Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

«Η κομμουνιστική Επανάστασις» – ένα από τα τελευταία άρθρα του Δημοσθένη Λιγδόπουλου

Ο Ριζοσπάστης της 24 Γενάρη 1921, στην πρώτη του σελίδα, τιμώντας τη μνήμη του δολοφονημένου Δημοσθένη Λιγδόπουλου δημοσιεύει ένα από..

Ο Ριζοσπάστης της 24 Γενάρη 1921, στην πρώτη του σελίδα, τιμώντας τη μνήμη του δολοφονημένου Δημοσθένη Λιγδόπουλου δημοσιεύει ένα από τα τελευταία του άρθρα, που υπογράφει με το ψευδώνυμο  «Α. ΒΡΟΥΤΟΣ».

«Η ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ

Το τέλος του πολέμου με τις συνέπειές του, που τόσο βαθειά ετάραξαν ολόκληρη την οικονομική και πολιτική ζωή του αστικού καθεστώτος, έδωσε και μια εξαιρετική ένταση στην πάλη των τάξεων, την οποία παρουσίασε με την πιο οξεία μορφή της. Μέχρι του πολέμου, η εργατική τάξις είχε μεν ποτισθή από τα νάματα του Σοσιαλισμού, είχε μεν κατά θεωρία παραδεχθή την πάλην των τάξεων και την αναγκαιότητα και το αναπόφευκτον της κοινωνικής μεταβολής, αλλά εν τούτοις ο αγών της δεν ήτο δυνατόν να είνε παρά ένας μεταρρυθμιστικός αγών. Η αντίθεσις των συμφερόντων και η οξύτης της πάλης των τάξεων δεν είχε φθάσει σε τέτοιον βαθμό ώστε να καθιστά δυνατή μέσ’ τις εργατικές μάζες την πραγματική αντίληψη του Επαναστατικού σοσιαλισμού. Η ψυχολογία της εργατικής τάξεως ήταν ακόμη πολύ επηρεασμένη απ’ τις αστικές πολιτικές και κοινωνικές προλήψεις και οι αστικοί θεσμοί δεν είχαν φανή ακόμα στα μάτια των εργατικών μαζών τελείως χρεωκοπημένοι. Ο αγών ακόμα της αστικής τάξεως εναντίον των υπολειμμάτων της Φεουδαρχίας ένωνε για λίγον καιρό κάποτε –κάποτε τις προσπάθειες της εργατικής τάξεως μ’ αυτές της μπουρζουαζίας και συνέτεινε στο να επιβάλλεται ψυχολογικώς στις εργατικές μάζες ο σεβασμός απέναντι των αστικών θεσμών και των αστικών νόμων. Χάρις στην ψυχολογική αυτή διάθεση των μαζών η πολιτική των ρεφορμιστών της Διεθνούς έβρισκε έδαφος μέσ’ τις εργατικές μάζες, ενώ η επαναστατική τάσις της Διεθνούς μολονότι συνεκέντρωνε τα προσόντα της ορθότητος από θεωρητικής απόψεως και ακόμα την συμπάθεια μερικές στιγμές μιας μεγάλης μερίδος της εργατικής τάξεως δεν ήτο δυνατό να επικρατήση. Το αστικό καθεστώς στεκόταν αρκετά καλά ως οικονομικό σύστημα και επεβάλλετο ιδεολογικώς  στις μεγάλες μάζες οι οποίες δεν είχαν ακόμα απαλλαγή της ψευτοδημοκρατικής και ψευτοφιλελευθέρας αστικής αντιλήψεως. Τα «δικαιώματα του λαού», η καθολική ψηφοφορία, οι δημοκρατικοί θεσμοί, τραβούσαν ακόμη την εμπιστοσύνη των μαζών και η αστική δικαιοσύνη δεν είχε τόσο πολύ κουρελιασθή.

Η εργατική τάξις είχεν υποστή την επίδρασιν όλων αυτών των ψεύτικων αστικών θεσμών και είχε αποκτήση μια ψυχολογία υποταγής σ’ αυτούς και νομιμοφροσύνης απέναντι του αστικού κράτους.

