Αύγουστο γεννήθηκε η Σωτηρία Μπέλλου και Αύγουστο έφυγε από τη ζωή. Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1921, στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας, και έφυγε από τη ζωή στις 27 Αυγούστου 1997.
Το άρθρο για την κορυφαία τραγουδίστρια του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού, που ακολουθεί, είναι της αγαπημένης μας Σοφίας Αδαμίδου που τη χάσαμε τον Ιούνιο του 2021.
Από τον «Ριζοσπάστη» της 26ης Αυγούστου 2001.
Η φωνή της θα δοξολογεί τα όνειρα του λαού μας
Τέσσερα χρόνια (σ.σ. σήμερα συμπληρώνονται 27 χρόνια) συμπληρώνονται αύριο από το θάνατο της Σωτηρίας Μπέλλου που με τη φωνή της, για μισό περίπου αιώνα, έδωσε φτερά σε δεκάδες τραγούδια, κάνοντάς τα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ψυχής. Μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές γυναίκες του ελληνικού μας τραγουδιού, η Σωτηρία Μπέλλου, καλλιτέχνις με αριστερή συνείδηση και αγωνιστική δράση, μπορεί να μην υπάρχει πια, μπορεί πολλοί λίγοι να τη θυμούνται, έως καθόλου πολιτεία και φορείς, όμως θα υπάρχει πάντα στις καρδιές των απλών ανθρώπων.
Ισως γιατί ποτέ δεν υπήρξε «αγαπημένο» παιδί κανενός. Ισως επειδή – όπως είχε πει και πριν τέσσερα χρόνια ο Διονύσης Σαββόπουλος αποχαιρετώντας τη – «δεν ήσουν εσύ η τραγουδίστρια των επαναληπτικών σουξέ, δεν είχες σχέση με την επίσημη κουλτούρα, δεν είχες την πολιτική κάλυψη. Είχες, όμως, κάτι σπάνιο και δυσεύρετο. Τη γνησιότητα. Ευτυχώς που υπάρχουν πλάσματα σαν και εσένα, απροσδόκητα, για να μας μάθουν να συλλαβίζουμε τους βαθύτερους πόθους μας».
Ισως φανεί παράτολμο, έως μελό, είναι όμως αλήθεια. Για την πολιτεία σα να μην υπήρξε ποτέ. Εκείνο το τηλεγράφημα του υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου προς τους οικείους της, που άφηνε την προοπτική πως κάτι θα κάνει το υπουργείο στη μνήμη της, σα να μη γράφτηκε ποτέ. Κανένας φορέας καλλιτεχνικός ή δημοτικός δεν ένιωσε την ανάγκη να τιμήσει τη μνήμη της. Και το έχει άραγε εκείνη ανάγκη; Οχι, η ανάγκη αντιστοιχεί σ’ αυτούς που μένουν για να καλλιεργούν και να διατηρούν τη μνήμη, την πηγή του σύγχρονου πολιτισμού. Φαίνεται πως δεν υπάρχει «ανάγκη».
Θα θυμίζει εποχές αγώνων και αντίστασης
Αλλωστε εκείνη έφυγε και δεν μπορεί να παραπονιέται σα μικρό παιδί για τίποτε πια. Αφησε όμως πίσω της την ανεπανάληπτη προσφορά της στον πολιτισμό και το λαϊκό τραγούδι, μέσα από το οποίο εκφράστηκαν οι καημοί του λαού μας. Η φωνή της θα ηχεί για πάντα, θα θυμίζει εποχές αγώνων και αντίστασης. Αυτοί δε θα την ξεχάσουν ποτέ.
Η Σωτηρία Μπέλλου, η γυναίκα με την ξεχωριστή φωνή και την εκρηκτική προσωπικότητα, έφερε βαρέως το νόμισμα με το οποίο την «αντάμειψε» η «μοίρα». «Εσκαβε» την ψυχή της για να ανακαλύψει ποια αμαρτία της πλήρωνε. «Ημουν καλός άνθρωπος» – έλεγε ψιθυριστά – «έχω ευεργετήσει πολύ κόσμο». «Μπορεί να ήμουν νευρική, αλλά δε ζήλεψα, δεν έκανα κακό σε κανέναν». «Γιατί;», έλεγαν συνέχεια τα μάτια της. Ενα «γιατί», που είχε να κάνει όχι τόσο με την αρρώστια της, όσο με το σημείο στο οποίο τη χτύπησε ο «εχθρός». Τη φωνή της.
Σε όλη της τη ζωή στεκόταν σαν παλικάρι απέναντι σε ό,τι δεν ταίριαζε με τα «θέλω» της. Δε χρωστούσε σε κανέναν τα «πρέπει» των άλλων. Εκείνη είχε τα δικά της. Η ζωή ήταν δική της και θα την υπερασπιζόταν, θα τη ζούσε όπως εκείνη ήθελε και μπορούσε. Ηθελε να είναι υπεύθυνη για τα δικά της λάθη και όχι για εκείνα που κάποιοι με τα δικά τους μάτια τα έβλεπαν λάθος. Ηθελε να μετανιώνει γι’ αυτά που έκανε και όχι για όσα δεν έκανε.
Η αντιφατικότητα του χαρακτήρα της, τα πάθη για τα οποία ποτέ δε μετάνιωσε, έδιναν συχνά λαβές για σχόλια. Εκείνη, όμως, με όλο της το δίκιο, ήθελε να την αγαπούν γι’ αυτό που ήταν. Οσοι της έδιναν αυτή την αγάπη, την κέρδιζαν για πάντα. Η Σωτηρία Μπέλλου ήξερε να εκτιμά, να αγαπά, ακόμη και να συγχωρεί αυτούς που την πίκραναν.
