Στον προεκλογικό διάλογο έχει ενσκήψει εκ νέου το ζήτημα για τη συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16, γεγονός που θα ανοίξει το δρόμο για τη λειτουργία ιδιωτικών ανωτάτων ιδρυμάτων στην Ελλάδα.
Οι κήρυκες του νεοφιλελευθερισμού επικαλούνται τακτικά το παράδειγμα του Harvard ως ενός εμβληματικού ιδιωτικού πανεπιστημίου, καλώντας μάλιστα συχνά υποψήφιους της Αριστεράς που έχουν σπουδάσει ή εργάζονται σε αντίστοιχα πανεπιστήμια της Αμερικής να εξηγήσουν γιατί δεν υιοθετούν την προσωπική τους επιλογή και ως εθνική.
Ο συλλογισμός ξετυλίγεται κάπως έτσι: Το Harvard (και άλλα παρόμοια ιδρύματα) κατατάσσονται παγκοσμίως στα σημαντικότερα και πλέον καταξιωμένα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Το Harvard είναι ένα ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό ίδρυμα. Άρα ικανή και αναγκαία συνθήκη για να έχουμε και στην χώρα μας παρόμοιας αξίας ιδρύματα είναι η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Πρόκειται για έναν ατελή επαγωγικό συλλογισμό που οδηγεί με λογικό άλμα σε ένα συμπέρασμα που δεν είναι ασφαλές. Όσοι μάλιστα εναντιώνονται στις προτάσεις ιδιωτικοποίησης κατηγορούνται ως αρνητές της αριστείας και της προόδου.
Όσοι προτείνουν τη μηχανιστική αντιγραφή αλλότριων μεθοδολογιών και τρόπων οργάνωσης δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι το κάθε σύστημα έχει τις δικές του ξεχωριστές ιστορικές καταβολές, ανταποκρίνεται σε μοναδικά στάδια εξέλιξης της κάθε χώρας και είναι προϊόν συγκεκριμένων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνθήκων. Κατά καιρούς έχει προταθεί για τη χώρα μας το φιλανδικό μοντέλο για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το αμερικανικό για την τριτοβάθμια και το ισραηλινό μοντέλο για την ανάπτυξη της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι όλα αυτά αποτελούν μια πανσπερμία διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών συστημάτων που απαντούν σε διαφορετικές εθνικές και κοινωνικές ανάγκες. Ακόμα και στο απλούστερο επίπεδο της υιοθέτησης «καλών πρακτικών», αυτές θα πρέπει να διαμορφώνονται στα μέτρα και στις απαιτήσεις της εκάστοτε κοινωνίας.
Στο διεθνή χώρο, και ειδικότερα στη Ευρώπη, υπάρχουν δημόσια πανεπιστήμια τα οποία σε πολλά επιστημονικά πεδία είναι εφάμιλλα των κορυφαίων ιδιωτικών της Αμερικής καθώς και πλήθος ιδιωτικών με πολύ χαμηλούς δείκτες ακαδημαϊκής ποιότητας. Είναι άραγε το είδος του νομικού προσώπου, (στην περίπτωση του Harvard ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό) η καθοριστική αιτία για την επιτυχία του; Και τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «ιδιωτικό»;
Σύμφωνα με το δημοσιευμένο οικονομικό απολογισμό του Harvard για το 2022, τα ετήσια έσοδα του ανήλθαν στο εντυπωσιακό ποσό των 5,8 δισ. δολαρίων. Είναι εύκολο να αναλογιστεί κάνεις πως με μια ορθή διαχείριση, το ποσοτικό πλεονέκτημα μετατρέπεται σε ποιοτικό. Διαχρονικά, η βασική και σταθερή πηγή εσόδων του ιδρύματος (45% ή 2,6 δισ. δολάρια για το 2022) είναι οι δωρεές και χορηγίες και κυρίως οι αποδόσεις ενός Ταμείου στο οποίο συγκεντρώνονται αυτές οι δωρεές και χορηγίες εδώ και τετρακόσια χρόνια (στον ισολογισμό αυτή η κατηγορία εσόδων καταγράφεται με τον ελληνικό όρο «Φιλανθρωπία») και έχει σήμερα καθαρή αξία 50,8 δισ. δολάρια! Ένα 17% των εσόδων προήλθε από χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα, ένα επιπλέον 17% από παροχή υπηρεσιών, δημοσιεύσεις, εκμετάλλευση διανοητικής περιουσίας κ.α. και το υπόλοιπο 21% από τα δίδακτρα των φοιτητών, την διαχείριση των φοιτητικών εστιών και την παροχή συνεχιζόμενης επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Σε σύγκριση, το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο λειτουργίας των πανεπιστημίων στην Ελλάδα επιτρέπει τη χρηματοδότηση τους από έσοδα ερευνητικών προγραμμάτων, από παροχή υπηρεσιών και εκμετάλλευση διανοητικής περιουσίας ακόμα και από δωρεές και χορηγίες. Ποιος ειλικρινά πιστεύει ότι ο αποφασιστικός παράγοντας που διαφοροποιεί το μέσο ελληνικό πανεπιστήμιο από τα μεγάλα ιδιωτικά των ΗΠΑ είναι τα έσοδα από τα δίδακτρα; Αλλά επίσης πόσο εφικτή και πρόσφορη είναι η αναπαραγωγή του μοντέλου διαχείρισης που περιγράφηκε παραπάνω λαμβάνοντας υπόψη το οικονομικό και παραγωγικό σύστημα στη χώρα μας;
