συντροφεύουν παλιές ταινίες, κλασικά αριστουργήματα, μεγάλα ονόματα και εμβληματικές μορφές του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Κάποιες ταινίες είναι κυριολεκτικά για να μαθαίνουν οι νεώτεροι και να θυμούνται οι πιο παλιοί – αυτή τη βδομάδα το εικαστικό κομψοτέχνημα και πολιτική στηλίτευση του φασισμού ‘Ο Κομφορμίστας’ του Μπερτολούτσι αλλά και ο εξαιρετικός ‘Κύριος Βερντού’ του Τσάπλιν, πεντάστερα και τα δυο με όλα τα δίκια –  άλλες πάλι είναι κρυμμένα διαμαντάκια που βγαίνουν από κάποιο οπτικοακουστικό χρονοντούλαπο για να κατακτήσουν και πάλι το κοινό. Τέτοια ήταν η περίπτωση της ‘Πισίνας’ του Ντερέ με την Σνάιντερ και τον Ντελόν αλλά και αυτής εδώ της ταινίας, από τις πρώτες του Πέδρο Αλμοδοβάρ, τότε που ο ισπανός δημιουργός δεν είχε ακόμα κατακτήσει τον κόσμο με το εντελώς ιδιαίτερο και αλλοπρόσαλλο στυλ του να αφηγείται ιστορίες της καρδιάς.

Τρίτη συνεργασία της Κάρμεν Μάουρα με τον Αλμοδοβάρ, η μετέπειτα μούσα του υποδύεται σ’αυτή την ταινία – της οποίας ο τίτλος θα μπορούσε και να είχε μεταφραστεί ως ‘τι αμαρτίες πληρώνω’ – μια καθαρίστρια που μένει σε ένα από αυτά τα αντιαισθητικά μπλοκ πολυκατοικιών λίγο έξω από το κέντρο της Μαδρίτης, σ’ένα από εκείνα τα διαμερίσματα όπου η φτήνια και η ομοιομορφία τους κρύβουν καλά ανθρώπινες ματαιώσεις και δράματα.

Η Γκλόρια τρέχει κάθε μέρα για το μεροκάματο και έχει παράλληλα να φροντίσει για την οικογένεια της: την πεθερά, μια γριούλα με καλοκάγαθο πρόσωπο που πλέκει με το βελονάκι και μιλάει σα βαρύμαγκας, τα δυο της αγόρια, γνήσιους γόνους μιας κοινωνικής τάξης που δεν έχει μέλλον – ο μεγάλος είναι μικρέμπορος ναρκωτικών και ο μικρός εκπορνεύεται  – και τέλος τον σύζυγο, έναν ταξιτζή αδιάφορο και επιθετικό που ζει με το όνειρο μιας τραγουδίστριας που είχε γνωρίσει κάποτε, όταν δούλευε γκαστ αρμπάιτερ στη Γερμανία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, έτσι όπως ζουν την καθημερινότητα τους και αλληλεπιδρούν ο ένας με τον άλλο, συνθέτουν ένα σύμπαν το οποίο θα εκραγεί σαν σούπερ νόβα από στιγμή και στιγμή.

Από τις πρώτες λοιπόν ταινίες του Αλμοδοβάρ, δυο μόλις χρόνια πριν το Ματαδόρ στο οποίο αποτυπώθηκε η προσωπική του κινηματογραφική γραφή, αυτή που ανέδειξε το κιτς και το γκροτέσκο σε κομβικό σημείο αφήγησης του ισπανικού μεταφρανκισμού, γυρίζει μια ταινία που εμπεριέχει καρναβαλικά στοιχεία ενός‘γκροτέσκο ρεαλισμού’: αφηγείται μια πραγματική, καθημερινή ιστορία με πρωταγωνιστές ανθρώπους της διπλανής πόρτας – μια δυσλειτουργική οικογένεια με έλλειμμα αγάπης και κατανόησης-  υπερτονίζοντας όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διακωμωδούν την τραγικότητα και παρουσιάζουν το παράλογο ως τη μόνη λογική εκδοχή. Σε αντίθεση όμως με τις επόμενες δημιουργίες του, ο Αλμοδοβάρ εδώ μοιάζει να έχει καρφωμένα γερά τα δυο του πόδια τόσο στο γκροτέσκο όσο και στον ρεαλισμό, χωρίς να δείχνει την προτίμηση του στο πρώτο αντί για το δεύτερο όπως θα κάνει μετά.

Μέσα στην τρέλα και τη δυσπροσαρμοστικότητα τους, την αδυναμία τους να βρουν βιώσιμες λύσεις για τη ζωή τους, οι ήρωες του παραμένουν αφάνταστα αληθινοί, τόσο στις  στιγμές της τρυφερότητας όσο και της σκληρότητας τους. Η δε Μάουρα, η μάνα – σύζυγος-νοικοκυρά που είναι εθισμένη στα ηρεμιστικά γιατί χωρίς αυτά δεν μπορεί να συμβιβαστεί με ό,τι την περιτριγυρίζει, είναι μια Μαίρη Παναγιωταρά της εργατικής τάξης, στα άκρα, που όσο και να μας σοκάρει μας είναι κάπου και οικεία.

Απόψεις