Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Τίτος Βανδής: «Το μεροκάματο είναι ιερό. Το δίκιο του εργάτη είναι ιερό»

Ο σπουδαίος ηθοποιός Τίτος Βανδής έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, 23 Φεβρουαρίου 2003

Ο Τίτος Βανδής , ο ΕΑΜίτης, ο κομμουνιστής, ο σπουδαίος ηθοποιός, που υπερέβη τα σύνορα του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου και έγινε διεθνής, ονομαστός στο Μπροντγουέι και στο Χόλιγουντ, έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα, στις 23 Φλεβάρη του 2003.

Η λεβεντιά του, το χιούμορ, το χαμόγελό του, η αισιοδοξία του, η περηφάνια, η αγωνιστικότητά του, είναι χαραγμένα δίπλα από την εικόνα και το όνομά του.

«Θα κάνω μια ευχή. Να καταργηθεί το ρητό “Η σιωπή είναι χρυσός”. Γιατί η σιωπή είναι ντροπή. Και να φωνάζουμε όλοι μαζί για το Δίκιο. Για τη Λευτεριά. Για τον Άνθρωπο». Αυτή ήταν η τελευταία «κουβέντα με τους φίλους του», του Τίτου Βανδή. 

Στη ζωή του Τίτου Βανδή , η καλλιτεχνική δημιουργία και η πάλη για ένα καλύτερο αύριο βάδισαν χέρι χέρι. Ήταν κομμουνιστής από τα νεανικά του χρόνια και κομμουνιστής έμεινε μέχρι την τελευταία πνοή του. Στην ΕΑΜική Αντίσταση, στα χρόνια που το ΚΚΕ ήταν παράνομο, στη νομιμότητα… Ως απλός μαχητής και ως υποψήφιος βουλευτής του Κόμματος. Αν και βαριά άρρωστος, συνέχιζε να αρθρογραφεί στο «Ριζοσπάστη» μέχρι τέλους. Δραστήριο μέλος της εργατικής «Κοινωνικής Αλληλεγγύης» από τα 1934, συνδέθηκε με το ΚΚΕ και έπειτα με το ΕΑΜ Θεάτρου. Μετά την υποχώρηση συμμετείχε στους ΕΑΜίτικους θιάσους, που έδιναν παραστάσεις στην επαρχία.

 «Πιστεύω» έλεγε «ότι κάθε τίμιος άνθρωπος πρέπει να είναι κομμουνιστής. Δεν μπορεί να είναι δίκαιο, δεν μπορεί να είναι ζωή το να οικονομάνε οι λίγοι και οι πολλοί να πεινάνε. Αρχίζεις και σκέφτεσαι, πώς έγινε η κοινωνία. Από τη στιγμή που υπάρχει ο άνθρωπος, μερικοί έχουν βρει τον τρόπο να κυριαρχούν, να είναι πιο δυνατοί. Αυτοί έκαναν τους νόμους, αυτοί εφεύραν την αστυνομία και το στρατό, για το έθνος λέει, αλλά δεν το έχουν για το έθνος, όλα για την τσέπη τους».

Με την σύντροφο της ζωής του Μπέτυ Βαλάση

Σ’ όλη του τη ζωή ο Τίτος Βανδής έδινε μεγάλη σημασία στην κινητοποίηση του συνόλου. «Το μεροκάματο» – έλεγε – «είναι ιερό. Το δίκιο του εργάτη είναι ιερό. Κι αν ένας εργάτης δεν έχει ανάγκη, έχει πιει με το αφεντικό και έχει διασκεδάσει μαζί του, το μεροκάματο πρέπει να το πάρει. Αν δεν τσακωθεί για το μεροκάματο, προδίδει όλη του την τάξη. Είναι κάτι που πρέπει να το κυνηγάς συνέχεια για να αποκτήσεις συνείδηση».

Σπούδασε στο Ωδείο Θεσσαλονίκης και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πρωτοεμφανίστηκε στο Εθνικό, το 1934, στον «Ιούδα» του Σπ. Μελά. Στο Εθνικό Θέατρο πρωταγωνίστησε από τη δεκαετία του ’30 («Ρωμαίος και Ιουλιέτα»,«Θυσία του Αβραάμ» κ.ά.). Το 1938 συνεργάζεται με τη «Νέα Σκηνή» του Μιχ. Κουνελάκη και περιοδεύει στην Ελλάδα. Το 1940 συνεργάζεται με το θίασο Μαρίκας Κοτοπούλη («Προανάκριση» και «Το Ξύπνημα» του Αλ. Λιδωρίκη). Από το 1941 μέχρι το 1943 με την Κατερίνα, όπου πρωταγωνίστησε σε κορυφαία έργα («Νόρα» του Ιψεν, «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Μπέρναρντ Σο, «Σουπιά» του Αιμ. Φαμπρ κ.ά.).

Μετά το θίασο της Κατερίνας, δοκιμάζεται στο μουσικό θέατρο κι έπειτα με τους ΕΑΜίτες «Ενωμένους Καλλιτέχνες» («Θάψτε τους νεκρούς», «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε», κ.ά.). Το 1946, με την Αλέκα Παΐζη και τον Δήμο Σταρένιο συγκροτούν θίασο και ανεβάζουν τους «Αδελφούς Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι. Συνεργάζεται με τον Αδαμάντιο Λεμό, το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη, με το θίασο Αλεξανδράκη, με το θίασο της Ελένης Χατζηαργύρη, το θίασο Αλεξανδράκη – Ζαβιτσιάνου, με το ΚΘΒΕ. Το ’64, συγκροτεί δικό του θίασο στο «Μετάλλιον» στο Παγκράτι και ανεβάζει το «Ενας όμηρος» του Ιρλανδού Μπ. Μπίαν, σε μουσική Μ. Θεοδωράκη και το «Ασπρο Ατι» του Κάρολ.