Ο πόλεμος όμως άλλαξε όλη αυτή την ψυχολογία  των μαζών και ανέπτυξε και αναπτύσσει ολοένα περισσότερο, όσο οι συνέπειές του γίνονται πιο φανερές, μια νέα ψυχολογία στην εργατική τάξη.

Η παληά  ψυχολογία της υποταγής παύει σιγά –σιγά να υπάρχη και εξαφανίζεται δίνοντας θέση σε μια νέα ψυχολογία της εργατικής τάξεως, ψυχολογία επαναστατική. Οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου έρριξαν την εργατική τάξη σε μια δυστυχία πρωτοφανή ενώ αφ’ ετέρου η αισχροκέρδεια και η εκμετάλλευσις εις βάρος των λαϊκών μαζών κατά τη διάρκεια του πολέμου άνοιξε ένα δρόμο εύκολου πλουτισμού στην αστική τάξη. Το αστικό κράτος εδείχτηκε ανίκανο όχι μόνον στο να πατάξη αλλά και στο να συγκρατήση έστω και λίγο την αισχροκέρδεια και η ακρίβεια της ζωής κάνει κάθε μέρα και χειρότερη τη ζωή για την εργατική τάξη. Οι ασήμαντες αυξήσεις των εργατικών ημερομισθίων είνε τελείως ανίκανες να ανακουφίσουν πραγματικά την αβίωτη πιά ζωή των μεγάλων εργατικών μαζών και οι εργατικές απαιτήσεις καθημερινώς καταλήγουν σε συγκρούσεις με την απληστία της αστικής τάξεως η οποία δεν εννοεί να υποχωρήση και να ελαττώση τα υπερβολικά κέρδη, στα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου συνείθισε. Ένα μεγάλο ρεύμα απεργιών και εργατικών εξεγέρσεων οι οποίες φθάνουν συχνά σε ένοπλη πάλη κατά της αστικής τάξεως και των οργάνων της. Η πάλη των τάξεων έχει φθάση στο πιο οξύ της σημείο και ο πόλεμος, ο ανοιχτός πλέον κατά κυριολεξίαν δια των όπλων πόλεμος, συναντά αρκετά ευνοϊκή ψυχολογία, μέσ’ τις εργατικές μάζες.

Πραγματικά, η αστική τάξις κατά τη διάρκεια του πολέμου, για να συγκρατήση τους λαούς και για να κατορθώση να πετύχη τους σκοπούς  της, κατέλυσε και τις πιο στοιχειώδεις λαϊκές ελευθερίες και επέβαλε καθαρά και με τη δικαιολογία της Εθνικής Αμύνης τη δικτατορία της τάξεώς της. Σήμερα η αστική τάξις δεν εννοεί να παραιτηθή από τη δικτατορία αυτή, χωρίς την οποία άλλως τε είνε αδύνατο πλέον να συγκρατηθή και εξακολουθή και μετά το τέλος του πολέμου να επιβάλη τη δικτατορία της. Ολες οι «λαϊκές ελευθερίες» και οι «δημοκρατικοί θεσμοί» που προ του πολέμου είχαν κάποια σημασία, έχουν χάσει ολοτελώς τη σημασία τους και αποτελούν μόνον μια ειρωνεία εις βάρος της εργατικής τάξεως.

Εξ άλλου η εργατική τάξις εδιδάχθηκε από τον πόλεμο ποια ήταν η πραγματική αξία όλων των αστικών θεσμών. Είδε πλέον ολοφάνερα ότι η αστική «Πατρίς» δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η αστική τάξις και τα συμφέροντά της. Εμαθε ότι η αστική ηθική δεν εσεβόταν άλλο νόμο παρά μόνο τα συμφέροντα της αστικής τάξεως, ότι «δίκαιον» δεν ήτο επίσης τίποτα άλλο παρά η σωτηρία με κάθε τρόπο του αστικού καθεστώτος και θυμήθηκε τώρα την αλήθεια των μεγάλων λόγων του Μαρξ: «δίκαιον είνε το συμφέρον της κρατούσης τάξεως υψωμένο σε νόμο». Είδε ακόμα τη θρησκεία να μπαίνη στην υπηρεσία του αστικού καθεστώτος, να χωρίζη το θεό της σε τόσα κομμάτια όσα και τα εμπόλεμα αστικά κράτη, να χάνη κάθε ίχνος θρησκείας και να ξεπέφτη στον ξεφτελισμένο ρόλο του πολιτικού υπηρέτου της μπουρζουαζίας.

