Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: Ματιές στα Βαλκάνια

Μα τι χώρα! (What a country!) - Σκηνοθεσία: Βίνκο Μπρέσαν / Αδελφή (Sister) - Σκηνοθεσία: Σβέτλα Τσιτσόρκοβα

Αγαπημένο ραντεβού του φεστιβάλ το βαλκανικό του τμήμα, κάθε χρόνο με τις καλύτερες δημιουργίες από τη χερσόνησο του Αίμου. ***..

Αγαπημένο ραντεβού του φεστιβάλ το βαλκανικό του τμήμα, κάθε χρόνο με τις καλύτερες δημιουργίες από τη χερσόνησο του Αίμου.

***

Μα τι χώρα! – What a country!

2018 

Διάρκεια: 118’

Σκηνοθεσία: Βίνκο Μπρέσαν

Πρωταγωνιστούν: Κρέμισιρ Μίκιτς, Λάζαρ Ριστόβσκι, Νίκσα Μπούτιτζερ

Ένας στρατηγός, βετεράνος του πολέμου με τη Σερβία, θέλει να αυτοκτονήσει και ψάχνει να βρει το πώς και το πότε. Ο υπουργός Εσωτερικών της Κυβέρνησης κλείνεται από μόνος του σε ένα κελί και δεν λέει να βγει. Ένας συνταξιούχος με τρεις φίλους του κλέβουν από το νεκροταφείο το φέρετρο με τη σωρό του Ντούζμαν και κατευθύνονται προς άγνωστον κατεύθυνση.

Το κοινωνικό και, κυρίως, το πολιτικό αλαλούμ που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτητοποίηση της Κροατίας είναι πάντα παρόν στη φιλμογραφία του Βίνκο Μπρέσαν, του σημαντικότερου σύμφωνα με τους κριτικούς σύγχρονου Κροάτη σκηνοθέτη. Στην έκτη μεγάλου μήκους ταινία του πηγή ‘έμπνευσης’ ήταν το φαινόμενο των αυτοκτονιών βετεράνων του σερβο-κροατικού πολέμου, τα κρούσματα διαφθοράς σε ανώτατα κλιμάκια της κυβέρνησης, η πανταχού παρούσα μορφή του Φράνιο Τούτζμαν, πρώτου προέδρου της χώρας  μετά την απόσχιση από τη Γιουγκοσλαβία το 1990. Βασικό θέμα η διαρκής δυσαρέσκεια των Κροατών για την καθημερινότητα τους και την κατάσταση στη χώρα τους. ‘Κανείς στην Κροατία δεν είναι ευχαριστημένος με την κατάσταση που επικρατεί’, είπε ο σκηνοθέτης απαντώντας σε ερώτηση μετά το τέλος της προβολής της ταινίας.

Φανατικός θαυμαστής του Μπουνιουέλ, με μια κινηματογραφική γραφή που αιωρείται ανάμεσα στην κωμωδία, τη σάτιρα και το παράλογο, ο Μπρέσαν γυρίζει μια ταινία που καυτηριάζει όλα τα κακώς κείμενα της χώρας του με τον πιο δηκτικό τρόπο. Το κοινό γέλασε πολλές φορές, ειδικά στα σημεία που η σάτιρα ακουμπούσε στη σύγχρονη ιστορία της περιοχής. Εδώ είναι Βαλκάνια…

Δίπλα στο γέλιο όμως βρίσκεται πάντα και ο πόνος, όπως οι μάσκες του αρχαίου θεάτρου που γέρνουν η μια πάνω στην άλλη. Ο πόνος του τραύματος που δεν λέει να κλείσει, οι πληγές των μαζικών τάφων, η απογοήτευση για τη διάψευση του ονείρου για μια άλλη, νέα, καλύτερη πατρίδα. Οι ήρωες που στην αρχή εμφανίζονται σαν καρικατούρες, ενώ προχωράει η ταινία και εξελίσσεται η ιστορία αποκτούν σάρκα και οστά και μαζί μ’αυτά μια τραγική υπόσταση, καθώς έρχονται αντιμέτωποι με τις επιλογές τους και τις συνέπειες αυτών των επιλογών. 

