Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός και το ζήτημα των Τσάμηδων (Η΄, τελευταίο)

Aπό το 1971 έως και τα μισά της δεκαετίας του ’80, στις ελληνοαλβανικές σχέσεις υπήρχε μια μεγάλη αντίφαση. Οι δυο..

Aπό το 1971 έως και τα μισά της δεκαετίας του ’80, στις ελληνοαλβανικές σχέσεις υπήρχε μια μεγάλη αντίφαση. Οι δυο χώρες είχαν κανονικές σχέσεις, όμως εξακολουθούσε να ισχύει το καθεστώς του εμπολέμου με την Αλβανία, που είχε κηρυχθεί με το Βασιλικό Διάταγμα της 10ης Νοεμβρίου 1940, με βάση τον Αναγκαστικό Νόμο «Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών». Το γεγονός αυτό προβλημάτιζε και την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου που προήλθε από τις εκλογές του Οκτωβρίου 1981. Εξάλλου, υπήρχε και το θέμα του διακανονισμού των υπό μεσεγγύηση αλβανικών περιουσιών στην Ήπειρο, αλλά και  ελληνικών  περιουσιών στην Αλβανία που είχαν  εθνικοποιηθεί. Το ζήτημα αυτό ενδιέφερε και την αμερικανική κυβέρνηση, αλλά και τους άλλους δυτικούς συμμάχους, που εκτιμούσαν πως η άρση του εμπολέμου θα απέτρεπε τυχόν στροφή προς την Σοβιετική Ένωση της αλβανικής ηγεσίας, η οποία ήδη είχε εμπλακεί σε σφοδρή αντιπαράθεση με το Βελιγράδι για το ζήτημα του Κοσόβου.

Η άρση του καθεστώτος εμπολέμου

 Τελικά στις 28 Αυγούστου 1987, παραμονές της επίσκεψης του Αλβανού υπουργού Εξωτερικών Σωκράτη Πλάκα στην Αθήνα, η ελληνική κυβέρνηση, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, προχώρησε στην άρση του καθεστώτος του εμπολέμου με τη γειτονική χώρα. Από την πλευρά τους, τα Τίρανα χαιρέτησαν την απόφαση αυτή σημειώνοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση χειρίσθηκε το πρόβλημα με ρεαλισμό και πως «η ανάπτυξη φιλικών  σχέσεων μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδος εξυπηρετεί ταυτοχρόνως  τα συμφέροντα της ειρήνης και ασφαλείας στη Βαλκανική  και πέραν αυτής». Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία αντέδρασε ζητώντας να συζητηθεί στη Βουλή η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Την αντίθεσής του εξέφρασαν και οι διάφορες οργανώσεις Bορειοηπειρωτών στην Αθήνα και την ομογένεια, στις οποίες κυριαρχούσαν ακραία εθνικιστικά στοιχεία.
papoulias
Ο Κάρολος Παπούλιας επισκέφθηκε ως υπουργός Εξωτερικών την Αλβανία το 1987
Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο υπουργός Εξωτερικών, Κάρολος Παπούλιας, μαζί με τους υπουργούς Εθνικής Οικονομίας, Πολιτισμού και ΠΕΧΩΔΕ, πήγαν στην Αλβανία ανταποδίδοντας την επίσκεψη του Σωκράτη Πλάκα. Το ταξίδι  εκτός από τις συζητήσεις με την αλβανική ηγεσία (τον διάδοχο του Ενβέρ Χότζα, Ραμίζ Αλία και τον πρωθυπουργό Αντίλ Τσαρτσάνι) περιελάμβανε και επίσκεψη στις μειονοτικές περιοχές, καθώς και προσκύνημα στο ύψωμα 731, όπου στον πόλεμο του ’40 έγινα σκληρές μάχες του ελληνικού στρατού με τον στρατό της φασιστικής Ιταλίας. Την ίδια περίπου εποχή, έγινε  μια προσπάθεια να λιώσουν οι πάγοι και στις σχέσεις του ΚΚΕ με το Κόμμα Εργασίας της Αλβανίας, που είχαν διακοπεί μετά την ρήξη στις σχέσεις του αλβανικού κόμματος με τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κόμματα στις αρχές της δεκαετίας ’60. Ο Χαρίλαος Φλωράκης έστειλε ένα μήνυμα στον Ραμίζ Αλία για την αποκατάσταση των σχέσεων των δύο κομμάτων. Η πρωτοβουλία αυτή δεν είχε συνέχεια γιατί μεσολάβησαν τα γεγονότα του 1989-1990.

