Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η ταινία της εβδομάδας: If Beale street could talk

Αν η οδός Μπιλ μπορούσε να μιλήσει – If Beale street could talk 2018 Διάρκεια: 119’ Σκηνοθεσία: Μπάρυ Τζένκινς Πρωταγωνιστούν:..

Αν η οδός Μπιλ μπορούσε να μιλήσει – If Beale street could talk

2018

Διάρκεια: 119’

Σκηνοθεσία: Μπάρυ Τζένκινς

Πρωταγωνιστούν: Κίκι Λέηνς, Στέφαν Τζέιμς, Ρετζίνα Κινγκ

Συνάντηση γιγάντων της μαύρης μειονότητας. Ο βραβευμένος με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας για το εξαιρετικό Moonlight, Μπάρυ Τζένκινς – μια επώδυνη ιστορία ενηλικίωσης σε σενάριο του θεατρικού συγγραφέα Τάρελ Άλβιν ΜακΚράνεϋ – σκηνοθετεί την επόμενη ταινία του γράφοντας ο ίδιος το σενάριο που εμπνέεται από το μυθιστόρημα μιας εμβληματικής φιγούρας από το πάνθεον του αγώνα για τα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα στις Η.Π.Α.:  του Τζέημς Μπόλντουϊν.

Στο κινηματογραφόφιλο κοινό ο Μπόλντουιν έγινε γνωστός από το docu-drama Δεν είμαι ο νέγρος σου, το οποίο βασίστηκε στο ημιτελές χειρόγραφο του Remember this house: μια βιογραφία του συγγραφέα, δοκιμιογράφου και ακτιβιστή μέσα από τις σχέσεις του με τρεις κορυφαίους ηγέτες του αγώνα για τα δικαιώματα της αφρο-αμερικάνικης μειονότητας: των Μέντγκαρ Ήβερς, Μάλκομ Χ και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Το 1974 ο Μπόλντουιν έγραψε το μυθιστόρημα Αν η οδός Μπιλ μπορούσε να μιλήσει, μια ερωτική ιστορία με σκηνικό το Χάρλεμ όπου μεγάλωσε. Ο τίτλος είναι αναφορά στο Beale Street Blues του μπλουζίστα Ουίλιαμ Χάντυ για την οδό Μπιλ στο Τενεσσί, στον πολύ βαθύ αμερικάνικο Νότο.  

Στην ταινία θα έπρεπε μάλλον να μιλήσει η οδός Μπανκ, ο δρόμος που σε ένα παράπηγμα του είχαν χτίσει την ερωτική τους φωλιά η Τις και ο Φόνυ. Αυτή δεκαεννιά χρονών και αυτός είκοσι δύο, φίλοι από μικρά παιδιά που κάποια στιγμή, ως δια μαγείας, ανακάλυψαν ότι ήταν τρελά ερωτευμένοι και δεν μπορούσαν να ζήσουν στιγμή χώρια. Ο Φόνυ είναι γλύπτης και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με δουλειές του ποδαριού. Θα μπει στη μύτη του αστυνομικού της γειτονιάς και αυτός θα τον κατηγορήσει για ένα βιασμό που έγινε πολύ μακριά από το σημείο που τον συνέλαβε, έξω δηλαδή από το σπίτι του. Ο Φόνυ θα προφυλακιστεί και η Τις θα μείνει μόνη, έγκυος, και θα προσπαθήσει με τη βοήθεια της οικογένειας της να βγάλει τον Φόνυ από τη φυλακή και να διαχειριστεί την εγκυμοσύνη της.

Μια χρωματική παλέτα με τις ώριμες ώχρες της πόλης και της αγάπης, η αφήγηση κινείται συνέχεια μπρος πίσω στο χρόνο – η ευτυχισμένη ζωή του ζευγαριού, το χρονικό της προφυλάκισης και της εγκυμοσύνης. Η ευτυχία του έρωτα που τη διαδέχτηκε ο ζωντανός ο χωρισμός. Γύρω από τον θεματικό κορμό της ερωτικής ιστορίας ο Μπόλντουιν – και στη συνέχεια ο Τζέγκινς – στήνουν τον ιστό της αμερικάνικης κοινωνίας του ταξικού μίσους στις αρχές της δεκαετίας του 70. Και όχι στον μισαλλόδοξο Νότο αλλά μέσα στην κοσμοπολίτικη Νέα Υόρκη, σε μια συνοικία όπου οι μαύροι ζουν υπό τη συνεχή απειλή σύλληψης από έναν ρατσιστή μπάτσο που στραβοξύπνησε, που δεν βρίσκουν σπίτι να νοικιάσουν γιατί κανείς δεν θέλει να νοικιάσει το σπίτι του σε μαύρο, που αισθάνονται όχι απλά πολίτες δεύτερης κατηγορίας αλλά ξένοι και καταδιωκόμενοι μέσα στη γειτονιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Οι λίγοι λευκοί που στέκονται στο πλευρό τους δεν μπορούν να κάνουν τη ζυγαριά να γείρει προς το άλλο μέρος. Έτσι το μόνο που έχουν είναι ο ένας τον άλλο. Αλλά κι αυτό δεν είναι σίγουρο. Η οικογένεια της Τις στέκει στο πλευρό του ζευγαριού, η μάνα και οι αδελφές του Φόνυ είναι θεούσες με ισιωμένα μαλλιά και φορέματα που μοιάζουν βαφτιστικά που παρακαλούν τον Ύψιστο να βοηθήσει τον Φόνη για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες που είναι σίγουρες ότι διέπραξε.

