Επιμέλεια: Εύα Νικολαίδου –
Ο Σταύρος Τσακίρης σπουδάζει συνεχώς. Είναι εραστής της μάθησης. Είναι πολυμαθής, ένας σκηνοθέτης με γνώσεις και ταλέντο. Όμως δεν παρακολουθεί μόνο διάφορες σχολές στο πανεπιστήμιο, παρέχει και την παιδεία ως δάσκαλος. Πιστεύει ότι με τη συνδρομή ενός καλού δάσκαλου εύκολα κατακτάς την αρετή. Ο ίδιος θυμάται τον αγαπημένο του δάσκαλο Μίνωα Βολανάκη.
ΕΝΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΑΓΑΡΑ.
15 Νοεμβρίου 2024. Ήρθε το απόγευμα κι όμως τον είχα ξεχάσει. Μια τέτοια μέρα, πριν 25 χρόνια αποσύρθηκε οικειοθελώς από τον ορατό περίγυρό μας ένας Άντρας με μάτι μύγας (πολυπρισματικό), γλώσσα μελιστάλαχτη αλλά με κεντρί σφίγγας. Με αργές κινήσεις του σώματος, γιατί ο νους του στροβιλιζόταν μονίμως με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αγαπούσε παθιασμένα τους ανθρώπους γι’ αυτό τους απόφευγε, (θυμάμαι όλοι να τον ψέγουν γιατί ήταν εξαφανισμένος, ούτε στο τηλέφωνο δεν απαντούσε).
Εμφανιζόταν μόνο, όταν σε χρειαζόταν. Δεν είχε ποτέ τηλεφωνικό σημειωματάριο. Θυμόταν περίπου 3.000 αριθμούς. Διάβαζε διαρκώς, την κάθε ώρα σε κάθε τόπο, ανεξάρτητα με ό,τι συνέβαινε γύρω του. Στις πρόβες, γιατί ήταν σκηνοθέτης έμοιαζε σαν να μην παρακολουθεί. Πολλές παρατηρήσεις του έμοιαζαν με παραβολές. Το καλύτερο όμως ήταν, όταν σε μια ερώτηση ηθοποιού για κάτι που τον δυσκόλευε στο ρόλο απαντούσε: μην ανησυχείς, καλά πας, τα κόκκινα παπούτσια που σου φόρεσε ο ενδυματολόγος σ’ εμποδίζουν, θα τ’ αλλάξουμε, κι ο ρόλος
απογειωνόταν.
Αυτός ο Άντρας που πέταξε το κασκόλ του κι ένα βιβλίο πάνω από τον ανοιχτό ακόμη τάφο της μητέρας του, που τηλεφώνησε από διαίσθηση στον αδελφό του την ώρα που πέθαινε κι αφού άκουσε τις τελευταίες του ανάσες, έμεινε για ώρες με το τηλέφωνο ανοιχτό για να ακούσει την ψυχή του ήταν και είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης, από τους σημαντικότερους στον Κόσμο. Όχι μόνο για το τελικό αποτέλεσμα που παρουσίαζε κάθε φορά, αλλά και για την βαθιά κατανόησή του στην ουσία του θεάτρου σαν τέχνη του λογισμού αλλά και τρόπου όρασης των
ανθρωπίνων.
Πολλοί τον κατέτασσαν μεταξύ των μεγάλων σκηνοθετών του Κόσμου. Τόλμησα να πάρω το θάρρος και να τον αποκαλέσω σαν τέτοιο. Τελειώνοντας η πρεμιέρα του έργου του Μπάϋρον, που ήξερα ότι το δούλευε επί τέσσερα χρόνια μέσα από χιλιάδες αντιξοότητες, (αχ αυτά τα Δ.Σ και τα κουτσομπολιά της μετριότητας) έτρεξα πίσω από την κεντρική σκηνή του ΚΘΒΕ, (εκτός από σκηνοθέτης της παράστασης ήταν ο Διευθυντής του θεάτρου, αλλά πάντα κρυμμένος σε κάποια γωνιά του θεάτρου). Ήξερα ότι θα με περιμένει στο γραφείο σκηνής. Αφού τον αγκάλιασα, του είπα ψιθυριστά στ’ αφτί:
Πόσο περήφανος αισθάνομαι που με υπολογίζει για φίλο του ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του Κόσμου. Ακαριαία αλλά πάντα περιπαιχτικά μου απάντησε: Δεν έχετε άδικο.
Πολλούς δασκάλους μου χάρισε η ζωή κι όλους τους αγαπώ και τους αναπολώ αλλά αυτός με σμίλευσε. Όταν κάποτε οδηγώντας για την Θεσσαλονίκη μέσα σ’ ένα τοπίο αόρατο από την
ομίχλη τον ρώτησα:
Πώς μπορώ να γίνω μαθητής σου; Πρέπει να ξέρεις να κάθεσαι κάποιες φορές στη θέση του συνοδηγού.