 Καταλύτης εξελίξεων η ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου

 Το 1991 είναι μια χρονιά καθοριστική για την πολιτική της Αλβανίας απέναντι στις άλλες βαλκανικές χώρες. Ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός, ο οποίος επί δεκαετίες είχε κρατηθεί σε χαμηλή ένταση, αναζωπυρώθηκε. Οι απαιτήσεις για την ενσωμάτωση του Κοσόβου, αλλά και η έγερση νέων εδαφικών αξιώσεων σε βάρος της Ελλάδας, της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας  και της Σερβίας, αποτελούν από τότε καθοριστικό στοιχείο όλων των κυβερνήσεων των Τιράνων. Ρόλο καταλύτη σ’ αυτή την εξέλιξη έπαιξε ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας (με νατοϊκό σχεδιασμό, κάτι που δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ), που οδήγησε και στην ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου και την μετατροπή του σε προτεκτοράτο. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε αναζωπύρωση του οράματος για μια «Μεγάλη Αλβανία».

 Πρώτη επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού στα Τίρανα

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Αντώνης Σαμαράς, πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών από το 1991 ως το 1993
1991: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Αντώνης Σαμαράς, πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών.
 Στις 13 και 14 Ιανουαρίου 1991, ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επισκέπτεται τα Τίρανα. Πρόκειται για την πρώτη μεταπολεμική επίσκεψη στην Αλβανία προέδρου ελληνικής κυβέρνησης. Συναντάται με τον πρόεδρο Αλία και υπογράφει μια σειρά συμφωνίες. Μεταξύ άλλων συμφωνούν ότι οι Έλληνες μειονοτικοί πρέπει να παραμείνουν στην πατρώα γη και να μην την εγκαταλείπουν, ενώ όσοι έφυγαν να έχουν το δικαίωμα επιστροφής χωρίς καμία επίπτωση. Συμφώνησαν ακόμη στην πλήρη υποστήριξη των αρχών της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας, του απαραβίαστου των συνόρων και της μη ανάμιξης στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου. Ο Μητσοτάκης επισκέφθηκε και το Αργυρόκαστρο, όπου κάλεσε τους Έλληνες μειονοτικούς να παραμείνουν στις εστίες τους.
Ραμίζ Αλία, πρόεδρος της Αλαβανίας  ως το 1992
Ραμίζ Αλία, πρόεδρος της Αλαβανίας ως το 1992
Όμως, πριν συμπληρωθεί χρόνος από την επίσκεψη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στις 31 Δεκεμβρίου 1991, ο Ραμίζ Αλία σε συνέντευξη του σε ελληνικό ραδιοφωνικό σταθμό, αφού δηλώνει πως οι σχέσεις Ελλάδας – Αλβανίας είναι και πρέπει να παραμείνουν στενές, αναφέρεται στους Τσάμηδες. Υπογραμμίζει πως είναι ιστορικό γεγονός, ότι υπήρχαν Τσάμηδες στην Ελλάδα και στη διάρκεια του πολέμου και ότι ο στρατηγός Ζέρβας  έδιωξε  τριάντα χιλιάδες από τα εδάφη τους και τους ανάγκασε να καταφύγουν στην Αλβανία, αφήνοντας πίσω τους τις περιουσίες τους. Και προσθέτει πως η Αλβανία δεν διεκδικεί αποζημιώσεις, αλλά ζητά μόνο να μπορούν οι Τσάμηδες να επιστρέψουν στα κτήματά τους και τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα. Την επομένη, ο εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών δηλώνει πως η ανακίνηση «ανυπάρκτων θεμάτων» τραυματίζει καίρια τις σχέσεις των δύο χωρών και καλεί την αλβανική ηγεσία να φερθεί με περίσκεψη.

