Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Βουλή: Ξεκινά η συζήτηση του προϋπολογισμού επέλασης στο λαϊκό εισόδημα

Η κυβέρνηση θα μοιράσει πάνω από 15 δις στις μεγάλες επιχειρήσεις, εισπράττοντας 7 δις από ταξικούς φόρους και κρατώντας παγωμένες τις κοινωνικές δαπάνες

Μάλλον είναι συμβολικό ότι φέτος ο προϋπολογισμός του 2023 ξεκινά να συζητείται Τρίτη και 13, με ό,τι αυτό σημαίνει σε συνδυασμό με τη φήμη που συνοδεύει τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος θα ζητήσει από τους 156 βουλευτές της Ν.Δ να τον ψηφίσουν το βράδυ του Σάββατου, 17 Δεκεμβρίου. Όμως δεν χρειάζεται να είναι κανείς προληπτικός για να αντιληφθεί ότι (και) ο φετινός προϋπολογισμός θα φέρει νέα δεινά στα λαϊκά στρώματα. Ο εντονότατα ταξικός χαρακτήρας της φορολογικής πολιτικής που αντικατοπτρίζει ο προϋπολογισμός, τα δεκάδες δισεκατομμύρια που προορίζονται για το κεφάλαιο, οι παγωμένες – μειωμένες κοινωνικές δαπάνες και φυσικά ο μέσος πληρωρισμός του 2022 κοντά στο 10% είναι αρκετά πειστικά στοιχεία.

Η συζήτηση του Τακτικού Προϋπολογισμού ξεκινά σήμερα στις 6 το απόγευμα στην Βουλή, παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Η συζήτηση θα ξεκινήσει με τις ομιλίες των εισηγητών και θα συνεχιστεί τις επόμενες ημέρες με τους ειδικούς εισηγητές των κομμάτων αλλά τους οικονομικούς απολογισμούς των υπουργών. Η συζήτηση θα ολοκληρωθεί με την καθιερωμένη ονομαστική ψηφοφορία που δεν αναμένεται να έχει εκπλήξεις.

Τα πολιτικά επίδικα

Βασικός πολιτικός στόχος της κυβέρνησης από τη διαδικασία συζήτησης του προϋπολογισμού είναι να διαμορφώσει υπέρ της τα πολιτικά δεδομένα ενόψει του προεκλογικού 2023. Αυτό αναλύεται σε δύο επιμέρους στόχους που θα έχουν τα κυβερνητικά στελέχη, τα οποία θα παρέμβουν, όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την καταληκτική του ομιλία. Ο πρώτος αφορά την αλλαγή της ατζέντας σε μία «θετική» συζήτηση για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας ώστε να «φύγει» από το κάδρο της πολιτικής αντιπαράθεσης το διπλό αγκάθι για την κυβέρνηση: Η ακρίβεια και οι υποκλοπές. Ο δεύτερος είναι να καλλιεργηθεί μια λογική παροχών ενόψει της επερχόμενης προεκλογικής περιόδου, την οποία το οικονομικό επιτελείο παρουσιάζει ως αποτέλεσμα της συνετής και αναπτυξιακής πολιτικής που ακολουθήθηκε.

Στο πλαίσιο αυτό αναμένεται να παρουσιαστούν ως …μέτρα καταπολέμησης της ακρίβειας οι αυξήσεις που θα δοθούν από το 2023 στις συντάξεις, καθώς και η μόνιμη κατάργηση της καταβολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στους υπαλλήλους του δημοσίου, στους συνταξιούχους και στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό παρά το γεγονός ότι ακόμη και αν συνδυαστούν με τις πενιχρές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, τα μέτρα αυτά στο σύνολό τους δεν μπορούν να «αγγίξουν» την τεράστια μείωση που καταγράφεται στην αγοραστική αξία των λαϊκών εισοδημάτων, αφού αυτή εκτιμάται μεταξύ του 30 και του 40%.

Παράλληλα, θα επιχειρηθεί να παρατεθεί ένα πρόγραμμα παροχών προς συγκεκριμένες ομάδες (επίδομα 600 ευρώ στους αστυνομικούς, επίδομα 250 ευρώ σε κάποιους χαμηλοσυνταξιούχους, δαπάνη 8 εκατομμυρίων ευρώ για τους πυροσβέστες, αναμόρφωση του μισθολογίου των γιατρών) ως «κοινωνική πολιτική». Αντίστοιχα, θα επιχειρηθεί να αξιοποιηθεί και η κρατική δαπάνη για την ενέργεια, παρά το γεγονός ότι το σύνολο αυτής καταλήγει στους επιχειρηματικούς ομίλους και στους παρόχους, μέσω ενός τεράστιου προγράμματος αναδιανομής εισοδήματος με τα χρήματα των φορολογούμενων να καταλήγουν σε αυτούς που κερδοσκοπούν εκμεταλλευόμενοι τα «χρηματιστήρια ενέργειας» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με την απομύζηση των χρημάτων των φορολογουμένων