Δεν σε καταλαβαίνω. Να διαβάσεις την Στενή Πύλη του Ζιντ.
Υποταγή; ρώτησα θυμωμένος.
Όταν προδώσεις τον δάσκαλο, γιατί σε πρόδωσε, τότε θ’ αρχίσεις να μαθαίνεις από την απουσία του.
Στα τριάντα μου ενώ είχα λίγες αλλά γνωστές δουλειές στο θέατρο είχα οριστεί Διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής. Είχα την ελπίδα να το ανασύρω από την αφάνεια που βρίσκονταν όλα τα περιφερειακά θέατρα τότε. Ζήτησα την βοήθειά του και αμέσως απάντησε καταφατικά ότι θα σκηνοθετήσει την “Μήδεια”. Γράψαμε μαζί την πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών και ευτυχώς την ενέκριναν.
Χάρηκα πολύ ως το επόμενο πρωί όταν μου τηλεφώνησε για να μου δηλώσει ότι δεν έχει κέφι να δουλέψει ξανά πάνω σ’ ένα έργο που είχε ήδη σκηνοθετήσει τρεις φορές. Δεν μπόρεσα να του αλλάξω απόφαση με τίποτα. Αναγκαστικά τηλεφώνησα στα γραφεία του Φεστιβάλ για ν’ αποσύρω την πρότασή μας. Εμφανίστηκε στο τηλέφωνο ο υπεύθυνος προγραμματισμού. Με λυπημένη φωνή του ανακοίνωσα την αδυναμία του Θεάτρου μας να συμμετέχει, χωρίς να πω τον λόγο.
-Το ξέρω, μου απάντησε αμέσως γελώντας. Πέρασε το πρωί από τα γραφεία ο κ. Βολανάκης και μας είπε ότι έγινε αλλαγή έργου και θα το σκηνοθετήσετε εσείς. Μας εγγυήθηκε την επιτυχία του εγχειρήματος.
Βρέθηκα να σκηνοθετώ τραγωδία χωρίς δική μου απόφαση, που ευτυχώς είχε επιτυχία, όπως είχε προβλέψει ο δάσκαλος και μέντορας μου πια από την γενική πρόβα που είχε παρακολουθήσει.
Άλλη χρονιά, όταν ετοιμάζαμε τον “Αίαντα” στη διάρκεια μιας πρόβας κατάλαβα ότι οι στίχοι του Σοφοκλή “Ιώ μαύρο, εμόν φαώς…” σημαίνουν πολλά περισσότερα απ’ όσα αρχικά κάποιος βλέπει γραμμένα. Διέκοψα αμέσως την πρόβα και ζήτησα τηλεφωνικά να τον συναντήσω το συντομότερο δυνατόν.
-Έλα τώρα, απάντησε.
Ξεκίνησα και σε λίγα λεπτά βρισκόμουν στο σπίτι της μητέρας του. Εξέθεσα τους φόβους μου ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι για να μεταφέρω στους θεατές το κρυφό νόημα του λόγου. Μ’ άκουγε σιωπηλός ακουμπώντας με τον αγκώνα του σ’ ένα παλιό καλοριφέρ. Μετά από ελάχιστη σιωπή, σαν να το είχε έτοιμο, μου λέει:
-«Είναι απλό, σκηνοθέτησέ το, ας κάνει ο ηθοποιός ένα βήμα μπροστά ή στο πλάι».
-Πώς θα καταλάβουν οι θεατές αυτό το σκοτεινό που εννοεί το κείμενο; επέμενα.
-«Δεν θα το δουν από τον ηθοποιό ούτε από σένα αλλά θ’ ακούσουν τον Σοφοκλή
σαν τώρα.»
Σ’ αυτές τις ρωγμές του χρόνου συναντιούνται όλες οι εποχές μαζί κι εκεί λουλουδιάζει το θέατρο. Μυρίζει σαν Επιτάφιος.
Έφυγε 15 Νοεμβρίου 1999 με συνοδεία ελάχιστων αμίλητων γιατί έτσι μας είχε διδάξει την αξιοπρέπεια του αποχωρισμού, με όλες τις στιγμές της ζωής του.
Οι δάσκαλοι δεν χρειάζεται να διδάσκουν γιατί αποτελούν προσωπικό μας βίωμα.Μια στιγμή τρόμου όπως αν άξαφνα ένα βράδυ βρεθείς μπροστά στους καταρράκτες του Νιαγάρα. Πάντα εκεί ήταν και θα συνεχίσουν εκεί να βρίσκονται, αλλά εσύ εκείνη την σκοτεινή στιγμή τους αντίκρυσες για πρώτη φορά.
Αλήθεια, πόσο μου λείπεις Μίνω Βολανάκη, δάσκαλε μου.
(*)
Φωτό 1 Μίνως Βολανάκης σε ηλικία περίπου 20 ετών
Φωτό 2 Σταύρος Τσακίρης
Φωτό 3 Η τάξη του 1980 με τους καθηγητές στην σχολή του Εθνικού