 Ο Μπερίσα θέτει ανοιχτά θέμα Τσάμηδων

 Νικητής στις αλβανικές εκλογές της 21ης  Μαρτίου 1992 αναδεικνύεται το Δημοκρατικό Κόμμα του Σάλι Μπερίσα. Την επομένη των εκλογών ο Μπερίσα θέτει ανοιχτά θέμα Τσάμηδων. Σε συνέντευξή του δηλώνει: «Οι θέσεις μας είναι  καθαρές (…) Οι Τσάμηδες επειδή εξεδιώχθησαν από την Ελλάδα, όταν δεν είχε δημοκρατική κυβέρνηση, τώρα η νέα δημοκρατική κυβέρνηση να τους δώσει το δικαίωμα να επιστρέψουν στις περιουσίες τους». Για να έχουμε μια πλήρη εικόνα των θέσεων του «ξένου παράγοντα» στο ζήτημα αυτό πρέπει να σταθούμε  και στη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σαλί  Μπερίσα
Σαλί Μπερίσα
Δυο  μέρες μετά τη συνέντευξη Μπερίσα, όπως αναφέρεται και στο πρώτο σημείωμα μας,  οι Αμερικανοί σπεύδουν να σιγοντάρουν τις απαιτήσεις του εκλεκτού τους. Στις 25 Μαρτίου, ο Αμερικανός πρεσβευτής στα Τίρανα, Ράιερσον, στη διάρκεια δεξίωσης στην ελληνική πρεσβεία για την εθνική εορτή, απαντώντας σε σχετική ερώτηση είπε : «Θα πρέπει να τους αποδοθούν (σ.σ. στους Τσάμηδες) οι περιουσίες στην Ελλάδα πριν τον πόλεμο». Και σαν να μην έφτανε αυτή η δήλωση, στις 27.3.1992,  o Ράιερσον δηλώνει ότι ορθώς το αλβανικό Δημοκρατικό Κόμμα έθεσε θέμα Τσάμηδων. Οι  δηλώσεις  αυτές αιφνιδίασαν την Αθήνα και την τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το υπουργείο Εξωτερικών σε ανακοίνωσή του ανέφερε ότι «δεν υφίσταται θέμα Τσάμηδων» και δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό είναι ανύπαρκτο, δεν απασχολεί την Ελλάδα. Την ίδια μέρα (27.3.) ο αρμόδιος διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών, κάλεσε τον επιτετραμμένο των ΗΠΑ στην Αθήνα και του εζήτησε εξηγήσεις για τα «αναρμοδίως και ανιστορήτως» λεχθέντα  του Ράιερσον. Παρά τις αντιδράσεις της Αθήνας, οι δηλώσεις του Ράιερσον αποτελούσαν μια χαρακτηριστική ένδειξη των προθέσεων  των Αμερικανών, που υποδαύλιζαν και υποδαυλίζουν τον αλβανικό αλυτρωτισμό.
Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αλβανία, το 1992, Ουίλιαμ Ράιερσον
Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αλβανία, το 1992, Ουίλιαμ Ράιερσον
 Όμως δεν είναι μόνο οι Αμερικανοί που υποδαυλίζουν τις βλέψεις των μεγαλοϊδεατών των Τιράνων. Καθόλου τυχαίο δεν είναι και το ενδιαφέρον άλλων μεγάλων δυνάμεων. Το θέμα των Τσάμηδων βρέθηκε ξαφνικά να απασχολεί και την  Ακαδημία Πολέμου (Defense Academy) του Ηνωμένου Βασιλείου, ενός ανώτατου Ιδρύματος που εκπαιδεύει τα στελέχη των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων σε θέματα διαχείρισης κρίσεων.