Το Harvard είναι ένα εμβληματικό ίδρυμα λόγω των ιστορικών καταβολών του ως ένας σημαντικός θεσμός, σε ένα κράτος – υπερδύναμη και σε μια οικονομία με ακαθάριστο εθνικό προϊόν 100 φορές μεγαλύτερο από το ελληνικό. Και αυτή η οικονομική διαφορά, μέσα στο υφιστάμενο καπιταλιστικό σύστημα, διαχέεται σε όλο το εποικοδόμημα της κοινωνίας από την ποιότητα των πανεπιστημίων έως το μέγεθος και την παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα η διεθνής κατάταξη των ελληνικών πανεπιστημίων (άσχετα από τις όποιες επιφυλάξεις για τη μεθοδολογία αξιολόγησης) αντικατοπτρίζει grosso moto αυτήν τη διάφορα των δυο τάξεων μεγέθους. Τα ελληνικά ιδρύματα κατατάσσονται στις θέσεις 200-1000 όταν τα αντίστοιχα εμβληματικά της Αμερικής καταλαμβάνουν θέσεις στην πρώτη δεκάδα.
Ταυτόχρονα όμως, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια των ΗΠΑ είναι δημιουργήματα μιας κοινωνίας η οποία όσο και εάν προοδεύει, δοκιμάζεται από έντονες κοινωνικές ανισότητες, άδικη κατανομή του πλούτου και εσωτερικές αντιθέσεις στις παραγωγικές σχέσεις. Ο τραμπισμός άνθισε και στέριωσε στο τοπίο αυτό. Τα ιδιωτικά ανώτατα ιδρύματα, ως θεσμικά στοιχεία αυτής της κοινωνίας, συντηρούν και ανατροφοδοτούν τις ανισότητες. Για παράδειγμα, το υφιστάμενο σύστημα έχει οδηγήσει τους φοιτητές στις ΗΠΑ σε μια υπερχρέωση ρεκόρ ύψους άνω του 1,5 τρισ. δολαρίων, η οποία χαρακτηρίζεται ως βραδυφλεγής βόμβα στα θεμέλια της αμερικανικής οικονομίας, με πιθανές παγκόσμιες συνέπειες.
Οι νεοφιλελεύθεροι θιασώτες της ιδιωτικοποίησης των ελληνικών πανεπιστημίων έχουν συχνότερα στο μυαλό τους ένα μοντέλο όπου νεόκοπα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα προσελκύουν φοιτητές-πελάτες, προσβλέποντας στο κέρδος από τα δίδακτρα και τη διαχείριση ακινήτων, παρά τα εμβληματικά ιδρύματα του εξωτερικού. Το μοντέλο αυτό δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας μας και δεν είναι συμβατό με το όραμα μιας παραγωγικής ανασυγκρότησης με βάση την οικονομία και τη κοινωνία της γνώσης.
Ακόμα και το συχνό ερώτημα «γιατί να μην επιτρέψουμε τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ώστε να μη φεύγουν χρήματα και νέοι άνθρωποι στο εξωτερικό;» είναι υποκριτικό. Το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που καταφεύγουν για προπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό αφορά νέους που δεν εξασφάλισαν μία θέση σε τμήμα ή σχολή της επιλογής τους. Όποιος ενδιαφέρεται πραγματικά για τη φυγή των νέων ας καταργήσει πρώτα την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής που στερεί την πρόσβαση σε 20.000 υποψηφίους κάθε χρόνο. Η αναπτυξιακή διάσταση των πανεπιστημίων πραγματώνεται αποτελεσματικότερα με την ενίσχυση των δημόσιων υποδομών και την ενδυνάμωση της φοιτητικής μέριμνας και όχι με την εκχώρηση του έργου των πανεπιστημίων σε ιδιώτες.
Η λύση δεν είναι ένα πανεπιστήμιο που θα επιβαρύνει περαιτέρω τη μέση οικογένεια και θα εξαρτά τη βιωσιμότητα του από τη φιλανθρωπία του ιδιωτικού κεφαλαίου, επιτείνοντας τις ταξικές ανισότητες. Αλλά ένα αποτελεσματικό, δημόσιο και δωρεάν σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που θα επιτρέπει στα ανώτατα ιδρύματα να επιτελέσουν το διπλό ρόλο τους: ως φορείς που παρέχουν άρτια εκπαίδευση στους νέους επιστήμονες και παράγουν υψηλής ποιότητας ερευνητικό έργο και ως το ύστατο μέσο για την άμβλυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων και την ενίσχυση της κοινωνικής κινητικότητας.
Γιώργος Χουρδάκης
Διδάκτορας Φυσικής