Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η ταινία της εβδομάδας: Κάποτε στο Χόλιγουντ – Once upon a time in Hollywood

Κάποτε στο Χόλλυγουντ – Once upon a time in Hollywood 2019 Διάρκεια: 161’ Σκηνοθεσία: Κουεντίν Ταραντίνο Πρωταγωνιστούν: Μπραντ Πιτ, Λεονάρντο..

Κάποτε στο Χόλλυγουντ – Once upon a time in Hollywood

2019

Διάρκεια: 161’

Σκηνοθεσία: Κουεντίν Ταραντίνο

Πρωταγωνιστούν: Μπραντ Πιτ, Λεονάρντο Ντι Καπριο, Μάργκοτ Ρόμπι

Το Δεκέμβρη του 1969 οι Rolling Stones οργάνωσαν μια ανοικτή συναυλία στο Άλταμοντ της Καλιφόρνια, στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο. Gimme Shelter, η συναυλία που θα έκλεινε τη δεκαετία του 60. Την ασφάλεια της συναυλίας είχαν αναλάβει οι ‘Άγγελοι της Κόλασης’, συμμορίες μηχανόβιων που είχαν λειτουργικά ενταχθεί στην κουλτούρα αντίστασης της δεκαετίας. Από νωρίς άρχισαν τα προβλήματα: οι ‘Άγγελοι’ έσπρωχναν και έβριζαν τον κόσμο και προκαλούσαν. Η συναυλία άρχισε και το πλήθος αλάλαζε. War, children, is just a shot away! Κάποια στιγμή ένας μαύρος βγάζει πιστόλι και σημαδεύει τον Τζάγκερ. Ή έτσι νομίζει ο Άγγελος της Κόλασης που τον ξαπλώνει κάτω για πάντα. Η συναυλία διακόπτεται. Το πλήθος φεύγει μουδιασμένο. Το καλοκαίρι της αγάπης τέλειωσε. Τα κεφάλια μέσα παιδιά.

Λίγους μήνες πριν, τα ξημερώματα της 9ης Αυγούστου, είχε συμβεί κάτι που συγκλόνισε την απαστράπτουσα μικροκοινωνία του Χόλιγουντ και τον κόσμο ολόκληρο και βάρεσε το καμπανάκι για την αμερικάνικη μεταπολεμική κοινωνία: μέλη της ‘Οικογένειας Μάνσον’, μιας ομάδας σαλεμένων χίπηδων που ζούσαν σε ένα ράντζο – παλιό στούντιο στις παρυφές του Λος Άντζελες, υπό τις οδηγίες του ‘πνευματικού’ τους ηγέτη Τσαρλς Μάνσον εισβάλλουν στο σπίτι που νοίκιαζε ο Πολωνοεβραίος ανερχόμενος σκηνοθέτης Ρόμαν Πολάνσκι και σφαγιάζουν την οκτώμισι μηνών έγκυο σύζυγο του, ηθοποιό Σάρον Τέητ, τρεις οικογενειακούς φίλους και ένα παλικάρι που έτυχε να βγαίνει εκείνη την ώρα από το σπίτι. Το τέλος της εποχής της αθωότητας του Χόλιγουντ έγραψαν τότε.

Εκείνη η χρονιά ήταν που σημάδεψε τη ζωή και την μετέπειτα καριέρα του εξάχρονου τότε Κουεντίν Ταραντίνο. Ό,τι ήταν για τον Κουαρόν το 1970 και η συνοικία Ρόμα στην πόλη του Μεξικού, είναι για μένα το 1969 και το Χόλιγουντ στο Λος Άντζελες’, είπε σε συνέντευξη του, αφήνοντας να εννοηθεί πως αυτή είναι η πιο προσωπική του ταινία – και ελπίζουμε όχι η τελευταία, όπως έχει ο ίδιος κατ’ επανάληψη δηλώσει. Μια ταινία που γράφτηκε σε μια νέα κινηματογραφική γλώσσα, όπως το Pulp Fiction εικοσιπέντε χρόνια πριν. Επηρεασμένη από την ανέμελη, ανέφελη ατμόσφαιρα των 60s στην Καλιφόρνια, ξεχειλίζει από ψυχεδέλεια: στα χρώματα της – οι καταγάλανοι, αστραφτεροί ουρανοί και τα ζεστά γήινα χρώματα – , τη μουσική που σκεπάζει σαν μαγικός μανδύας τα πάντα – Rolling Stones, Deep Purple, Neil Diamond, Paul Revere στο καλύτερο από τα εξαιρετικά soundtracks στις ταινίες του Ταραντίνο, όπου η μουσική είναι ένας ακόμα πρωταγωνιστής – στην αέρινη, σαν ξωτικό, παρουσία της Margot Robbie /Sharon Tate: ο φακός την παρακολουθεί στις τρελές της βόλτες με την ντεκαποτέ του Πολάνσκι, όταν χορεύει, στα πάρτι ή μόνη στο σπίτι, στο σινεμά που χαζεύει τον εαυτό της στη μεγάλη οθόνη χαμογελώντας πονηρά με τις πατουσίτσες της πάνω στην πλάτη του μπροστινού καθίσματος.