 μεσεγγύηση των περιουσιών

 Μετά τη νίκη του Δημοκρατικού Κόμματος, ο Ραμίζ Αλία παραιτείται και πρόεδρος της Αλβανίας αναλαμβάνει ο Μπερίσα. Στις 11 Απριλίου ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πραγματοποιεί μονοήμερη επίσκεψη στα Τίρανα. Οι Αλβανοί θέτουν πάλι θέμα Τσάμηδων. Ο Μητσοτάκης απαντά πως η Ελλάδα δεν πρόκειται να δεχθεί την επιστροφή τους και τους χαρακτηρίζει εγκληματίες. Δέχεται όμως συζήτηση της εκκρεμότητας των υπό μεσεγγύηση περιουσιών, κυρίως Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου και στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης θα μπορούσε ενδεχομένως να εξετασθεί και η καταβολή κάποιας αποζημίωσης στους «Τουρκαλβανούς», εφ’ όσον εξακριβώνονταν πως δεν είχαν σχέση με εγκλήματα ομοεθνών τους στη Θεσπρωτία και εγκατέλειψαν την Ελλάδα μόνο από φόβο.

«Αλβανικές μειονότητες στην Ελλάδα»

 Όμως η αλβανική ηγεσία επιμένει και πηγαίνει παραπέρα τις απαιτήσεις της. Στις 9 Ιουνίου 1992, ο υπουργός Εξωτερικών, Άλφρεντ Σερέκι, μιλάει για ύπαρξη μειονότητας Αλβανών στην Ελλάδα: « Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να απελευθερωθεί από παλαιές  προκαταλήψεις εναντίον των Αλβανών, οι οποίοι ζουν στην Ελλάδα, προκειμένου να βελτιωθούν οι ελληνοαλβανικές σχέσεις». Λίγα εικοσιτετράωρα μετά,  ο Σάλι Μπερίσα δηλώνει στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» ότι τόσο στην ΠΓΔΜ, όσο και στην Ελλάδα, υπάρχουν «αλβανικές μειονότητες». Τις ίδιες μέρες και στο ίδιο μήκος κύματος, ο πρωθυπουργός, Αλεξάντρ Μέξι, δηλώνει ότι οι Αλβανοί είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα από τον 13ο αιώνα. Παρά  τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων, η αλβανική ηγεσία δεν παραιτήθηκε από τις επιδιώξεις της στο θέμα των Τσάμηδων. Έτσι στις 30 Ιουνίου 1994, η αλβανική Βουλή ανακηρύσσει την 27η Ιουνίου ως «Ημέρα Γενοκτονίας των Τσάμηδων». Μια απόφαση που ελήφθη σε μια στιγμή που κορυφωνόταν η ένταση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, με αφορμή την δίκη στα Τίρανα πέντε Ελλήνων μειονοτικών, για αποσχιστικές ενέργειες, αλλά και μια σειρά προβοκάτσιες στημένες από Έλληνες σωβινιστές.  Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ο Αλβανός πρωθυπουργός, Μέξι, σε συνάντηση που είχε στα Τίρανα με τον Ύπατο Αρμοστή της Διάσκεψης για την Ασφάλεια  και τη συνεργασία στην Ευρώπη ( ΔΑΣΕ), Βαν ντερ Στουλ, έθεσε τρεις όρους για την αποκλιμάκωση της έντασης: Την κατοχύρωση των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα, την «επίδειξη καλής θέλησης» στο θέμα των Τσάμηδων και την αναγνώριση από την ελληνική κυβέρνηση της «πολυάριθμης αλβανικής μειονότητας στην Ελλάδα».   Από τότε και μέχρι σήμερα τα Τίρανα επιμένουν με κάθε ευκαιρία να επαναφέρουν το ζήτημα των Τσάμηδων.  

