Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η ταινία της εβδομάδας: Τραγούδι χωρίς όνομα – Canción sin nombre

Τραγούδι χωρίς όνομα – Canción sin nombre 2019 Διάρκεια: 97’ Σκηνοθεσία: Μελίνα Λεόν Πρωταγωνιστούν: Παμέλα Μεντόσα, Τόμι Πάρραγα, Λούσιο Ρόχας..

Τραγούδι χωρίς όνομα – Canción sin nombre

2019

Διάρκεια: 97’

Σκηνοθεσία: Μελίνα Λεόν

Πρωταγωνιστούν: Παμέλα Μεντόσα, Τόμι Πάρραγα, Λούσιο Ρόχας

Να είσαι γυναίκα σκηνοθέτης, να έρχεσαι από μια περιφερειακή χώρα και να ψάχνεις χρηματοδότηση για την πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, η οποία θα είναι ασπρόμαυρη και θα αναφέρεται σε μια πολύ δύσκολο περίοδο της ιστορίας της χώρας που όλοι προσπαθούν να ξεχάσουν, με πρωταγωνιστές άγνωστους, όλα αυτά δεν συνθέτουν το κατάλληλο προφίλ για να βρεις εύκολα χρηματοδότηση. Και όμως η Μελίνα Λεόν τα κατάφερε να γυρίσει την ταινία της και ο φεστιβαλικός κόσμος την αντάμειψε με συμμετοχές και βραβεία σε μεγάλα διεθνή φεστιβάλ (ανάμεσα τους η υποψηφιότητα στο τμήμα ‘Ένα κάποιο βλέμμα’ του φεστιβάλ των Καννών και η βράβευση για τη σκηνοθεσία στην Θεσσαλονίκη. Η Λεόν παρέλαβε η ίδια το βραβείο της στο Φεστιβάλ και το αφιέρωσε στον αγωνιζόμενο λαό της Χιλής).

Η απλή, μετρημένη, ‘τόσο – όσο’ ταινία της καταφέρνει να αναδείξει καίρια ζητήματα που αφορούν τόσο τη υπόθεση όσο και την οπτική της δημιουργού.

Θέμα της ταινίας η αρπαγή ενός νεογέννητου από μια ανυποψίαστη ιθαγενή έγκυο, την Χορχίνα, που παραπλανάται από μια διαφήμιση για δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες μαιευτικής ( να υποθέσουμε πως τα κρατικά νοσοκομεία ήταν απλησίαστα είτε λόγω κόστους είτε λόγω καταγωγής της κοπέλας, ή και τα δυο μαζί;) και γεννάει σε μια υποτιθέμενη κλινική απ’όπου την διώχνουν κακήν – κακώς με άδεια χέρια. Την επόμενη μέρα επιστε΄φει και ανακαλύπτει πως η κλινική δεν υπάρχει καν και η νεογέννητη κόρη της είναι άφαντη. Οι συνεχείς επισκέψεις της μαζί με τον άντρα της Λέο στην εισαγγελία και στην αστυνομία αποβαίνουν άκαρπες. Απελπισμένη μπαίνει απρόσκλητη στα γραφεία μιας μεγάλης εφημερίδας και τραβάει την προσοχή του ιδιόρρυθμου Τόμας, ενός δημοσιογράφου που αναλαμβάνει την εξιχνίαση της υπόθεσης κλοπής βρεφών. Μια υπόθεση που είχε συγκλονίσει την περουβιανή κοινωνία τη δεκαετία του 80 και στην διαλεύκανση της είχε συμβάλει και ο δημοσιογράφος Ισμαήλ Λεόν, πατέρας της Μελίνα.

Η Χορχίνα μαζί με τον Τόμας ξεκινούν μαζί έναν άνισο αγώνα για να βρουν τους υπεύθυνους της απαγωγής και το μωρό ενώ ο Λέο, απογοητευμένος, φεύγει για τα βουνά μαζί με τους μαχητές του ‘Φωτεινού Μονοπατιού’.

