Είχαν προηγηθεί, από τον Σεπτέμβριο του 2016 που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, σημαντικότατες, για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, υποθέσεις που έφερε σε πέρας αξιοποιώντας την αμερικανική «πειθώ» τόσο όταν ήταν υποχρεωμένος να διαβουλευτεί με την κυβέρνηση της «αριστεράς» του ΣΥΡΙΖΑ όσο και με τη σημερινή «δεξιά» κυβέρνηση του Μητσοτάκη.

Ο Τζέφρι Ρ. Πάιατ, άλλωστε, δεν είναι τυχαία περίπτωση. Όταν εγκαταστάθηκε (2016) στη θέση του στην Αθήνα η κατάσταση στην Ελλάδα (κοιτώντας τα πράγματα με τη ματιά της Ουάσιγκτον) ήταν ιδιαίτερα ασταθής.

Η χώρα στέναζε από τους ασφυκτικούς όρους των ευρωπαϊκών μνημονίων και των δανείων του ΔΝΤ, η ελληνική κοινωνία απηυδισμένη από τα βάρη της οικονομικής και  πολιτικής χρεωκοπίας προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα στρέφοντας την πλάτη στα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με την «ταμπέλα» της Αριστεράς προκαλούσε άγχος, αδικαιολόγητο όπως αποδείχτηκε, στην αμερικανική διπλωματία. Το σκηνικό στην Ελλάδα ήταν τέτοιο που απαιτούσε από τους Αμερικανούς μια ιδιαίτερη προσοχή στο ελληνικό τους «οικόπεδο».

Απ’ το Κίεβο στην Αθήνα

Ο Πάιατ είχε ήδη τις περγαμηνές του από το προηγούμενο πόστο του ως πρεσβευτή των ΗΠΑ (2013 – 2016) στην Ουκρανία παίζοντας κεντρικό ρόλο στο παιχνίδι ρυμούλκησης της χώρας στην ευρωατλαντική σφαίρα επιρροής, γεγονός του οποίου τις συνέπειες βιώνουμε με δραματικό τρόπο σήμερα.

Με αυτά τα «παράσημα» ανέλαβε από το αμερικανικό Κογκρέσο την αποστολή της Αθήνας: να διατηρήσει την αμερικανική καθοδήγηση των ελληνικών κυβερνήσεων έτσι ώστε όχι μόνο να μην τεθούν σε κίνδυνο τα ευρύτερα συμφέροντα των ΗΠΑ αλλά και να διευρυνθεί η στρατηγική επιρροή της υπερδύναμης στην περιοχή. Και, κρίνοντας από τα αποτελέσματα, τα κατάφερε και με το παραπάνω…

Τα επιτεύγματα (κοιτώντας πάντα τα πράγματα από τη γωνία της εξυπηρέτησης των αμερικανικών συμφερόντων) της θητείας Πάιατ στην Ελλάδα είναι τρεις συμφωνίες οι οποίες οριοθετούν με σαφήνεια το ελληνικό οικόπεδο, στο οποίο το προσεχές διάστημα θα εγκατασταθεί, αναλαμβάνοντας την επιστασία του, «η προσωποποίηση του αμερικάνικου ονείρου», ο Ελληνοαμερικανός Γιώργος Τσούνης, ο επόμενος Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα.

Ας δούμε στα γρήγορα τι κατάφερε (για τις ΗΠΑ) σε μόλις 6 χρόνια ο Πάιατ αξιοποιώντας το ελληνικό οικόπεδο:

  • Συμφωνία των Πρεσπών.
  • Συμφωνία (διευρυμένη) ελληνοαμερικανικής στρατιωτικής συνεργασίας.
  • Συμφωνία για δημιουργία, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, συνεχούς εποπτικού μηχανισμού (μηχανισμός αποσυμπίεσης) των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Βόρεια Μακεδονία

Μόλις δυο χρόνια μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα ο Πάιατ, σε άψογη συνεργασία με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (Τσίπρας – Κοτζιάς) κατάφερε να επιφέρει συντριπτικό πλήγμα στη ρωσική επιρροή στα δυτικά Βαλκάνια, πετυχαίνοντας την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Με τον τρόπο αυτό οι ΗΠΑ όχι μόνο επισφραγίζουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή (αυτή εξάλλου υπήρχε με διμερείς συμφωνίες), αλλά εντάσσοντας τη Βόρεια Μακεδονία στο ΝΑΤΟ θεσμοθετούν την εμπλοκή σε μια αντι-ρωσική ατζέντα του συνόλου των Ευρωπαίων συμμάχων τους. Προϋπόθεση, βέβαια για να συμβεί αυτό ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία διευθέτησε το πρόβλημα της ονομασίας των Σκοπίων.

