Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Η κρίση στο… πιάτο μας!

Μέση ημερήσια λήψη θερμίδων κατ’ άτομο, 2.094. Από αυτές , το 82,1% από φυτικές τροφές και μόνο το 13,3% από..

Μέση ημερήσια λήψη θερμίδων κατ’ άτομο, 2.094. Από αυτές , το 82,1% από φυτικές τροφές και μόνο το 13,3% από ζωικές, ενώ απομένει και ένα μερίδιο 4,6% που το καταναλώνει εκτός κατοικίας.

Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50 το ψωμί, το αλεύρι, τα δημητριακά και τα ζυμαρικά συμμετέχουν στο καθημερινό ‘’σιτηρέσιο’’ με 1.262 θερμίδες, δηλαδή το 43,5% του συνόλου, ενώ οι θερμίδες από το κρέας μόλις έφταναν τις 177 (4% του συνόλου) και από τα ψάρια τις 46 (1,6%).

Όταν το 1957 η ΕΣΥΕ (σήμερα ΕΛΣΤΑΤ) αποφάσιζε να κάνει την πρώτη Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών στην ιστορία του ελληνικού κράτους, είχαν περάσει μόλις 8 χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου. Οι εξόριστοι ανέρχονταν σε χιλιάδες , ενώ στις παραγκουπόλεις γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα στοιβάζονταν δεκάδες χιλιάδες εκπατρισμένοι και απόκληροι, κατατρεγμένοι χωριάτες, που ήθελαν να κρυφτούν στην ανωνυμία της πόλης ή ζητούσαν ‘’μια θέση στον ήλιο’’ και ένα γλίσχρο μεροκάματο στην οικοδομή και την κλωστοϋφαντουργία.

Στην ύπαιθρο η οικονομία βρισκόταν ακόμη στο ανταλλακτικό στάδιο και για όσους δεν τους είχε παρασύρει ο στρόβιλος της αστυφιλίας, οι συνθήκες είχαν ωριμάσει πλέον για τη μεγάλη μετανάστευση στο Βέλγιο και στη Γερμανία, που άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του ’60.

Το 1957, που η ΕΣΥΕ δημιουργούσε το πρώτο ‘’καλάθι της νοικοκυράς’’, η Ελλάδα ήταν μια χώρα υποσιτιζόμενων. Έτσι, εντελώς φυσιολογικά προέκυψε η ανάγκη να συμπεριληφθούν στην έρευνα και στοιχεία για την ποσότητα και την ποιότητα των ειδών διατροφής που κατανάλωνε η ελληνική οικογένεια. Τα στοιχεία αυτά τα αλιεύσαμε από την ψηφιακή βιβλιοθήκη της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και παρουσιάζουν ενδιαφέρον, όχι μόνο ιστορικό, καθώς έδειξαν οι εξελίξεις της τελευταίας εξαετίας. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι η έρευνα διενεργήθηκε μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, καθώς ούτε οι δυνατότητες της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά ούτε και οι συνθήκες της εποχής επέτρεπαν την επέκτασή της στις αγροτικές περιοχές.

Πριν 57 χρόνια, λοιπόν, οι Έλληνες κάτοικοι των πόλεων λάμβαναν κατά μέσο όρο 2.904 θερμίδες ημερησίως. Στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού η μέση ημερήσια ποσότητα κατ’ άτομο έφθανε μόλις τις 2.435 θερμίδες, ενώ στις πλουσιότερες οικογένειες ανέβαιναν στις 3.371 θερμίδες. Η έρευνα περιλάμβανε στοιχεία και για άλλες θρεπτικές ουσίες των τροφίμων, όπως λευκώματα, βιταμίνες Α και Β1, ροβοφλεβίνη, νικοτιναμίδη κα ασκορβιτικό οξύ. Όμως εμείς θα περιοριστούμε σήμερα μόνο στις λαμβανόμενες θερμίδες.

Το καθημερινό ‘’θερμιδικό πιάτο’’ του μέσου Έλληνα περιλάμβανε:

-1.262 θερμίδες από ψωμί, αλεύρι και δημητριακά, δηλαδή το 43,5% της μέσης ημερήσιας ποσότητας.

  • Το ψωμί από μόνο του έδινε 804 θερμίδες ή το 27,7% του συνόλου.

-117 θερμίδες από κρέας, δηλαδή μόλις το 4% του συνόλου (για λόγους σύγκρισης να αναφέρουμε ότι μόνο το αλεύρι συνέβαλε στη διατροφή με 111 θερμίδες και τα ζυμαρικά με 108 θερμίδες).

  • Το μοσχαρίσιο και βοδινό κρέας έδινε μόλις 40 θερμίδες και άλλες 48 θερμίδες το αιγοπρόβειο κρέας, ενώ αμελητέα ήταν η συμβολή του χοιρινού και των πουλερικών (7 και 8 θερμίδες αντίστοιχα).

-46 θερμίδες τα ψάρια ή ποσοστό 1,6%. Οι 20 θερμίδες προέρχονταν από παστό μπακαλιάρο, καπνιστές ρέγκες και παστές σαρδέλες και μόνο 23 θερμίδες από νωπά ψάρια.