 Ο «παράγων Τουρκία»

Σε στιγμές έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως αυτών των ημερών, αξίζει να σημειώσουμε το ρόλο του τουρκικού παράγοντα. Για την ακρίβεια, του «τουρκικού δακτύλου» στην αλβανική πολιτική, στο πλαίσιο της  στρατηγικής της αστικής  τάξης της Τουρκίας, να αναδειχτεί σε μια ισχυρή  δύναμη, με ηγεμονικό ρόλο στη δημιουργία ενός «μουσουλμανικού τόξου» στα Βαλκάνια. Ένας ρόλος που είχε επισημανθεί από νωρίς από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων. Ας θυμηθούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της πολιτικής. Στην ελληνοαλβανική κρίση του 1994 ο τότε πρόεδρος της Τουρκίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, με τηλεγράφημα του προς τον Σάλι Μπερίσα τον διαβεβαίωσε για την υποστήριξή του στην αντιπαράθεση του με την Αθήνα. Ήταν ακριβώς οι μέρες που αξιόπιστες πηγές ανέφεραν ότι στα όρια της ελληνικής και αλβανικής υφαλοκρηπίδας, έως και βορειότερα, στα ανοιχτά της Χειμάρρας, είχαν εντοπιστεί μεγάλα και άμεσα αξιοποιήσιμα κοιτάσματα πετρελαίου. Ο τότε πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, στην έκθεση της Θεσσαλονίκης, διερωτήθηκε κατά πόσο θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει ότι ένα από τα σοβαρά ερείσματα του Μπερίσα ήταν οι στενές σχέσεις της Άγκυρας με τα Τίρανα. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας μίλησε ξεκάθαρα για άξονα Τουρκίας – Αλβανίας απέναντι στην Ελλάδα, ενώ ο υφυπουργός Άμυνας, Νίκος Κουρής, σημείωσε πως πίσω από τον Μπερίσα βρίσκεται η Τουρκία, που είναι «διδάκτωρ στην καταπίεση και τελικά στην εξόντωση μειονοτήτων, πιθανώς δε στα χνάρια, τα παραδείγματα και τις διδαχές της, να θέλει σήμερα να πορευτεί η Αλβανία». Θυμίζουμε επίσης πως η Άγκυρα έπαιξε καθοριστικό ρόλο το 2010 στην ακύρωση της συμφωνίας της Αλβανίας με την Ελλάδα για την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων. Κι ακόμη τις στρατιωτικές συμφωνίες της Άγκυρας με τα Τίρανα για τον ελεύθερο ελλιμενισμό , τις περιπολίες και τις ασκήσεις του τουρκικού πολεμικού ναυτικού στα χωρικά ύδατα της Αλβανίας κ.λπ.

Η αμφισβήτηση των συνόρων

 Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης που οδήγησε στην ανεξαρτησία του Κοσόβου, αποτελεί ένα σοβαρό νομικό προηγούμενο, που ουδείς δικαιούται να παραγνωρίσει. Αποδεικνύει πως στη σημερινή εποχή, διεθνείς οργανισμοί και θεσμοί, μπορούν να ανοίξουν το δρόμο για αμφισβητήσεις και αλλαγές συνόρων. Και αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο στην περίπτωση των Βαλκανίων, που όχι άδικα έχουν αποκληθεί η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης». Πολύ περισσότερο που οι μεγάλες δυνάμεις και οι υποτακτικές τους κυβερνήσεις, αλλά και  δυνάμεις περιφερειακές, όπως η Τουρκία, επιδιώκουν να αξιοποιήσουν το χαρτί των μειονοτήτων. Παίζουν με τη φωτιά αξιοποιώντας τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες στη Θράκη (τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Βουλγαρία), τη Βοσνία , την ΠΓΔΜ και τη Σερβία και αμφισβητώντας διεθνείς συνθήκες που προέκυψαν μετά από πολύχρονες αιματηρές συγκρούσεις (π.χ. συνθήκη της  Λωζάνης). Το ίδιο ισχύει και με τις βλέψεις των Αλβανών μεγαλοϊδεατών, που προβάλουν απαιτήσεις για τους Τσάμηδες. Εβδομήντα δύο χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, στην Ελλάδα και την Αλβανία, ουδείς εχέφρων μπορεί να ισχυρισθεί πως υπάρχει θέμα Τσάμηδων. Μόνο οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν να κερδίσουν από την ανακίνηση του. Και μόνο ως χαρτί στα παιχνίδια μοιράσματος της περιοχής σε βάρος των λαών χρησιμοποιείται. Σ’ αυτά τα σενάρια  μοιράσματος στην περιοχή, θέλει να συμμετάσχει και η εγχώρια αστική τάξη, παίζοντας στην κυριολεξία με τη φωτιά. Δεν πέρασαν δα και πολλά χρόνια από τότε που ο Αντώνης Σαμαράς το 2008, υπουργός Πολιτισμού τότε, είχε προβλέψει πως το πρόβλημα με την ονομασία της ΠΓΔΜ θα λυθεί και μάλιστα σύντομα, με τη διάλυση της γειτονικής χώρας, υπέρ μιας μεγαλύτερης Αλβανίας και μιας μεγαλύτερης Βουλγαρίας.  Το ίδιο  με τα παραπάνω ισχύει και για όσους στα Σκόπια θέτουν θέμα «μακεδονικής» εθνότητας και ανακινούν ζήτημα μειονότητας στην Ελλάδα. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σχέση με τις αρχές της αυτοδιάθεσης των εθνών έτσι όπως την όρισαν οι κλασσικοί του μαρξισμού. Αντίθετα, όπως έδειξε και η περίπτωση του Κοσόβου, μόνο τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστών σ’ αυτή την ευαίσθητη περιοχή εξυπηρετούν.  Άλλο πράγμα η καταδίκη της πολιτικής των διακρίσεων σε βάρος μιας μειονότητας και ο απόλυτος σεβασμός των δικαιωμάτων της, και άλλο πράγμα οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και τα λουτρά αίματος που ακολουθούν με το πρόσχημα της «προστασίας» των μειονοτήτων…

ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ

Α΄ ΜΕΡΟΣ: «Ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός και το ζήτημα των Τσάμηδων».

Β΄ ΜΕΡΟΣ: Η εξαίρεση των Τσάμηδων από την ανταλλαγή πληθυσμών – Το ζήτημα της Τσαμουριάς στο οπλοστάσιο  της πολιτικής του ιταλικού φασιστικού κράτους – Η απαλλοτρίωση των περιουσιών τους και οι εκτοπίσεις στα νησιά- Οι πρώτες μέρες της κατοχής 

Γ΄ ΜΕΡΟΣ:  Ανοίγει πάλι ο κύκλος του αίματος –  Η συγκρότηση ένοπλης βοηθητικής χωροφυλακής  και η «κρατική οργάνωση»  των Τσάμηδων – Η συνεργασία με τους Γερμανούς- Η εκτέλεση των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς.

Δ΄ ΜΕΡΟΣ: Ο ΕΔΕΣ καταλαμβάνει την Παραμυθιά που μεταβάλλεται σε σφαγείο- Οι Βρετανοί κρατάνε τον ΕΛΑΣ μακρυά από την ΤσαμουριάΒορειοηπειρώτες στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Αλβανίας- Τσάμηδες στον ΕΛΑΣ. 

Ε΄ ΜΕΡΟΣ: 1946: Ο Ενβέρ Χότζα καταγγέλλει τους διωγμούς των Τσάμηδων στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων -1947: Υπόμνημα της Αντιφασιστικής Επιτροπής των Τσάμηδων στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ 1991: Τα Τίρανα ανακινούν θέμα περιουσιών και αποκατάστασης των τσάμηδων.

ΣΤ΄ ΜΕΡΟΣ: 1946: Ο Εμβέρ Χότζα καταγγέλλει τους διωγμούς των Τσάμηδων στη  διάσκεψη  Ειρήνης στο  Παρίσι – Ο Γιουγκοσλάβος αντιπρόσωπος αποκαλύπτει πως ο Έλληνας πρωθυπουργός του πρότεινε να μοιράσουν την Αλβανία. 

Ζ΄ ΜΕΡΟΣ: Από το 1947 και το υπόμνημα της Αντιφασιστικής Επιτροπής των Τσάμηδων στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ,  στο  1991. Τότε που  τα Τίρανα ανακίνησαν μετά από πολλά χρόνια  θέμα περιουσιών και αποκατάστασης των Τσάμηδων.

Σχετικά θέματα

Απόψεις