Μέσα από όλες τις εκρηκτικές αντιφάσεις που συνθέτουν το μύθο Μπέλλου, μπορεί κανείς – μέσα από μια σύντομη ανάγνωση της ζωής και του έργου της – να διακρίνει τα «τι» και τα «γιατί». Η ζωή της δεν ήταν ένα παραμύθι. Το δικό της παραμύθι δεν άρχισε ποτέ. Γιατί τα παραμύθια είναι προϊόντα της φαντασίας. Εκείνη βίωνε την πραγματικότητα μέσα από επιλογές που ποτέ δεν της αναγνωρίστηκαν, ούτε άλλωστε το επιδίωξε, μέσα από επιλογές που μόνο αρνητικά της χρεώθηκαν. Μέσα από αυτές τις εκρηκτικές αντιφάσεις που συνθέτουν το φαινόμενο Μπέλλου, υπάρχει, όμως, εκείνο που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ και από κανέναν: Η μοναδικότητα της φωνής της, η απαράμιλλη ερμηνευτική της κατάθεση, την κατατάσσει στον κατάλογο εκείνων που μόχθησαν, θυσίασαν, πρόσφεραν στην εξέλιξη της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού.
Τα χρόνια ακμής του κλασικού λαϊκού τραγουδιού τη βρίσκουν στο ζενίθ της καριέρας της. Ολα τα μαγαζιά τη ζητάνε. Περιζήτητη είναι και στη δισκογραφία. Ηχογραφεί σε πρώτη εκτέλεση πολλά τραγούδια των Τσιτσάνη, Χιώτη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη, Απόστολου Χατζηχρήστου, Καλδάρα, Καπλάνη κ.ά. Ανάμεσά τους τα «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάτω απ’ το σβηστό φανάρι», «Είπα να σβήσω τα παλιά», «Σαν απόκληρος γυρίζω» κ.ά.
Εχοντας στο ενεργητικό της τραγούδια των Παπαϊωάννου, Χιώτη, Μητσάκη, Καπλάνη, Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Καλδάρα, Χατζηχρήστου, Περιστέρη κ.ά., κατέθεσε επίσης – με εξαιρετική επιτυχία – τη λιτή, δωρική φωνή της σε δημιουργίες των Ξαρχάκου, Σαββόπουλου, Μούτση, Ανδριόπουλου, Λάγιου, Κουνάδη κ.ά.
Συντροφιά με τα γράμματα θαυμαστών της
Τους τελευταίους μήνες της ζωής της στο Νοσοκομείο μπορεί να ήταν ελάχιστοι οι άνθρωποι που την επισκέπτονταν, όμως εκείνη έπαιρνε θάρρος και γέμιζε από την αγάπη των θαυμαστών της που της έστελναν γράμματα. Και ήταν άνθρωποι όχι μόνο από την Ελλάδα, ούτε μόνο ενήλικες. Ηταν και μικρά παιδιά.
«Αγαπητή κυρία Σωτηρία . Με λένε Θοδωρή, είμαι έντεκα χρονών και πηγαίνω στην έκτη δημοτικού. Σε ξέρω από τον πατέρα μου, που εδώ και τριάντα χρόνια ακούει τα τραγούδια σου… Και εγώ ακούω στο κασετόφωνο τα τραγούδια σου και τραγουδάω μαζί σου…».
«Παρίσι 4 Μαρτίου 1994. Αγαπητή μας Σωτηρία Μπέλλου . Γνωρίζω πολύ κόσμο που όπως εμείς σε γνωρίζει από τα τραγούδια σου και σε αγαπάει. Εγώ ποτέ δε σε φαντάστηκα ηλικιωμένη και άρρωστη. Για μένα είσαι πάντα νέα, ωραία και μαχητική, με μια φωνή ζεστή, βαθιά, ανθρώπινη. Και δεν είναι μόνο οι Ελληνες που σε γνωρίζουν…».
Οπως υπήρχαν και άνθρωποι που ταυτίζονταν με τον πόνο της και μέσα από τη δική τους ιστορία ψηλαφούσαν και το δικό τους πόνο. Οπως ένας εικοσιεννιάχρονος δάσκαλος που της έγραψε: «Βλέπετε, ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει ηθική κατάπτωση, τι σημαίνει να μη σου γράφουν έστω δυο λόγια. Ενάμιση χρόνο που ήμουν φαντάρος δε μου έγραψε ούτε ένας φίλος. Ούτε η κοπελιά μου! Περίμενα να βγουν τα τριαντάφυλλα που έχουμε στον κήπο μας να σας στείλω μερικά. Δε θέλω από ανθοπωλείο γιατί είναι με λιπάσματα. Θέλω να είναι φυσικά, όπως εσείς».
Αυτά τα γράμματα ήταν η συντροφιά και η παρηγοριά της. Η σιγουριά πως αυτοί οι άνθρωποι δε θα την άφηναν ποτέ μόνη. Αλλη μια απόδειξη της άδολης συμπάθειας και της ειλικρινούς έγνοιας του απλού ανθρώπου.
Γιατί το μόνο σίγουρο είναι ότι η φωνή της θα δοξολογεί για πάντα τους καημούς, τα όνειρα και τις αγωνίες του τόπου και του λαού μας.