-623 θερμίδες από έλαια και λίπη ή 21,5% του συνόλου.

  • Οι 484 θερμίδες προέρχονταν από ελαιόλαδο (16,7% του συνόλου), οι 84 από φυτικά λίπη και οι 33 από βούτυρο, ενώ το μερίδιο των ελιών ήταν 22 θερμίδες- όσες σχεδόν και των νωπών ψαριών.

-Τα γαλακτοκομικά και τα αυγά προσέφεραν 190 θερμίδες ή το 6,5% του συνόλου.

  • Στο νωπό γάλα ανήκουν οι 69 θερμίδες και στα τυριά οι 62 θερμίδες.

-Η συμμετοχή των οσπρίων και των ξηρών καρπών φθάνει τις 101 θερμίδες (το 3,5% του συνόλου), από τις οποίες οι 82 ανήκουν στα όσπρια.

-Τα λαχανικά και οι πατάτες συγκεντρώνουν 138 θερμίδες ή ποσοστό 4,7%, από τις οποίες οι 74 ανήκουν στις πατάτες και οι 62 στα φρέσκα λαχανικά.

-96 θερμίδες προέρχονται από το φρούτα, από τις οποίες οι 29 από τα εσπεριδοειδή (3,3% του συνόλου).

-Η ζάχαρη και τα παρεμφερή προϊόντα συνεισφέρουν 197 θερμίδες (6,8%), μ τη ζάχαρη να συγκεντρώνει τη μερίδα του λέοντος, 134 θερμίδες.

-Πολύ μικρό είναι το μερίδιο των τροφίμων που καταναλώνονται εκτός του σπιτιού, μόλις 135 θερμίδες ή το 4,6%. Τα γεύματα εκτός οικίας δίνουν 74 θερμίδες και το κολατσιό και οι καφέδες 59 θερμίδες.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι το 1957 μόνο από το ψωμί και το λάδι οι Έλληνες προσλάμβαναν το 44,4% των θερμίδων, ενώ αν προστεθούν ορισμένα ακόμη από τα ‘’τρόφιμα των φτωχών’’, δηλαδή τα ζυμαρικά, το αλεύρι, τα όσπρια και οι ελιές, το ποσοστό κάλυψης ανεβαίνει στο 55,5%.

Τα πέντε πρώτα τρόφιμα με τις περισσότερες θερμίδες στο καθημερινό ‘’σιτηρέσιο’’ ήταν:

  • Ψωμί 804 ή 27,7%.

  • Ελαιόλαδο 484 ή 16,7%.

  • Ζάχαρη 134 ή 4,6%.

  • Αλεύρι 111 ή 3,8%.

  • Ζυμαρικά 108 ή 3,7%.

Η πεντάδα αυτή συνεισέφερε το 56,5% της μέση ημερήσιας κατ ‘ άτονο προσλαμβανόμενης ποσότητας θερμίδων, 1641 σε σύνολο 2.904.

Πέρα όμως από την ποσοτική και ποιοτική πλευρά της διατροφής, υπάρχει και η οικονομική. Εξετάζοντας από αυτή την πλευρά το ‘’καλάθι της νοικοκυράς’’ των αστικών περιοχών της χώρας το 1957, συμπεραίνουμε ότι οι Έλληνες της εποχής εκείνης δούλευαν κυριολεκτικά για το ‘’ψωμί της οικογένειας’’.

Στα πιο φτωχά στρώματα του πληθυσμού οι δαπάνες για τα είδη διατροφής ξεπερνούσαν το 50% των οικογενειακών προϋπολογισμών.

Στο σύνολο του πληθυσμού, οι δαπάνες για τρόφιμα έφταναν περίπου το 40% του μέσου οικογενειακού προϋπολογισμού, ενώ αν προστεθούν τα οινοπνευματώδη ποτά και τα τσιγάρα, το αντίστοιχο ποσοστό ανεβαίνει στο 44%.

Ιδιαίτερα ανελαστικές ήταν- και είναι- οι δαπάνες στέγασης, που το 1957 κάλυπταν το 12% του ‘’καλαθιού’’, ενώ τα έξοδα μετακίνησης (κυρίως εισιτήρια μέσων μαζικής μεταφοράς) αναλογούσε στο 5% των οικογενειακών προϋπολογισμών.

Στις επόμενες έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών η μέση δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές τροφίμων, ως ποσοστό επί του συνόλου των δαπανών, ακολούθησαν σταθερά πτωτική πορεία, με εξαίρεση το 1974. Η έξαρση του 1974 οφείλεται στην καθίζηση που υπέστησαν τα λαϊκά εισοδήματα λόγω της απότομης αύξησης του πληθωρισμού, που ήταν επακόλουθο της πρώτης μεγάλης πετρελαϊκής κρίσης. Όμως, στη συνέχεια, η πτωτική πορεία συνεχίστηκε. Για πρώτη φορά το 1988 η συμμετοχή των τροφίμων στο ‘’καλάθι της νοικοκυράς’’ πέφτε κάτω από το30%, ενώ το 2008 το ποσοστό έχει συρρικνωθεί στο 16,4%.