Τα βασικά δεδομένα του προϋπολογισμού

Όσον αφορά τα δεδομένα του προϋπολογισμού η κυβέρνηση παρουσιάζει ως επιβεβαίωση των πολιτικών επιλογών της τις προβλέψεις του, που όμως είναι εντελώς αμφίβολη η υλοποίησή τους σε ένα περιβάλλον γενικευμένης παγκόσμιας κρίσης. Εκτιμά ότι η ανάπτυξη του 2022 θα κυμανθεί στο 5,6% ενώ η αντίστοιχη για το 2023 θα είναι της τάξης του 1,8%. Θεωρεί ακόμη ότι την επόμενη χρονιά θα υπάρξει επιστροφή της οικονομίας το 2023 σε πρωτογενές πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης 0,7% του ΑΕΠ από πρωτογενές έλλειμμα 1,6% το 2022. Όσον αφορά το δημόσιο χρέος παρότι θα αυξηθεί σε απόλυτες τιμές θα μειωθεί το 2022 κατά 25,6 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με το 2021, ενώ το  2023 θα παρουσιάσει περαιτέρω μείωση κατά 9,6 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σε αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση βασίζει την εκτίμησή της για αύξηση της επενδυτικής βαθμίδας της ελληνικής οικονομίας με βάση τις εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης.

Φυσικά τα περίφημα πρωτογενή πλεονάσματα δεν πρόκειται να εμφανιστούν από το …πουθενά. Αντιθέτως για μία ακόμη χρονιά θα προκύψουν από την μείωση των κοινωνικών δαπανών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης όπου τα κονδύλια είναι μειωμένα από 21,4 σε 21,1 δισεκατομμύρια ευρώ με την κρατική επιχορήγηση για τις συντάξεις αυξημένη μόλις κατά 527 εκατομμύρια. Η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη θα φτάσει τα 1.42 δις ευρώ με το κράτος να επιβαρύνεται μόλις το 1/3 αυτής και τον κύριο όγκο να πληρώνουν οι ασφαλισμένοι. Μικρή μείωση μάλιστα καταγράφεται στις επικουρικές συντάξεις όπου το κόστος πέφτει από τα 4.058 δις στα 4045 δις. Περιορισμοί και στα επιδόματα ανεργίας στο 1,3 δις ενώ για το ΕΟΠΥΥ η δαπάνη μειώνεται από 650 εκατομμύρια στα 501 εκατομμύρια το 2023. Παγωμένες επίσης μένουν οι δαπάνες για Υγεία και Παιδεία.

Απολύτως ταξική είναι η εικόνα που προκύπτει όσον αφορά την φορολογία. Οι αυξήσεις των εμμέσων φόρων – των πλέον αντιλαϊκών – είναι το χαρακτηριστικό του προϋπολογισμού του 2023. Δηλαδή η κυβέρνηση ουσιαστικά αυξάνει τα κρατικά έσοδα εκμεταλλευόμενη πλήρως την ακρίβεια που πλήττει κατά κύριο λόγο τα λαϊκά νοικοκυριά διατηρώντας στα ύψη τον ΦΠΑ και τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης. Έτσι τα φορολογικά έσοδα θα αυξηθούν κατά 6,7 δις ευρώ με τα 4.1 δις να αντιστοιχούν στον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας. Το κεντρικό κυβερνητικό επιχείρημα είναι πως αυτή η αύξηση προκύπτει από την ενισχυμένη κατανάλωση όμως ο αντίστοιχος δείκτης του προϋπολογισμού είναι μόλις 7.2% ενώ οι αυξήσεις των φόρων ξεπερνούν το 23%. Ένα επιπλέον επιχείρημα της κυβέρνησης είναι η ενίσχυση του τουρισμού. Όμως και αυτή καταρρέει αφού οι τουριστικές εισπράξεις είναι αυξημένες μόλις κατά 3,1% σε αντίθεση με τα έσοδα του ΦΠΑ του θερινούς μήνες που αυξάνονται κατά 17%. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ότι όπως καταγράφεται στον φετινό προϋπολογισμό το ιδιωτικό χρέος φθάνει πλέον στα 113 δις ευρώ.

Ενώ όμως τα λαϊκά στρώματα υπερφορολογούνται για μία ακόμη χρονιά, ο ίδιος προϋπολογισμός φροντίζει να κατανείμει τα κρατικά έσοδα … «εκεί που πρέπει». Έτσι, αθροιστικά οι μεγάλες επιχειρήσεις θα λάβουν αθροιστικά μεγάλες επιχορηγήσεις της τάξης των 15,3 δις ευρώ. Αυτές αναλύονται σε 8,3 δις από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και συμπληρώνονται από 7 ακόμη δισεκατομμύρια που θα προκύψουν από το περίφημο Ταμείο Ανάκαμψης. Σχεδόν τίποτε από αυτά τα κονδύλια δεν θα φθάσει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις μια και οι βασικοί όροι για την διοχέτευσή τους είναι, είτε η υπάρξη συμπράξεων με τον δημόσιο τομέα είτε η μεσολάβηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος τις «πόρτες» του οποίου «περνούν» μόνον οι μεγάλες Α.Ε.

 

Σχετικά θέματα

Απόψεις