Είναι μια ταινία για την ιστορία του Χόλιγουντ. Έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο Ταραντίνο. Για να την πει, δε δίστασε να ανακατέψει πραγματικούς κι φανταστικούς χαρακτήρες. Έτσι, δίπλα στον Πολάνσκι και την Σάρον Τέητ, τον Τζέη Έλσινγκ, τον Στηβ Μακ Κουήν, τον Μπρους Λη και τον παραγωγό Μάρβιν Σουάτς, εμφανίζονται και δυο χαρακτήρες σχεδόν από το πουθενά: ο Ρικ Ντάλτον (ούτε ο Τζο ούτε ο Άβερελ), ένας τριτοτέταρτος ηθοποιός σε τηλεοπτικές σειρές, που η καριέρα του έχει πάρει την κάτω βόλτα λόγω του αλκοολισμού του, και ο προσωπικός του κασκαντέρ, σοφέρ και άνθρωπος για όλες τις δουλειές Κλιφ Μπουθ ( ο Μπραντ Πητ στον καλύτερο ίσως ρόλο της καριέρας του.) Οι οποιεσδήποτε ομοιότητες των δυο  χαρακτήρων με πραγματικά πρόσωπα του μικροπεριβάλλοντος των καλιφορνέζικων στούντιο ελάχιστη σημασία έχουν για την πλοκή.

Και στήνει/αποδομεί την πλοκή του δουλεύοντας πάνω σε τρεις χαρακτήρες: τον Ρικ, τον Κλιφ και την Σάρον Τέητ.Ο Ρικ μένει στο El Cielo d., δίπλα στο σπίτι που νοίκιασαν οι Πολάνσκι, και το φανταστικό έρχεται να μπλέξει με το πραγματικό σε μια ταινία που η εσωτερική της δομή είναι τόσο βαθιά που μοιάζει με την πρώτη θέαση ασύνδετη.

Ο Ταραντίνο από την αρχή της σταδιοδρομίας του καταπιάστηκε με τα δύο κινηματογραφικά είδη που τον διαμόρφωσαν ως δημιουργό: τις ταινίες δράσης και, έπειτα, τα γουέστερν. Το γουέστερν είναι η ραχοκοκαλιά του αμερικάνικου κινηματογράφου. Σ’αυτό βασίστηκε η παγκόσμια κυριαρχία του τη δεκαετία του 40, σ’αυτό εκφράστηκε η αλλαγή πλεύσης στα τέλη της δεκαετίας του 60. Τα γυρίσματα της τηλεοπτικής σειράς γουέστερν (ο εκφυλισμός του είδους στη δεκαετία του 60, καθώς περνάει από τη μεγάλη στη μικρή οθόνη και τα μεγάλα στούντιο αναπροσαρμόζουν την πολιτική και την αισθητική τους ) στην οποία ο Ρικ θα έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο ακυρώνονται. Όταν ο ατζέντης του Μάρβιν Σουάρτς (Al Pacino) του προτείνει να πάει στην Ιταλία και να παίξει στα λοιδορούμενα τότε σπαγγέτι, πιστεύει πως η καριέρα του έφτασε πια στο τέλος της. (Το ίδιο άραγε να σκεφτόταν το 1964 και ο Κλιντ Ίστγουντ, άσημος ηθοποιός τηλεοπτικών ταινιών τότε, όταν ξεκίνησε για να βρει τον Σέρτζιο Λεόνε στην Ιταλία;) Παράλληλα γυρίζει ένα πιλοτικό επεισόδιο για μια σειρά νέου τύπου – ρεβιζιονιστικού – γουέστερν, όπου υποδύεται έναν αντι – ήρωα, η φιγούρα του ΄κακού’ που αναδεικνύεται σε κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης. ‘Δεν θα μείνεις για πάντα ηθοποιός  σε τηλεοπτικές σειρές, μπορείς και περισσότερα’, τον παροτρύνει ο σκηνοθέτης του. ‘Θα πρέπει να αλλάξεις και τα μαλλιά σου’, συνεχίζει, ‘λίγο πιο μακριά, πιο χίπικα’. Το κίνημα των χίπις επηρεάζει την αισθητική του Χόλιγουντ και το γουέστερν. Κι όλοι πιστεύουν πως οι αλληλεπιδράσεις σταματούν κάπου εδώ.