 

Η διεθνής καριέρα

 

Το 1960, όταν πήγε στις Κάννες για την προβολή της ταινίας του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» (ήταν συμπρωταγωνιστής της Μελίνας στην ταινία αυτή, όπως και στο «Τοπ Καπί», επίσης του Ντασσέν), γνώρισε έναν Αμερικάνο ατζέντη. Αυτός ο ατζέντης, Μάη του 1965, του ζήτησε τηλεφωνικά να «πεταχτεί» στο Παρίσι για μια πρόταση του Αμερικανού παραγωγού Λέρνερ να παίξει στο «On a clear day yoy can see for ever», στο θέατρο «Mark Hellinger», το δεύτερο μεγαλύτερο του Μπροντγουέι, με «χίλια δολάρια τη βδομάδα». Ελπίζοντας να ξελασπώσει από τα θιασαρχικά του χρέη, ο Τίτος Βανδής πάει στο Παρίσι και την άλλη μέρα στη Ν. Υόρκη, για ακρόαση από το επιτελείο του παραγωγού. Αγγλικά δεν ήξερε. Έκανε αγώνα για να τα μάθει το ταχύτερο. Αύγουστο του ’65 άρχισε πρόβες. Η επιτυχία του σ’ αυτήν την παράσταση και σε άλλες, σε πολλές ταινίες και σίριαλ, τον έκανε να παραμείνει και να δουλέψει στις ΗΠΑ, περίπου, 26 χρόνια.

Μια «γεύση» από τη ζωή του στις ΗΠΑ, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του «Κουβέντα με τους φίλους μου», είναι και η εξής: «Παρ’ όλο το ξεσήκωμα του κόσμου στη δεκαετία του 1960 εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ακόμα και στη δεκαετία του 1970, πλανιόταν πάνω από τις ΗΠΑ η σκιά του Μακάρθι. Η μεγάλη ευαισθησία των Αμερικανών γενικά είναι το οικονομικό. Πάνω απ’ όλα, τιμούν το δολάριο. Ο στρατηγός Morehead, στην ερώτηση “Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι με τόσες απώλειες οι Βιετναμέζοι κρατήσαν τόσα χρόνια;”, απάντησε: “Δεν είναι παράξενο. Αλλιώς λογαριάζεται η ζωή ενός Βιετναμέζου. Αλλο Αμερικάνοι, άλλο Βιετναμέζοι”. Εννοούσε “Αλλο να σκοτώνεις ανθρώπους κι άλλο μύγες και κουνούπια. Αυτά τα σκοτώνεις και έρχονται άλλα. Ο θάνατός τους δεν έχει σημασία, ούτε για σένα, ούτε γι’ αυτά”. Στην κατηγορία της μύγας και του κουνουπιού έχουν κατατάξει οι Αμερικάνοι τους Σέρβους, τους Ιρακινούς, οποιονδήποτε αντιστέκεται».

Το 1979 πραγματοποιεί μια έκτακτη εμφάνιση στην Αθήνα, με την Ελλη Λαμπέτη, στο έργο του Ντε Φίλιππο «Φιλουμένα Μαρτουράνο». Επιστρέφει στην Αμερική, απ’ όπου φεύγει οριστικά το ’83.

Στην Αθήνα επανέρχεται με το μιούζικαλ «Μάγκες και Κούκλες» («Παρκ», 1984), ακολουθούν, «Λυσσασμένη Γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς (Εθνικό Θέατρο), «Ρετρό» του Α. Γκάλιν, «Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα» του Ντε Φίλιππο (ΚΘΒΕ). Από το ’93 έως το ’95, ξανασυνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο («Χορεύοντας στη Λουνάσα» κ.ά.), στο «Βέμπο» («Αδελφοί Καραμαζόφ»).

Εξίσου σημαντική είναι η παρουσία του στον κινηματογράφο. Πρωταγωνιστεί στις ταινίες «Μηδέν πέντε» του Γιάννη Πετροπουλάκη (’58), «Παράνομοι», «Το Ποτάμι» του Νίκου Κούνδουρου (’58-’59), «Αστέρω» του Ντίνου Δημόπουλου (’59), «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν (’60), «Πολιορκία» του Κλοντ Μπερνάρ Ομπέρ, κ.ά. Οι περισσότερες ταινίες έγιναν στην Αμερική. Αναφέρουμε μερικές: «Young Doctors in love», «The Betsy» (με τον Λόρενς Ολιβιέ), «The other side of midnight», «Gus», «Smile», «The Exorcist», «The dead duck», «Topkapi», «It happened in Athens» κ.ά. Το ’62 βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία «Πολιορκία», ενώ το ’83 πήρε το Α` βραβείο ανδρικού ρόλου στην ταινία «Προσοχή κίνδυνος» του Γ. Σταμπουλόπουλου.

Ασχολήθηκε και με τη μετάφραση θεατρικών έργων και από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 με τη διδασκαλία της Υποκριτικής σε δραματικές σχολές. Με τον σκηνοθέτη Γιώργο Θεοδοσιάδη ίδρυσε τη Δραματική Σχολή Αθηνών, όπου και δίδαξε επί χρόνια. Αλλά και στην Αμερική υπήρξε καθηγητής Υποκριτικής (τέλη δεκαετίας ’70, στο Κολέγιο της Σάντα Μόνικα).

 

***

 

Απόψεις