Η σύγχρονη, ταραγμένη ιστορία της χώρας – και της Λατινικής Αμερικής – στο προσκήνιο, ιδωμένη μέσα από μια διπλή γυναικεία ματιά: της σκηνοθέτιδας και της πρωταγωνίστριας. Η πολύ συγκινητική παρουσία της Παμέλα Μεντόζα, που εντυπωσίασε στις Κάννες, φέρνει σίγουρα στο νου την Κλέα, την μιξτέκα πρωταγωνίστρια του Κουαρόν Γιαλίτσα Απαρίσιο που έφτασε μέχρι την πεντάδα των περσινών Όσκαρ ερμηνείας. Άλλος ένας πρωταγωνιστικός ρόλος για μια γυναίκα ιθαγενή της Λατινικής Αμερικής, μια ακόμα ευκαιρία να κατατεθεί το τραυματικό παρόν των ιθαγενών πληθυσμών της ηπείρου μέσα από μια γυναικεία ιστορία.  

Η μητέρα της Πάμελα, μια ινδιάνα αγιακουτσάνα από την ενδοχώρα, μετανάστευσε στη Λίμα όπου δούλευε ως καθαρίστρια και υπαίθρια οπωροπώλης και εκεί την μεγάλωσε. Προσπάθησε να αποκόψει την κόρη της από οτιδήποτε είχε σχέση με την καταγωγή της, γιατί το να είσαι ιθαγενής ινδιάνος στην Αμερική σημαίνει μόνο φτώχεια, μιζέρια, πόνο, περιφρόνηση και ρατσισμό. Αυτό προσέλαβε η Παμέλα από την παιδική της ηλικία και όταν μεγάλωσε, αφού σπούδασε σε πείσμα όσων θεωρούν πως οι ινδιάνοι είναι άξιοι μόνο για τα κατακάθια της κοινωνικής πυραμίδας, παλεύει με όποιο τρόπο  μπορεί για τα δικαιώματα των ιθαγενών που σήμερα είναι περίπου το 40% του πληθυσμού της χώρας (και, εύκολο να το μαντέψει κανείς, το πιο φτωχό του κομμάτι).

Κι ένας τρόπος να το παλέψει ήταν μέσα από την έκθεση, την ηθοποιία. Ο ρόλος της στην ταινία της  Λεόν ήταν κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτος. Η Παμέλα δεν δίστασε να πάρει δεκαπέντε κιλά για τις ανάγκες του ρόλου της, για να γίνει η Χορχίνα που, κάπου στο βάθος, της θύμιζε και τη δική της καταπιεσμένη και ταπεινωμένη μητέρα. Αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό. ‘Είμαι κι εγώ μια εξελιγμένη Χορχίνα.’

Μια ματιά στραμμένη προς τους ‘από κάτω’, τους αδικημένους, τους απόκληρους. Μια ιδιαίτερη, γυναικεία ματιά. Οι γυναίκες διατρανώνουν την παρουσία τους τόσο στο κέντρο της βιομηχανίας του θεάματος όσο και στις παρυφές της. Τι το ιδιαίτερο έχει η γυναικεία ματιά συγκρινόμενη με την αντρική, τόσο ιδιαίτερο που θα πρέπει να το αναφέρουμε;

