Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Βασίλης Τσιτσάνης: Χτίζοντας νότα τη νότα, στην καρδιά της ρωμιοσύνης την απέραντη μουσική του

Σαν σήμερα (18/1/1983) έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο δημιουργός που έδωσε συνέχεια στο ρεμπέτικο τραγούδι, δίνοντας το δικό του..

Σαν σήμερα (18/1/1983) έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο δημιουργός που έδωσε συνέχεια στο ρεμπέτικο τραγούδι, δίνοντας το δικό του χρώμα και στίγμα. Συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής, άνοιξε νέους ορίζοντες στο λαϊκό τραγούδι, αναδεικνύοντας μέσα από τα τραγούδια του τη ζωή του λαού μας. «Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, διότι κι αυτό το θεωρούσα χρέος. Εγραψα για την Ελλάδα, για τη φτώχεια, για τη γυναίκα, για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο. Και πού δε φτερούγισε η φαντασία μου όλα αυτά τα χρόνια…», έλεγε ο ίδιος.

Χτίζοντας νότα τη νότα στην καρδιά της ρωμιοσύνης την απέραντη μουσική του, κατέθεσε ένα πλουσιότατο έργο σε μέγεθος και ποιότητα. Δημιουργώντας με το τεράστιο ταλέντο του τραγούδια σαν τη «Συννεφιασμένη Κυριακή», τον «εθνικό ύμνο» του λαϊκού μας τραγουδιού, που γράφτηκε μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής. Ενα τραγούδι εμπνευσμένο από «τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις».

Ανάμεσα στις δεκάδες επιτυχίες του τα τραγούδια: «Αρχόντισσα», «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Απόψε στις ακρογιαλιές», «Της Γερακίνας γιος» κ.ά.

Ο Β. Τσιτσάνης υπήρξε ο δάσκαλος για τις γενιές των καλλιτεχνών που ακολούθησαν. Για μισό αιώνα, σκυμμένος πάνω σε τρεις διπλές χορδές, συνταίριαζε την αγωνία, τη λαχτάρα, την αγάπη του λαού μας. Αυτού του λαού, που τον αγάπησε και τον τοποθέτησε δίπλα στον Μάρκο Βαμβακάρη, στο πάνθεο των Αθανάτων.

Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρόνων. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά. Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’ αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια. Η «Αρχόντισσα» είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’ αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα «Να γιατί γυρνώ», «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου» και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Με τα τραγούδια του ο Τσιτσάνης δίνει δημιουργική συνέχεια στο λαϊκό τραγούδι και το φέρνει σε πλατύτερο κοινό. Μ’ αυτά απαντά στη λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας, η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο, όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα» και βέβαια τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί.

Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του: Την Μαρίκα Νίνου, την Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη.

Με τα μελωδικά «φτερουγίσματα» της μεγάλης τέχνης του, ο Βασίλης Τσιτσάνης, για μισό αιώνα, ύμνησε την ψυχή του λαού μας, τραγούδησε τη ρωμιοσύνη, χτίζοντας νότα τη νότα στην καρδιά της την απέραντη μουσική του. Αυτά τα «φτερουγίσματα» είναι η ακριβή του παρακαταθήκη, που πάντα μας συντροφεύει.

 

 

Απόψεις