Η ευημερία ενός λαού είναι αντιστρόφως ανάλογος του μεριδίου των ειδών διατροφής στο ‘’καλάθι της νοικοκυράς’’. Για παράδειγμα, στα περισσότερα κράτη του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου τα τρόφιμα καλύπτουν πάνω από το 50% του οικογενειακού προϋπολογισμού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη Νορβηγία κυμαίνεται γύρω στο 12%.

Στην Ελλάδα η ευημερία, πραγματική ή δανεική, έφτασε στο υψηλότερο σημείο της το 2008, με τα είδη διατροφής να καλύπτουν μόλις το 16,4% του μέσου οικογενειακού προϋπολογισμού. Από το 2009 το ποσοστό αυτό βρίσκεται σε συνεχή αυξητική πορεία και ήδη το 2013 έφτασε το 20,4%, δηλαδή ‘’κέρδισε’’ 4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2008. Η διαφορά καλύφθηκε με μείωση του μεριδίου άλλων πιο ‘’ελαστικών’’ δαπανών, όπως οι δαπάνες για ένδυση και υπόδηση, για πολιτισμό και ψυχαγωγία, για εστίαση και τουρισμό, για διαρκή καταναλωτικά αγαθά κλπ.

Το 1957 η μέση οικογενειακή δαπάνη για αγορά αυτοκινήτου ήταν 3,3 δραχμές, ή το 0,3% του συνόλου του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος. Το 2008 το αντίστοιχο ποσό ανερχόταν σε 98,2 ευρώ το μήνα, που αναλογούσε στο 4,6% των οικογενειακών δαπανών, για να συρρικνωθεί το 2013 στα 36,69 ευρώ (2,4% του ‘’καλαθιού’’). Επίσης, το μερίδιο των επικοινωνιών στις δαπάνες (τηλέφωνο) αυξήθηκε από 0,6% σε 4,4% και διατηρήθηκε στο 4,6% το 2013. Την εποχή εκείνη στα ερωτήματα δεν περιλαμβανόταν καν η κατανάλωση βενζίνης, που πρωτοεμφανίστηκε στην Έρευνα του 1974 και ήδη καλύπτει το 5% των οικογενειακών δαπανών (το ποσοστό διατηρήθηκε υψηλό, παρά τη μείωση της κατανάλωσης. Λόγω της υπερφορολόγησης της βενζίνης. Και βεβαίως, η καταναλωτική πίστη ήταν κάτι το εντελώς άγνωστο, ενώ σήμερα απειλεί χιλιάδες οικογένειες με πλειστηριασμούς περιουσιών και αποτελεί το μεγαλύτερο άγχος των ανέργων, αλλά και των εργαζόμενων και των συνταξιούχων, λόγω της τεράστιας μείωσης των εισοδημάτων τους.

Το 2009 τερματίστηκε μία πορεία σχεδόν μισού αιώνα συνεχούς ανόδου του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού. Μισθοί και συντάξεις περικόπηκαν, κεκτημένα που θεωρούνταν ως δεδομένα και αδιαπραγμάτευτα καταργήθηκαν εν ριπή οφθαλμού. Οι άνεργοι κυμαίνονται γύρω στα 1,3 εκατομμύρια άτομα, ενώ τα εισοδήματα έχουν μειωθεί πάνω από 25% ή και 30% και η αγοραστική τους δύναμη έως και 50%.

Για τις επιπτώσεις της κρίσης στο βιοτικό επίπεδο της ελληνικής οικογένειας, να αναφέρουμε εντελώς ενδεικτικά ότι, σύμφωνα με τις έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ των ετών 2008 και 2013, το διάστημα αυτό:

-Τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα κάτω από 750 ευρώ αυξήθηκαν από 193.747 σε 1.068.038, αύξηση 451,3%.

-Τα νοικοκυριά με μηνιαίες δαπάνες κάτω από 750 ευρώ αυξήθηκαν από 246.706 σε 435.422, αύξηση 75,5%.

-Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ένα δωμάτιο αυξήθηκαν από 152.200 σε 215.024, αύξηση 41,3%.

-Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε κατοικίες μικρότερες των 40 τμ αυξήθηκαν από 185.717 σε 243,874μ αύξηση 31,3%.

-Τα νοικοκυριά με κεντρική θέρμανση μειώθηκαν από 3.094.842 σε 1.592.835, μείωση 48,5%.

-Τα νοικοκυριά χωρίς καθόλου θέρμανση αυξήθηκαν από 17.419 σε 61.372, αύξηση 252,3%.

-Η μέση μηνιαία κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης μειώθηκε από 80 σε 30 λίτρα, μείωση 62,5%.

Να πούμε και κάτι για την εργασία, ένα θέμα που ‘’παίζει’’ πολύ αυτές τις ημέρες από την κυβέρνηση, η οποία τάζει χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας:

Το διάστημα 2008-2013 χάθηκαν 1.091.264 θέσεις εργασίας ή το 23,7% του συνόλου. Το ίδιο διάστημα οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 942.500 άτομα ή ποσοστό 243%….

Απόψεις