Το κοινωνικό πορτραίτο μιας εποχής μέσα από το πρίσμα μιας πονεμένης αγάπης. Γράφοντας το ο Μπόλντουιν στηλίτευε την ρατσιστική μεταχείριση των αφρο αμερικάνων από τους λευκούς. Συλλήψεις για ψύλλου πήδημα, προφυλακίσεις με αστήρικτο κατηγορητήριο, χρόνος προφυλάκισης χωρίς όρια,  στο τέλος συνθηκολόγηση.  Υπάρχει μια μακροσκελής λίστα με αφροαμερικάνους που κρίθηκαν ένοχοι και φυλακίστηκαν με κατασκευασμένες κατηγορίες και μαρτυρίες. Κι αν ο πυγμάχος Hurricane είναι ο πιο γνωστός ανάμεσα τους, θα υπάρχουν σίγουρα χιλιάδες περιπτώσεις όπως αυτή του Φόνυ, όπου η δικαιοσύνη δεν ήταν τυφλή αλλά καταδίκαζε ανάλογα με το χρώμα του δέρματος. Πώς αλλιώς γέμισαν οι φυλακές με μαύρους;

Ο Τζεγκινς, μετά τη μεγάλη του επιτυχία, γυρνάει την κάμερα πίσω στη δεκαετία που έκρινε πολλά, όπως και πολλοί άλλοι που γοητεύονται από την ιδιαιτερότητα της περιόδου εκείνης.  Έχουμε καταλάβει πως ο ρατσισμός στην Αμερική ζει και βασιλεύει, γι’αυτό και τρεις ταινίες στη φετινή λίστα υποψηφιοτήτων έχουν για θέμα τις φυλετικές διακρίσεις. Έχουμε επίσης καταλάβει πως οι ταινίες που έχουν για θέμα τις φυλετικές διακρίσεις  και φτάνουν μέχρι τις υποψηφιότητες της Αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου συνήθως αφορούν ιστορίες που έχουν συμβεί πίσω στα 60s και 70s. (η υποψηφιότητα της Παρείσφρησης με τις αιχμηρές αναφορές στο παρόν είναι μια ευχάριστη έκπληξη). Τούτη δω όως η ταινία δεν περιορίζεται στην καταγραφή και καταγγελία της ρατσιστικής βίας και αδικίας: Η γλυκύτητα της, η γοητεία που ασκεί στο κοινό, έγκειται ακριβώς στο πρίσμα: βιώνουμε την εξέλιξη της ιστορίας κοιτάζοντας μέσα από τα μάτια της Τις, μιας ερωτευμένης νέας γυναίκας που ξαφνικά, άδικα, της παίρνουν από δίπλα της ο,τι πιο πολύτιμο έχει: τον άνθρωπο που αγαπάει. Η αγνότητα και η ειλικρίνεια της αγάπης που καταφέρνει να ξεπεράσει ανυπέρβλητες δυσκολίες και αποτυπώνεται κάθε στιγμή και με κάθε τρόπο – λόγο, κίνηση, χρώμα, έκφραση- πάνω τα πανί είναι το μεταίσθημα που παίρνουμε μαζί βγαίνοντας από την αίθουσα.  Η αγάπη που αναβλύζει όχι μόνο από τις καρδιές και τα πρόσωπα της Τις και του Φόνυ αλλά και από το πρόσωπο της μάνας – η Ρετζίνα Κινγκ υποψήφια για Οσκαρ Β΄γυναικείου ρόλου – της αδελφής, των πατεράδων που θα κάνουν τα πάντα για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους (‘Ναι, έχω κλέψει και πριν, πως αλλιώς θα μεγάλωνα τα παιδιά μου, θα το κάνω και τώρα.’) Η γεμάτη τρυφερότητα σωματική επαφή, τα καθαρά βλέμματα. Η αγάπη – και η αλληλεγγύη – είναι το όπλο τους.

Μπορεί να μην έχει το κλασικό happy end, αφήνει όμως μια νότα αισιοδοξίας. ‘Κάθε ποιητής είναι αισιόδοξος’, είχε πει ο Μπόλντουιν στην Guardian σε μια συνέντευξη του το 1974, όταν είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο. ‘Στο δρόμο όμως για την αισιοδοξία πρέπει να φτάσεις σε κάποιο επίπεδο απελπισίας για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις τη ζωή σου συνολικά.’

Απόψεις