Λίγο πιο πέρα όμως από το Χόλιγουντ και τους κινηματογράφους του υπάρχει και η κοινωνία. Αντι – ήρωες με ισοπεδωμένες αρχές υπάρχουν και έξω από τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη. Κι εκεί, στην πραγματικότητα, δεν έχει πλάκα. Η ρεβιζιονιστική θεώρηση της ζωής μπορεί εύκολα να καταλήξει σε τραγωδία.

Ο Κλιφ, σουλατσάροντας με την αμαξάρα του αφεντικού/κολλητού του στο L.A. παίρνει ωτοστόπ την Pussycat. Εκείνη βάζει τις πατουσίτσες της δίπλα στο τιμόνι  και τον οδηγεί στο ράντζο  Σπαν λίγο έξω από την πόλη, παλιό στούντιο για γυρίσματα γουέστερν, που έχει γίνει το καταφύγιο και ορμητήριο της ‘Οικογένειας Μάνσον’.  Μια ομάδα παραστρατημένων χίπηδων, ανήλικων κοριτσιών στην πλειοψηφία τους, ζουν μέσα στη βρώμα, τρώγοντας από τα σκουπίδια, και υπακούουν στα προστάγματα του Τσάρλι, μιας οριακής πλην χαρισματικής προσωπικότητας που, έχοντας περάσει μια ζωή σε ιδρύματα και φυλακές, τρέφει άσβεστο μίσος για την αστραφτερή κοινότητα των πλούσιων που ζει παραδίπλα και έχει κηρύξει μόνος του έναν ιδιότυπο ‘φυλετικό πόλεμο’. Στην παροικία του το ρεβιζιονιστικό γουέστερν δεν είναι μια ακόμα μορφή μυθοπλασίας αλλά η καθημερινότητα. Ο Τεξ κι η παρέα του καλπάζουν πάνω στα άλογα, σύγχρονοι desperados στις παρυφές του θεάματος, και ο Τσαρλς Μάνσον  είναι πιο αυθεντικός απ’όλους μαζί τους αντιήρωες της κινηματογραφικής βιομηχανίας της δεκαετίας του 70. Ήταν ο πρώτος αλλά όχι ο μόνος. Πολλοί ακολούθησαν το δρόμο του και ίδρυσαν ομάδες με οπαδούς που σκότωναν ή – οι πιο απελπισμένοι – αυτοκτονούσαν. Σε μια άνιση και άδικη κοινωνία, το σύντομο καλοκαίρι της αγάπης ακολούθησε ο μακρύς χειμώνας του μίσους.

(προσοχή, ακολουθούν πολλά spoilers)

Δεν θα περίμενε κανείς από τον Ταραντίνο μια ‘ιστορική’ ταινία, μια εμπνευσμένη έστω κινηματογραφική απόδοση του φρικτού μπαράζ δολοφονιών. Όχι βέβαια! Ο Κουεντίν κλείνει για μια ακόμα φορά πονηρά το μάτι στην ιστορία. Και την ξαναγράφει όπως αυτός θέλει. Εδώ έκαψε τον Χίτλερ ζωντανό σε κινηματογράφο στο Παρίσι, εδώ θα κωλώσει;

Αφού έχει δουλέψει τους τρεις χαρακτήρες του στη λεπτομέρεια, φτάνει στην κορύφωση. Η νύχτα της 8ης Αυγούστου 1969. Hot August night. Η παρέα των σαλεμένων από την ψυχεδελική χημεία χίπηδων ανεβαίνει την ανηφόρα του El Cielo dr. κι ακολουθεί το πιο συγκλονιστικό 20λεπτο του ταραντινικού φιλμικού σύμπαντος κι ένα δεκάλεπτο βίας πρωτόγνωρης ακόμα και για τα δικά του δεδομένα, ενώ στα ηχεία παίζει στη διαπασών η σπαρακτική διασκευή του You just keep me hanging on από τους Vanilla Fudge. Ο Χίτλερ έπρεπε να τιμωρηθεί γιατί ήταν ένοχος. Αλλά η Σάρον Τέητ, σε οποιονδήποτε κηρυγμένο ή ακήρυχτο πόλεμο, ήταν αθώα.

ΥΓ. Είναι κρίμα κι άδικο που η ταινία έφυγε από το φεστιβάλ των Καννών μόνο με το Palm Dog.

Απόψεις