Ακόμα τα κατώτερα στρώμματα της εργατικής τάξεως, που με το τουφέκι στα χέρια, χρόνια ολόκληρα, υπερασπίστηκαν το αστικό καθεστώς, εβγήκαν πια απ’ την παθητική τους στάση. Η νομιμοφροσύνη έπαψε ποια να απολαβαίνη εχτίμηση απ’ την εργατική τάξη, η οποία έμαθε από τους αστούς ότι «η ανάγκη δεν γνωρίζει νόμους» και η οποία δεν θα διστάση να χρησιμοποιήση τα όπλα, που τόσο καλά έμαθε τη χρήση τους υπηρετώντας τη μπουρζουαζία, όταν η «ανάγκη» της τάξεώς της το επιβαλλει.

Η εχτίμηση και ο σεβασμός στους αστικούς θεσμούς εκλονίστηκε και κλονίζεται καθημερινά, παραχωρώντας τη θέση της στο μίσος και στην περιφρόνηση και η υπακοή στους νόμους του αστικού καθεστώτος υποχώρησε στην αντίληψη ότι η ανάγκη της εργατικής τάξεως δεν μπορεί πλέον να υποτάσσεται στους αστικούς νόμους.

Η βία, την οποία η εργατική τάξις συνείθισε να επιβάλλη υπό τις διαταγές και για τα συμφέροντα της αστικής τάξεως, δεν θα είνε αύριο, στην κατάλληλη στιγμή, δύσκολο να χρησιμοποιηθή για τα συμφέροντα και τις ανάγκες της εργατικής επαναστάσεως.

Ο πόλεμος έφερε το αστικό καθεστώς στο αδιέξοδο. Η οξύτητα της πάλης των τάξεων, συνέπεια του πολέμου, έκανε αναγκαία την επανάσταση και η νέα ψυχολογία της εργατικής τάξεως, η μεταπολεμική επαναστατική ψυχολογία, που όσο πάει και δυναμώνει, κάνει την κοινωνική επανάσταση δυνατή και πραγματοποιήσιμη.

Οι ρεφορμιστές είνε ανίκανοι πλέον να επικρατήσουν στην εργατική συνείδηση, με τις ψευτομεταρρυθμίσεις τους που τίποτα δεν προσφέρουν στην εργατική τάξη και ο κομμουνισμός μένει ο μόνος σκοπός του αγώνος των εκατομμυρίων προλεταρίων.

Η Κομμουνιστική Επανάστασις, που άλλοτε ήταν μόνον η θεωρητική αντίληψις μιας προχωρημένης μερίδος της εργατικής τάξεως, αποβαίνει σήμερα ανάγκη κοινωνική, γίνεται ασπαστή με ενθουσιασμό από τις μάζες και προχωρεί στο δρόμο του οριστικού της θριάμβου, εγκαινιάζουσα μια νέα περίοδο στην κοινωνική ζωή της ανθρωπότητος.

Α. ΒΡΟΥΤΟΣ»

–*–*–*–

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΛΙΓΔΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης και ένα από τα πρώτα ηγετικά στελέχη του ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας), που μετονομάστηκε αργότερα σε ΚΚΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας). Φοιτητής της Φυσικομαθηματικής Σχολής. Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Γενάρη του 1898 (κατά μια εκδοχή γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1894) και έμενε με τη χήρα μάνα του και τις δύο αδελφές του στην Πλάκα.

Μιλούσε γαλλικά και γερμανικά. Μέλος από το 1916 της «Σοσιαλιστικής Νεολαίας» και αργότερα Γραμματέας της. Πήρε μέρος σαν αντιπρόσωπος της εφημερίδας «Εργατικός Αγώνας», που ήταν και διευθυντής της, στην προετοιμασία του πρώτου ιδρυτικού Συνεδρίου του Κόμματος, που συνήλθε στον Πειραιά από 17 ως 23 Νοέμβρη 1918, και έπαιξε σοβαρό ρόλο στη λήψη των αποφάσεών του, αντικρούοντας τις δεξιάς απόκλισης απόψεις της ομάδας Γιαννιού. Στο Συνέδριο αυτό ο Δ. Λιγδόπουλος εκλέχτηκε μέλος της ΚΕ του ΣΕΚΕ.

Η «Σοσιαλιστική Νεολαία» – η φυλάκιση του

Η «Σοσιαλιστική Νεολαία Αθηνών» δημιουργήθηκε το 1916, με πρωτοβουλία φοιτητών και μαθητών και με καταστατικό που στηριζόταν στις αρχές της Διεθνούς Σοσιαλιστικής Νεολαίας. Από τα πρώτα βήματα της Σοσιαλιστικής Νεολαίας, ο φοιτητής της Φυσικομαθηματικής Δημοσθένης Λιγδόπουλος ανέπτυξε σημαντική δράση στη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών στη νεολαία.

Την Ανοιξη του 1917 η Σοσιαλιστική Νεολαία εκδίδει την κλασσική μπροσούρα του Κροπότκιν «Προς τους Νέους» (σε μετάφραση Γ. Δουμά και Σπ. Κομιώτη). Η έκδοση χαρακτηρίστηκε ανατρεπτική και ο Λιγδόπουλος θεωρήθηκε μαζί με τα άλλα ηγετικά στελέχη της Σοσιαλιστικής Νεολαίας, υπεύθυνος. Παραπέμφθηκαν στο Στρατοδικείο, που είχε πρόεδρο το φοβερό Φατσέα (αργότερα καταδίκασε πολλούς κομμουνιστές). Το βενιζελικό στρατοδικείο τον καταδίκασε σε 4 χρόνια φυλακή μαζί με τους Γ. Δούμα, Σπ. Κομιώτη, Αργυρίου και Κατσώνη. Η απολογία του μπροστά στους στρατοδίκες ήταν μια θαρραλέα διακήρυξη Αρχών. Σαν επίλογο είπε στον πρόεδρο Φατσέα:

«Δεν ενδιαφέρομαι για την καταδίκη μου, αλλά βεβαιωθείτε, κύριε Πρόεδρε, ότι η καταδίκη μου θα χρησιμεύσει για καθρέφτης, με τον οποίο ο κόσμος θα γνωρίσει τον πολιτισμό της σημερινής Ελλάδος.  Έναν πολιτισμό που δεν επιτρέπει την ελεύθερη ανάπτυξη των ιδεών, όποιες και αν είναι αυτές».

Αρχικά κλείστηκε στις στρατιωτικές φυλακές στο Μοναστηράκι και μετά στο Ιντζεδίν της Κρήτης. Μετά τη διεθνή κατακραυγή που προκλήθηκε και την επέμβαση του Βρετανού εργατικού ηγέτη Αρθουρ Χέντερσον στον Βενιζέλο, του απονεμήθηκε «χάρη» και αποφυλακίστηκε. Ετσι μπόρεσε να παρευρεθεί στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ, στον Πειραιά, στις 12 -23 Νοέμβρη του 1918.

Συμπληρώνονται σήμερα, 27 Οκτώβρη 2020, 100 χρόνια από εκείνον τον Οκτώβρη του 1920, που το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα καταγράφει τον πρώτο νεκρό του, θυσία στο επαναστατικό καθήκον. Ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος, σύνεδρος στο Ιδρυτικό Συνέδριο του ΣΕΚΕ και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του, μαζί με τον μπολσεβίκο ελληνορώσο  Ωρίωνα Αλεξάκη,  μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, και τον Βούλγαρο Αντιπρόσωπο στην Κομμουνιστική Διεθνή, έπεσαν νεκροί από το δολοφονικό χέρι τουρκολαζών πειρατών στη Μαύρη Θάλασσα.

 

Απόψεις