Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Το μέλλον είναι σίγουρο αδελφέ μου

Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη μέρα που έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Ρίτσος

«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις, να ‘ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα,..

«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,

να ‘ρχονται οι Ανοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις…

να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις.

Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,

θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει,

θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο».

Ο Γιάννης Ρίτσος , όσο κανένας άλλος Ελληνας ποιητής, μας «σηκώνει ψηλότερα» από τη λήθη της ιστορίας, για να μας θυμίσει πόσο η ανθρώπινη ύπαρξη έχει τη δύναμη και την υποχρέωση να αντιδικήσει με την αρχή και την τάξη, διαφορετικά ο θάνατος είναι μάταιος και ο έρωτας φλυαρία… 

Ο Ρίτσος ήθελε να τον δένει η ποίησή του σφιχτά και παντοτινά με τον πόνο του άλλου: «Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε / αδελφέ μου, από τον κόσμο / εμείς τραγουδάμε / για να σμίξουμε με τον κόσμο». Ο ποιητής έχει συνείδηση της κοινωνικής, της ανθρώπινης αποστολής του, που του αναθέτει η ποίηση και που αυτός αναθέτει στην ποίησή του: «Από την πληγή μου κοίταξα / του κόσμου την πληγή / Ξένη απ’ τον άνθρωπο η χαρά / Ξένοι απ’ το δίκιο οι νόμοι». Στόχος του Ρίτσου είναι μια ζωή με δικαιοσύνη για όλους: «Δεν ήξερα πως βρίσκονταν / πάνω σ’ αυτή τη γης / κι άλλοι αδελφοί στη στέρηση / φίλοι στην αδικία». Απλώνει τα χέρια του ο Ρίτσος να ενωθεί με τους άλλους, τους ανώνυμους βασανισμένους: «Τον κόσμο αγκάλιασα και να / τον κόσμο εντός μου βάζω…».

Απευθυνόταν στην ψυχή του λαού, και γι’ αυτό θα χτυπάει πάντα στην καρδιά της Ρωμιοσύνης. Πόσες φορές δε βαδίσαμε και πόσες φορές δε θα πορευτούμε ακόμη στο ρυθμό των στίχων του Γιάννη Ρίτσου , πόσες φορές δεν ανασάναμε και δε θα ανασάνουμε από την ανάσα του, από την αγωνία του, πόσες φορές δεν πικραθήκαμε ή δε θα πικραθούμε από την πίκρα του και δε θα αντλήσουμε κουράγιο απ’ την αστείρευτη πηγή του, απ’ το κουράγιο του.

Τ.Λειβαδίτης – Γ.Ρίτσος

Η ιδεολογική και κομματικά προσανατολισμένη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου μπορεί να ενόχλησε και δεν «παραμέρισαν», όπως προέτρεψε ο Παλαμάς, για να «περάσει ο ποιητής». Ο Γιάννης Ρίτσος «πέρασε» παρεμποδιζόμενος, αλλά πέρασε, εκεί κυρίως που απευθυνόταν, στην ψυχή του λαού, και γι’ αυτό θα χτυπάει πάντα στην καρδιά της Ρωμιοσύνης. 

«Ο κόσμος, σου λέω, είναι όμορφος / Ο,τι κι αν πεις, ό,τι κι αν κάνεις / όμορφος / Το μέλλον είναι σίγουρο / αδελφέ μου./ Ο,τι κι αν γίνει – σίγουρο./ Δεν υπάρχουν πια αποσιωπητικά / στη φωνή ή στη σιωπή μας. / Ομορφος. Μπορείς να κάνεις πίσω / τους τροχούς του ήλιου;».

«Κάθε φορά που μου φέρνανε στίχους» έγραψε ο Λουί Αραγκόν, «καλά είτε κακά μεταφρασμένους, αυτού του άγνωστου, ένιωθα πάντοτε όπως και την πρώτη φορά, ανίκανος να κυριαρχήσω τα μάτια μου, τα δάκρυά μου… Ολα γίνονται σάμπως ο ποιητής αυτός να γνώριζε το μυστικό της ψυχής μου, και να ήξερε, μόνος, μ’ ακούτε, μόνος αυτός, να με συγκλονίζει έτσι. Στην αρχή δεν το ήξερα πως ήταν ο πιο μεγάλος απ’ τους ζώντες ποιητές της εποχής αυτής που είναι η δική μας. Ορκίζομαι πως δεν το ήξερα. Το έμαθα σταδιακά, από το ένα ποίημα στο άλλο, παρά λίγο να πω από το ένα μυστικό στο άλλο, γιατί κάθε φορά ένιωθα το συγκλονισμό μιας αποκάλυψης. Η αποκάλυψη ενός ανθρώπου και μιας χώρας, τα βάθη ενός ανθρώπου και τα βάθη μιας χώρας…» (Από το κείμενο του Λουί Αραγκόν με τίτλο «Ο μεγαλύτερος ζων ποιητής ονομάζεται Γιάννης Ρίτσος», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Les Lettres Francaises», 1971).

Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, πολλά πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει), αρκετά θεατρικά, όπως και μελέτες για ομοτέχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού. Ποιος είναι λοιπόν; Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»; Ο αισθησιακός, που ρουφάει μ’ όλους τους πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στο ανθρώπινο σώμα όλο τον φυσικό κόσμο και, αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ο ερωτικός, που σκιρτά σ’ όλα τ’ αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ο ασκητής, που «απωθεί» και «θεώνεται»; `Η μήπως ο βαθιά υπαρξιακός, που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό του διάλογο με το χρόνο και το θάνατο;

Ο Μάνος Κατράκης με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Χαρίλαο Φλωράκη

Το ξέρουμε όπως κι εκείνος το ήξερε: «Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα / μονάχος στη δόξα και στο θάνατο / Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί». Ομως, για όλους όσοι πάντα θα ελπίζουν, όπως και ο ποιητής μας υπενθύμιζε, δεν «έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου / (δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου / είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου)»…

Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, ο κομμουνιστής Γιάννης Ρίτσος, στα ποιήματά του κατέγραψε σαν χρονικό, τις ηρωικές στιγμές, που με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και του Χρήστου Λεοντή μετουσιώθηκαν σε εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία. Κατάφεραν να συνδέσουν το έργο τους με τις κορυφαίες και «αιμάτινες» στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Γιατί για εκείνον…

«Η ποίηση πρέπει να ‘ναι

ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας

ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή

μία σημαία στα χέρια της ελευθερίας…»

«Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα / χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια, / για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. / Την ομορφιά / ποτές μου δεν την πρόδωσα. Ολο το βιος μου το / μοίρασα δίκαια. / Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρι- / νάκι του αγρού / τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε. / Και συχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη… / Θα ‘θελα / ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγα- / ριού να θερίσω / ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω / και να μασώ σπυρί σπυρί το στάρι με τα μπροστινά / μου δόντια / θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον κόσμο που / αφήνω, / θαυμάζοντας κι Εκείνον που ανεβαίνει το λόφο στο / πάνχρυσο λιόγερμα. Δέστε. / Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγω- / νο μπάλωμα. Αυτό / δε διακρίνεται πολύ καθαρά. Κι ήθελα αυτό προ- / πάντων να σας δείξω. Κι ίσως γι’ αυτό προπάντων θ’ άξιζε να με θυμάστε».

Απόψεις