Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

H ταινία της εβδομάδας: Με διαβατήριο τη γοητεία (The charmer)

Με διαβατήριο τη γοητεία – The charmer Διάρκεια: 100΄ Σκηνοθεσία: Μιλάντ Αλαμί Πρωταγωνιστούν: Αρνταλάν Εσμαϊλί, Σόχο Ρεζανετζάντ, Λαρς Μπρίγκμαν Δυο..

Με διαβατήριο τη γοητεία – The charmer

Διάρκεια: 100΄

Σκηνοθεσία: Μιλάντ Αλαμί

Πρωταγωνιστούν: Αρνταλάν Εσμαϊλί, Σόχο Ρεζανετζάντ, Λαρς Μπρίγκμαν

Δυο ταινίες από τη Δανία αυτή τη βδομάδα. Η μία είναι η τελευταία ταινία του πιο αμφιλεγόμενου σκηνοθέτη των τελευταίων δεκαετιών, μια ακόμα βουτιά στην άβυσσο των συναισθημάτων και των σκέψεων του Τριερ. Και η άλλη μια ταινία που ο  σκηνοθέτης της δεν είναι καθόλου Δανός αλλά η ιστορία που αφηγείται πατάει γερά πάνω στην πραγματικότητα της Βόρειας Ευρώπης.

Ο Αλαμί είναι ένας Ιρανός που μεγάλωσε στη Σουηδία και ζει στη Δανία. Όταν γυρνάει μια ταινία – την πρώτη του μεγάλου μήκους – με θέμα τη μετανάστευση, ξέρει καλά για η πράγμα μιλάει. Γράφει μαζί την Ινγκεμπορντ  Τόπσο ένα σενάριο που, ενώ υπακούει στους κανόνες του θρίλερ και δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου αιωρείται μια αδιόρατη απειλή, είναι γειωμένο στη βιωμένη πραγματικότητα.

Στις  ταινίες με θέμα τη μετανάστευση και την προσφυγιά η προσέγγιση του Ξένου, του διαφορετικού από μας, από τους ευρωπαίους σκηνοθέτες, είναι συνήθως αμήχανη και προβάλει τις ευρωπαϊκές σκέψεις, αξίες και στάσεις ζωής στο πρόσωπο του Άλλου. Κάι που δεν συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση. Ο Ισμαήλ, ο πρωταγωνιστής του Αλαμί, είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ή μάλλον της διπλανής εργατικής πολυκατοικίας όπου ζουν φτωχοί μετανάστες και ντόπιοι. Είναι αυτός που έρχεται να ξεφορτώσει τα έπιπλα σε μια μετακόμιση, αυτός που μιλάει σπαστά όταν αγοράζει κάτι από το μίνι μάρκετ, είναι αυτός που χαμηλώνει το κεφάλι όταν πηγαίνει στην υπηρεσία μετανάστευσης για να ζητήσει άδεια παραμονής.

Ο Ισμαήλ είναι ο όμορφος ανατολίτης που ζει σε μια χώρα με ανοιχτόχρωμους ανθρώπους και προσπαθεί να βρει τη θέση του ανάμεσα τους. Διαβατήριο για αυτόν τον δύσκολο κόσμο είναι η γοητεία του και ένα σιδερωμένο κοστούμι που έχει κρεμασμένο στην ντουλάπα του άθλιου δωματίου που μένει και το βάζει όταν βγαίνει έξω και παίζει το θέατρο του  ενταγμένου Ξένου.

Όταν η κοπέλα του τον χωρίζει και του ζητάει να φύγει από το σπίτι της, ο Ισμαήλ μαθαίνει από την υπηρεσία Μετανάστευσης πως έχει δυο μήνες χρονικό περιθώριο να εμφανιστεί με μια κοπέλα – συγκάτοικο για να ανανεώσει την άδεια παραμονής του, αλλιώς θα πρέπει να επιστρέψει στο Ιράν. Κάθε βράδυ βάζει το καλό του κοστούμι και πηγαίνει σε ένα μπαρ, με την ελπίδα πως θα βρει μια γυναίκα που θα τον δεχτεί σπίτι της και θα τον βοηθήσει να βγάλει την πολυπόθητη άδεια παραμονής. Εκεί γνωρίζει τον Λαρς, έναν μυστηριώδη τύπο που ζητάει να μάθει όλο και περισσότερα χωρίς να λέει το γιατί, και τη Σάρα, μια δεύτερης γενιάς ιρανή μετανάστρια που τον ξεμπροστιάζει στο φαρσί μπροστά την δανέζα φίλη της, με την οποία ο Ισμαήλ προσπαθούσε να ερωτοτροπήσει.

Τη δεύτερη φορά που συναντιούνται στο ίδιο μπαρ, η Σάρα τον καλεί σε μια χοροεσπερίδα ιρανών μεταναστών, στην οποία τραγουδάει η μητέρα της. Ο Ισμαήλ γνωρίζει την ιρανική κοινότητα της Κοπεγχάγης μόνο και μόνο για να καταλάβει πως το να είσαι μετανάστης δεν σημαίνει για όλους το ίδιο πράγμα: υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί μετανάστες. Και αυτός είναι ένας φτωχός μετανάστης, όσο κι αν προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του και τους άλλους για το αντίθετο. Αν και μάνα και κόρη τον δέχονται στο σπίτι τους και τον αντιμετωπίζουν σαν μέλος της οικογένειας, o Ισμαήλ δεν αισθάνεται άνετα, ειδικά όταν καταλαβαίνει πως αρχίζει να νιώθει για τη Σάρα πρωτόγνωρα αισθήματα.

Μια καθόλου ωραιοποιημένη καταγραφή της πραγματικότητας εκατομμυρίων συμπολιτών μας που θεωρούνται παρίες μέσα στην ‘Ευρώπη – Φρούριο»:  με το ένα πόδι εδώ και το άλλο σε μια άλλη πραγματικότητα, πολύ μακριά, γοητευμένοι από μια κουλτούρα λαμπερή, που δεν την καταλαβαίνουν και δεν θα την αισθανθούν ποτέ δική τους όσα χρόνια κι αν μείνουν – και, αν μείνουν, θα δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν και να αρνιούνται τη γλώσσα και τις συνήθειες τους – παλεύουν με την ανασφάλεια και τη νοσταλγία – με την αντιφατικότητα της νοσταλγίας, πως νοσταλγείς και αγαπάς κάτι στο οποίο δεν θέλεις να επιστρέψεις;

Ο Αλαμί κατάφερε να δώσει κινηματογραφική σάρκα και οστά σε όσα γνωρίζει από πρώτο χέρι, αποφεύγοντας διδακτισμό και μελοδραματισμούς. Σκηνοθετεί ένα δυνατό ψυχολογικό δράμα όπου η διαφορετική συνθήκη – μετανάστης, μόνιμος κάτοικος – και η πολιτισμική ετερότητα  είναι ο μοχλός ο οποίος δεν εμποδίζει να προβάλουν και να εξελίσσονται ανθρώπινοι χαρακτήρες με υπόσταση, που ο καθένας  έχει τη δική του ιστορία να διηγηθεί.

 

Απόψεις