Όσο η Πάμελα/Χορχίνα μου έφερε στον νου τη Γιαλίτσα/Κλέα, άλλο τόσο η απόλαυση που πρόσφερε η φωτογραφία της ταινίας με έκανε να σκεφτώ μια άλλη νέα δημιουργό που έκανε το σκηνοθετικό της ντεμπούτο το 2019 και κέρδισε μάλιστα το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες: την Ματί Ντιοπ με τον Ατλαντικό της, που πρόλαβε και πήρε τα αποκλειστικά δικαιώματα διανομής το Νέτφλιξ και δεν θα τον δούμε στις σκοτεινές αίθουσες, ούτε και θα ακούσουμε πολλά πράγματα γι’αυτόν. Εκτός από την λεπτών αποχρώσεων καταγραφή της συναισθηματικής πορείας των ηρωίδων τους, τόσο η Ντιόπ όσο και η Λεόν δημιουργούν έναν κόσμο ποιητικής ομορφιάς από το τίποτα. Μέσα από τις στοιχεία της καθημερινότητας, μια γωνία του δρόμου, μια μισογκρεμισμένη κεραμοσκεπή, ένα ρούχο που κρέμεται, καταφέρνουν να στήσουν εικόνες εικαστικά πρωτότυπες και αψεγάδιαστες, άμεσους φορείς των συναισθημάτων που προσπαθούν να μας μεταδώσουν.

Η γοητεία του ασήμαντου, η ποιητική της καθημερινότητας. Η Λεόν κινηματογραφεί την πρωτεύουσα του Περού με ευρηματικότητα, σαν να πρόκειται για δυο χωριστές πόλεις: η μία είναι προορισμένη για αυτούς που έχουν και μπορούν και η άλλη για τους φουκαράδες. Η πόλη των πλούσιων με την επιβλητική αποικιακή αρχιτεκτονική – τα πελώρια κτίρια που χτίστηκαν για να φιλοξενήσουν την ισπανική διοίκηση που ήθελε να επιβληθεί και με τον όγκο τους στον ιθαγενή πληθυσμό είναι τώρα τα άντρα της αστικής τάξης, της λευκής μειοψηφίας, που επιβάλει τη θέληση της στον ιθαγενή πληθυσμό. Ο Λέο και η Χορχίνα μοιάζουν μικροσκοπικοί, καθώς κινούνται σκυφτοί μπροστά στις προσόψεις τους. –

Οι εσωτερικοί χώροι της πόλης των πλούσιων και των ισχυρών έχουν μια διαύγεια που τονίζεται από την αντίθεση του ασπρόμαυρου. Οι επιφάνειες είναι λείες και οι γραμμές κοφτερές. Η σκληρότητα του έντονου κοντράστ κάνει τη Χορχίνα και τον Λέο να μοιάζουν ακόμα πιο χαμένοι, έτσι όπως μαζεύουν το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους ντροπιασμένοι για το γεγονός ότι υπάρχουν.

Η παραγκούπολη των φτωχών, η φαβέλα που είναι σκαρφαλωμένη πάνω στην απότομη πλαγιά, καταγράφεται θολή, σ’ένα φιλμ με χοντρό κόκκο, λες και οι λεπτομέρειες της στερημένης ζωής, το δωμάτιο κάτω από την τσίγκινη σκεπή, δεν πρέπει να καταγραφούν. Από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της ταινίας η πορεία του ζευγαριού στην ανηφόρα για το σπίτι του, μετά από άλλη μια μέρα ήττας μέσα στην πόλη. Το κεκλιμένο επίπεδο και που άνω του κινούνται οι τραγικές φιγούρες θυμίζει πλάνα από κλασικά αριστουργήματα του βωβού. Η επίπονη ανάβαση μοιάζει με την άνοδο στο Γολγοθά.

Οι δυο πόλεις σμίγουν όταν συναντιόνται η Χορχίνα με τον Τομάς. Αποξενωμένοι και οι δυο από τον κόσμο που τους περιβάλει, η μία λόγο φυλής και ο άλλος λόγω ερωτικής επιλογής, θα ενώσουν τις δυνάμεις και θα παλέψουν για λίγο μαζί. Για να χαθούν και πάλι.

Η ιστορία της καταπίεσης των ιθαγενών πληθυσμών της Αμερικής πρέπει να γραφεί και το πρώτο βήμα έχει γίνει. Θα περιμένουμε με χαρά και το επόμενο, όταν θα πάρουν οι ίδιοι την κάμερα στο χέρι για να πουν μόνοι την ιστορία τους.

 

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις