«Η γη είναι πλούσια και μπορεί να θρέψει όλο τον κόσμο. Η ζωή μπορεί να είναι ελεύθερη και ωραία αλλά χάσαμε το δρόμο…
Σε αυτούς που με ακούνε, λέω: Μην απελπίζεστε. Η τωρινή μας δυστυχία δεν είναι παρά το πέρασμα της πλεονεξίας και της σκληρότητας εκείνων που φοβούνται την πρόοδο του ανθρώπου….
Και η δύναμη που αφαίρεσαν από το λαό θα επιστρέψει σε αυτόν ξανά…
Εσείς είστε ο λαός που έχει τη δύναμη,να εφεύρει μηχανές, να εφεύρει την ευτυχία. Εσείς έχετε τη δύναμη να εμπνεύσετε μια όμορφη κι ελεύθερη ζωή, ώστε να είναι μια υπέροχη περιπέτεια…»
Αποσπάσματα από την ταινία
«Ο μεγάλος Δικτάτωρ» του Τσάρλι Τσάπλιν (1889-1977).
Ο Τσάπλιν γεννήθηκε σαν σήμερα 16 Απριλίου 1889.
Μαζί του γελάσαμε, αλλά και δακρύσαμε. Το ιδιαίτερο περπάτημά του, το καπέλο και το μπαστούνι του, η εκφραστική ματιά του, μας συνοδεύουν από τότε που ήμασταν παιδιά. Ποιητής και ονειροπόλος ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο λατρεμένος όλων των γενεών Σαρλό. Στις σκοτεινές εποχές της ανέχειας και της κοινωνικής απορρύθμισης το έργο του είναι ένας φωτεινός φάρος, μια δέσμη ελπίδας. Ο Τσάρλι Τσάπλιν διασώζεται από τις φθορές του χρόνου. Το έργο του, κλασικό, πολιτικό και βαθύτατα ουμανιστικό, απεικονίζει τον άνθρωπο που παρ’ όλες τις αντιξοότητες και τα εμπόδια αγωνίζεται να επιβιώσει, που αντιστέκεται στις συμπληγάδες.
Ο Τσάπλιν πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες. Εκείνη όμως που σίγουρα ξεχώρισε – και στην οποία σκηνοθέτης υπήρξε ο ίδιος – ήταν «Ο Μεγάλος Δικτάτορας» (1940), η οποία σατίριζε το ναζισμό. Η ταινία γνώρισε μεγάλη επιτυχία, παρά την κριτική που δέχτηκε πως ήταν «πέραν του δέοντος» πολιτική. Ο Τσάρλι Τσάπλιν, με εμφυτευμένη ανέκαθεν στο έργο του κοινωνική και πολιτική συνείδηση, πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σειρά πολιτικών ομιλιών στις οποίες, ανοιχτά, στήριζε τη Σοβιετική Ενωση.
Τα πολιτικά μηνύματα των ταινιών του εμφανίζονται πιο έντονα στη δεκαετία του 1930 με κύριο θέμα αυτό της φτώχειας και της εξαθλίωσης, όπως στους «Μοντέρνους Καιρούς». Η πρώτη ταινία με διαλόγους είναι μια σάτιρα του Αδόλφου Χίτλερ και του ναζισμού. Στο «Μεγάλο Δικτάτορα», του 1940, έπαιξε το ρόλο του Αντενόιντ Χίνκελ, δικτάτορα της Τομανίας, εκφράζοντας τα αντιναζιστικά συναισθήματα του αμερικανικού λαού ένα χρόνο πριν την είσοδο των Αμερικανών στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σειρά πολιτικών ομιλιών, στις οποίες, ανοιχτά, στήριζε τη Σοβιετική Ενωση. Το γεγονός αυτό τον κατέστησε υποψήφιο – στις θέσεις της εμπροσθοφυλακής μάλιστα – στη μεταπολεμική, μακαρθική, «μαύρη λίστα» των ανθρώπων της Τέχνης και της διανόησης που «συνέβαλαν στην προβολή του κομμουνισμού μέσα από τον κινηματογράφο».
Λυσσώντας που «όλες οι ταινίες του γίνανε για τον καταπιεσμένο άνθρωπο», όπως ο ίδιος έλεγε, παρακολουθούσαν, κατασυκοφαντούσαν, διέσυραν από τον Τύπο την προσωπική του ζωή, έστησαν δικαστικές σκευωρίες περί «φοροδιαφυγής», «νόθων παιδιών», «βαναυσότητας» στις συζύγους του και πολεμούσαν τις ταινίες του.
Προς το τέλος του πολέμου, ο εισαγγελέας του απαγγέλλει κατηγορίες σύμφωνα με το νόμο Μαν για σωματεμπορία, προαγωγή στην πορνεία και ανηθικότητα. Αν και αθωώνεται λίγα χρόνια αργότερα, η δίκη καταστρέφει τη δημόσια του εικόνα.