***

Αδελφή – Sister

2019

Διάρκεια: 97΄

Σκηνοθεσία: Σβέτλα Τσιτσόρκοβα

Πρωταγωνιστούν: Μόνικα Ναϊντένοβα, Σβετλάνα Γιάντσεβα, Άσσεν Μπλατέτσκι

Η δεύτερη ταινία της νεαρής Τσιτσόρκοβα είναι ένα δυνατό δράμα χαρακτήρων που, αν και διαδραματίζεται σε μια μίζερη μικρή επαρχιακή πόλη της κεντρικής Βουλγαρίας, θα μπορούσε να συμβαίνει παντού, όπου υπάρχουν φτωχοί άνθρωποι που παλεύουν καθημερινά για το μεροκάματο,  όπου οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας πλέκουν αξεδιάλυτα πλοκάμια που φέρνουν συγκρούσεις και δάκρυα, όπου το παρελθόν ορίζει το μέλλον των ανθρώπων και περιορίζει τις όποιες ελευθερίες τους.

Σ’ αυτή τη μικρή, μίζερη βουλγαρική επαρχιακή πόλη ζει η Ράννυα με την αδελφή της και τη μητέρα της. Οι τρεις τους παλεύουν να τα βγάλουν πέρα με την οικογενειακή βιοτεχνία κεραμικών εντελώς αυτονομημένη: μόνες τους μαζεύουν τον πηλό από την πλαγιά δίπλα στο σπίτι τους, τον συσκευάζουν, τον τορνεύουν, τον σκαλίζουν, τον πλάθουν, τον χρωματίζουν, τον ψήνουν και τον πουλάνε. Στο κιόσκι με τα μικρά αγαλματίδια απασχολείται κυρίως η Ράννυα, η οποία λέει στους περαστικούς, υποψήφιους αγοραστές απίστευτες ιστορίες τις οποίες κατεβάζει από το κεφάλι της και τις σερβίρει ως την τραγική ιστορία της οικογένειας της. Και οι περισσότεροι υποψήφιοι πελάτες θλίβονται για τη μοίρα της μικρής και την βοηθούν αγοράζοντας τα αγαλματίδια που η ίδια μερικές μέρες πριν έχει φτιάξει.

Η Ράννυα έχει μια καταπληκτική ικανότητα στο να φτιάχνει ιστορίες και το κάνει συστηματικά, μπερδεύοντας τους ανθρώπους γύρω της και εξαγριώνοντας την μητέρα και την αδελφή της.  Τα ψέματα είναι η άμυνα της, η προσπάθεια να ξεφύγει από την πνιγηρή καθημερινότηταπου επιβάλει η σκληρή δουλειά και η έλλειψη οποιασδήποτε προοπτικής. Το μόνο που καταφέρνει όμως είναι να απομονώνεται από τους γύρω της, που την θεωρούν από ιδιόρρυθμη έως τρελή. Ζώντας σε ένα κλειστό γυναικείο κόσμο από το οποίο  απουσιάζει η μορφή του πατέρα, απέναντι σε μια πικραμένη και αποξενωμένη μάνα, η μόνη στενή της σχέση είναι με την αδελφή της με την οποία κοιμούνται κάθε βράδυ κεφάλι με κεφάλι.

Σε αυτό τον γυναικείο κόσμο εισέρχεται ένας άντρας, ο Μίλο, ένας χοντροκομμένος ιδιοκτήτης βουλκανιζατέρ που φλερτάρει και με τις δυο αδελφές αλλά ‘τα φτιαχνει’ με τη μεγαλύτερη. Η Ράννυα ούτως ή άλλως είναι ένα αγρίμι που βρίζει όποιον άντρα πάει να την πλησιάσει. Η παρουσία του άντρα δεν θα αργήσει να ρίξει την σπίθα για να πάρει φωτιά μια οικογένεια που είναι σαν καζάνι έτοιμο να σκάσει, καθώς μυστικά, αντιζηλίες, ενοχές και μνησικακία θα βγουν ανεξέλεγκτα στην επιφάνεια.

Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, μετά από τη ‘Δίψα’ που είχε κερδίσει τις εντυπώσεις πριν από τρία χρόνια στο φεστιβάλ, η Τσιτσόρκοβα στήνει ένα δράμα χαρακτήρων με φόντο μια περιοχή κεραμοποιών στην κεντρική Βουλγαρία. Οι τέσσερεις πρωταγωνιστές της ταινίας, τόσο ως αυθύπαρκτοι χαρακτήρες όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις, οδηγούν αβίαστα το δράμα στην εξέλιξη του και την αναπόφευκτη κορύφωση/λύση του, καθώς το σενάριο έχει είναι δουλεμένο με τέτοια μαεστρία που θα τολμούσα να πω πως μου θύμισε λίγο τα θεατρικά του Τέννεση Ουίλλιαμς, διακινδυνεύοντας να θεωρηθώ βλάσφημη.

 

Απόψεις