Το αντάλλαγμα που πρόσφερε ο Πάιατ στον Αλέξη Τσίπρα για αυτήν τη μείζονα στρατηγική εξυπηρέτηση ήταν η πρόσκληση στον Λευκό Οίκο για να συναντήσει και να φωτογραφηθεί με τον «διαβολικά καλό» τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.

Συμφωνία για βάσεις

Αν η Συμφωνία των Πρεσπών είναι η αφετηρία της κατάρρευσης των ελληνορωσικών σχέσεων, η ελληνοαμερικανική συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας είναι ο ενταφιασμός τους.

Με την εν λόγω συμφωνία, που διαπραγματεύτηκε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και ήταν η πρώτη διεθνής υπογραφή που έβαλε με την ανάληψη της εξουσίας η κυβέρνηση της Ν.Δ. υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ολόκληρη η χώρα μετατράπηκε σε αμερικανική βάση, η οποία χρησιμοποιείται σήμερα κατά της Ρωσίας, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται στο βάθος του χρόνου για τις ελληνορωσικές σχέσεις.

Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες, άλλωστε, δεν φαίνεται να απασχολούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος όχι μόνο φρόντισε να διαιωνίσει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα με την υπογραφή της ανανεωμένης, ανά πενταετία, συμφωνίας για τις βάσεις, αλλά εμφανίστηκε «αμερικανικότερος» των Αμερικανών στην τρέχουσα κρίση πρωτοστατώντας στην αποστολή πολεμοφοδίων στην Ουκρανία, εμπλέκοντας άμεσα τη χώρα στον πόλεμο.

Οι «καλές υπηρεσίες» που πρόσφερε ο Μητσοτάκης στις ΗΠΑ ανταμείφθηκαν όπως φαίνεται, καθώς έλαβε και αυτός την πρόσκληση να φωτογραφηθεί με τον Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο στις 15 Μαΐου.

 

Το ελληνοτουρκικά

Η μαεστρία του Πάιατ (ή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής) και ταυτόχρονα η ανεπάρκεια (ή υποτέλεια) των ελληνικών κυβερνήσεων αναδεικνύονται στον τρόπο διαχείρισης της σοβούσας ελληνοτουρκικής κρίσης.

Παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έλαβαν και με το παραπάνω μείζονες στρατηγικές εξυπηρετήσεις από τις ελληνικές κυβερνήσεις δεν ανέλαβαν την παραμικρή δέσμευση ασφάλειας έναντι των τουρκικών απειλών, οι οποίες συνεχίζονται έμπρακτα (πτήσεις πάνω από κατοικημένα νησιά) και καθημερινά.

Αντίθετα, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, στις συζητήσεις στον μηχανισμό της αποσυμπίεσης της ελληνοτουρκικής έντασης, οι ΗΠΑ κλείνουν το μάτι στις τουρκικές αιτιάσεις για αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών με την απομάκρυνση συγκεκριμένων (ρωσικής κατασκευής) οπλικών συστημάτων αεράμυνας. Πρόκειται, εν προκειμένω, για όπλα που οι ΗΠΑ σήμερα πιέζουν να προωθηθούν για την άμυνα της Ουκρανίας…

ΥΓ.: Η επιλογή του επιχειρηματία Γιώργου Τσούνη προκειμένου να αντικαταστήσει έναν «γάτο» του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών σημαίνει πολύ απλά ότι η Ουάσιγκτον θεωρεί πως το έργο ελέγχου του ελληνικού πολιτικού προσωπικού που αφήνει πίσω του ο Πάιατ είναι τόσο βαθύ που δεν απαιτεί τίποτε περισσότερο από μια απλή διαχείριση και δημόσιες σχέσεις, στις οποίες οι Ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες δεν τα πάνε κι άσχημα…