Παράλληλα, με την άνοδο του μακαρθισμού στις ΗΠΑ, ο Τσάπλιν γίνεται στόχος του FBI για τις αριστερές του πεποιθήσεις. Αν και ο Τσάπλιν επί δεκαετίες ήταν η «χρυσοφόρα φλέβα» του Χόλιγουντ, ο μακαρθισμός τον πολέμησε συστηματικά. Εξαιτίας, αφενός, του κοινωνικού περιεχομένου του έργου του, αλλά και της φιλίας του με τον διωκόμενο από τους ναζί Γερμανό κομμουνιστή συνθέτη Χανς Αϊσλερ και της τόλμης του να ζητήσει από τον Πάμπλο Πικάσο να ενεργήσει για τη συμπαράσταση Γάλλων και άλλων Ευρωπαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών στον διωκόμενο από τον μακαρθισμό Χ. Αϊσλερ, ο Τσάπλιν λάβαινε αλλεπάλληλα εξώδικα για ανάκριση από τη μακαρθική Επιτροπή.
Στα 1952 ο Τσάρλι Τσάπλιν συνοδευόμενος από την οικογένειά του αναχώρησε με το υπερωκεάνιο «Κουίν Ελίζαμπεθ» για την Αγγλία. Εκεί έμαθε πως του απαγόρευαν την επανείσοδό του στις ΗΠΑ:
«Μας ειδοποιούσαν» – σημειώνει στην αυτοβιογραφία του – «πως μου απαγόρευαν την επιστροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες και πως αν ήθελα να ξαναεπισκεφθώ τη χώρα θα έπρεπε να περάσω από μια ανακριτική επιτροπή της Υπηρεσίας Μεταναστών για να απαντήσω σε κατηγορίες πολιτικής φύσης και ηθικής φαυλότητας. Το πρακτορείο Ηνωμένος Τύπος ήθελε να μάθει αν είχα κάποιο σχόλιο για όλα αυτά. Ολα τα νεύρα μέσα μου τεντώθηκαν. Το αν θα ξαναγύριζα σ’ αυτή τη χώρα της δυστυχίας ελάχιστα με ένοιαζε. Θα ήθελα πολύ να τους πω πως όσο νωρίτερα έφευγα μακριά από αυτή την ατμόσφαιρα που έσταζε μίσος, τόσο το καλύτερο, πως είχα βαρεθεί πια τις προσβολές της Αμερικής και τους ηθικούς της κομπασμούς και πως όλη η υπόθεση είχε καταντήσει φρικτά βαρετή. Ομως όλα τα υπάρχοντά μου βρίσκονταν στην Αμερική και ήμουν τρομοκρατημένος μήπως έβρισκαν κάποιον τρόπο για να μου τα κατάσχουν. Εδώ που είχαν φθάσει τα πράγματα, θα μπορούσα να περιμένω την πιο αδίστακτη συμπεριφορά από τη μεριά τους. Ετσι προτίμησα να βγάλω μια πομπώδη ανακοίνωση όπου έλεγα πως θα επέστρεφα και θα απαντούσα στις κατηγορίες τους και πως η άδεια επανεισόδου που μου είχαν δώσει δεν ήταν κάποιο παλιόχαρτο, αλλά ένα έγγραφο που μου παραδόθηκε καλόπιστα από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών – μπλα, μπλα, μπλα».
Παρέμεινε οριστικά στην Ευρώπη, στο Βεβέ της Ελβετίας, όπου πέθανε στις 25 Δεκέμβρη του 1977. Στο διάστημα αυτό ταξίδεψε στην Αμερική μόνο μια φορά, το 1972, προκειμένου να παραλάβει το ειδικό Τιμητικό Οσκαρ για τη γενικότερη συνεισφορά του στην έβδομη τέχνη, κερδίζοντας το μεγαλύτερο σε διάρκεια χειροκρότημα της ιστορίας των βραβείων.
Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει δέκατο στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.
Το μεγαλύτερο χειροκρότημα στην ιστορία των Οσκαρ
Το 1972, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου τον κάλεσε πίσω. Όχι για να παίξει. Αλλά για να του ζητήσει, χωρίς να το λέει, μια σιωπηλή συγγνώμη. Του απένειμε τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική του προσφορά. Και εκείνος, εμφανίστηκε ξανά μπροστά στους ανθρώπους που κάποτε τον απέρριψαν.
Ήταν 10 Απριλίου 1972. Στη σκηνή των Όσκαρ, τα φώτα χαμηλώνουν και το κοινό σηκώνεται όρθιο. Ένας άντρας ανεβαίνει αργά στο βήμα. Δεν μιλάει. Δεν γελάει. Μόνο κοιτάζει. Και για 12 ολόκληρα λεπτά, το κοινό τον χειροκροτεί χωρίς σταματημό. Ήταν το μεγαλύτερο χειροκρότημα που είχε ακουστεί ποτέ στην ιστορία των Όσκαρ. Και δόθηκε σε έναν άνθρωπο που η ίδια αυτή βιομηχανία, κάποτε, είχε εξορίσει.
Η αίθουσα σείστηκε. Ο κόσμος δεν σταματούσε να χειροκροτά. 12 λεπτά. Το πιο μακροχρόνιο standing ovation που έχει καταγραφεί ποτέ στα Όσκαρ. Κι ο Τσάπλιν, συγκινημένος, χαμογελούσε αμήχανα. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα. Το είπε η Ιστορία.