Aπό 902.gr – Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ και η οικογένεια του Μίκη Θεοδωράκη, που φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του, διοργανώνουν μεγάλη συναυλία τιμής στο έργο του μεγάλου συνθέτη, την Τετάρτη 25 Ιούνη στις 8 μ.μ. στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιμάρμαρο), με τίτλο «Κοντά σας όλη μου η ζωή».
Η ηλεκτρονική προπώληση έχει ανοίξει από την ticketservices.gr, ενώ εισιτήρια θα διατίθενται και από τις Οργανώσεις Αττικής του ΚΚΕ και της ΚΝΕ Με αφορμή την ιστορική στιγμή των 100 χρόνων από την γέννηση του που θα γιορταστούν στο Καλλιμάρμαρο, το επόμενο διάστημα θα προσπαθήσουμε να «φωτίσουμε» μεγάλες στιγμές αυτής της συγκλονιστικής, δημιουργικής πορείας.

Σήμερα φέρνουμε στο φως ένα δείγμα από ένα σπάνιο ηχητικό ντοκουμέντο. Πρόκειται για ένα ηχητικό απόσπασμα από την πρώτη ηχογράφηση του Μίκη Θεοδωράκη στο “Πνευματικό Εμβατήριο” του Άγγελου Σικελιανού (γράφτηκε το 1945 μετά την Κατοχή). Ακούγεται ο Μίκης να τραγουδά παίζοντας το πιάνο του στη Ζάτουνα, της ορεινής Αρκαδίας, όπου βρέθηκε εξόριστος από τη χούντα. Μοναδικό του ακροατήριο οι χωροφύλακες που προσπαθούσαν να τον κρατήσουν απομονωμένο. Η ηχογράφηση βρήκε τον δρόμο της, έφτασε τελικά στους παραλήπτες της, τις αντιδικτατορικές οργανώσεις που δρούσαν στο εξωτερικό.
Αυτή η ηχογράφηση, της οποίας δείγμα δημοσιεύουμε σήμερα, έφτασε στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΚΚΕ «Φωνή της Αλήθειας» όπου και παίχτηκε πρώτη φορά και στη συνέχεια παραδόθηκε αντίγραφο στις Επιτροπές Αγώνα για την οργάνωση του Αντιδικτατορικού Αγώνα στο εξωτερικό.

Με το «Πνευματικό Εμβατήριο» έδωσε ένα εκπληκτικό κάλεσμα για «να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα».
Ο Μίκης όμως πάντα μίλαγε και με τα τραγούδια του και με τα «καθαρά» του λόγια. Σε μήνυμά του από τη Ζάτουνα, που μεταδόθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας και σώζεται στο Αρχείο του ΚΚΕ, διαβάζουμε: «… Αυτά τα τραγούδια που γράφω τώρα όπως εκείνα που θα γράψω και αύριο είναι αφιερωμένα σε σας, δηλαδή σε όλους τους ανθρώπους που πιστεύουν στον άνθρωπο, που πιστεύουν στη ζωή, στο δίκιο, στη δημοκρατία και την ελευθερία και που έχουν τάξει σκοπό της ζωής τους τον αγώνα για την υπεράσπισή τους. Αφιερώνονται ιδιαίτερα στους Έλληνες αγωνιστές της ελευθερίας και τους ξένους φίλους του λαού μας που μας συμπαραστέκονται στον δύσκολο αγώνα μας… Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τον ανελέητο αγώνα έως την τελική νίκη. Κι ας μην ξεχνάμε ποτέ ότι η λευτεριά δε χαρίζεται, η λευτεριά κερδίζεται. Γεια χαρά».

Ένα από τα πρώτα διατάγματα της χούντας, 2 μήνες μετά την επιβολή της, ήταν να απαγορεύσει τους δίσκους και την με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγή των τραγουδιών του Μίκη.
Ο Μίκης, με απόφαση του ΚΚΕ, τοποθετήθηκε επικεφαλής του «Πατριωτικού Μετώπου» – ΠΑΜ. Για αυτό που ήταν και για αυτό που συνέχισε να είναι, η χούντα τον συνέλαβε 21 Αυγούστου και τον οδήγησε στα κολαστήρια της Γενικής Ασφάλειας στη Μπουμπουλίνας. Από εκεί στου Αβέρωφ, μετά σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι του στο Βραχάτι και επειδή αυτό δεν στάθηκε ικανό να τον περιορίσει τον οδήγησαν από τον Αύγουστο του 1968 μέχρι τον Οκτώβρη του 1969 στην απομονωμένη Ζάτουνα, για να περάσει μετά και από τις φυλακές του Ωρωπού.
Το μόνο που επέτρεψε η χούντα στον Μίκη ήταν να έχει μαζί του το πιάνο του. Όπως ο ίδιος έλεγε «Μου κουβάλησαν πρώτα το πιάνο. Όλο το χωριό βοήθησε ν’ ανέβει στο δωμάτιό μου. Πέντε μήνες, εκατόν πενήντα μέρες, το ‘βλεπα και δεν το άγγιζα. Ο κλοιός γύρω μου ήταν ασφυκτικός. Τα μέτρα ηλίθια. Τα νεύρα μου τεντώνονταν. Η ψυχή μου πονούσε».

Σε αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες, ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός. Έως τον Οκτώβρη του 1969, οπότε μεταφέρθηκε στις φυλακές του Ωρωπού, συνέθεσε 11 κύκλους τραγουδιών με τον τίτλο «Αρκαδίες» σε ποίηση δική του, Μάνου Ελευθερίου, Ανδρέα Κάλβου, Άγγελου Σικελιανού, Τάκη Σινόπουλου, Μανόλη Αναγνωστάκη, Νότη Περγιάλη και Κώστα Καλατζή και τη μουσική της ταινίας «Ζ» του Κώστα Γαβρά.
Όμως ο Μίκης δεν συνέθεται «απλά». Δεν ήταν απλά η μουσική του ένας ύμνος στους αγώνες και στο δίκιο του λαού, μια αιώνια περηφάνια για τις θυσίες, τους ήρωες της πάλης και του δίκιου των σκοπών του αγώνα. Ο Μίκης ήταν ο ίδιος αναπόσπαστο τμήμα του αγώνα του λαού.
Έλεγε χαρακτηριστικά για το πως φρόντισε να φτάσουν οι Αρκαδίες στον λαό.
«Όταν είχα γράψει την 1η Αρκαδία, ήταν νομίζω, πέντε τραγούδια και τα οποία θέλαμε οπωσδήποτε να τα στείλουμε κάτω (σ.σ. στην Αθήνα). Ήταν η πρώτη μας δουλειά, ας το πούμε. Επειδή ο γιος μου είχε κτυπήσει, τον είχε κτυπήσει εδώ πέρα η αστυνομία και είχε κάτι προβλήματα πραγματικά αρρώστιας, ζητούμε άδεια να πάει κάτω, να πάει κάτω ο γιος μας στην Αθήνα. Μετά από πολύ καιρό ήρθε η άδεια να κατέβει κάτω μόνος του βέβαια, και η γυναίκα μου του έραψε τα τραγούδια αυτά, του τα έραψε γραμμένα σε κορδέλα μαγνητοφώνου στις βάτες του πανωφοριού του. Την νύχτα όμως ξύπνησε και μου λέει, “θα τον ψάξουνε και πρέπει να κάνουμε κάτι άλλο”. Και σηκώνεται τη νύχτα η γυναίκα μου, βγάζει από τις βάτες τα τραγούδια αυτά, ξηλώνει τα κουμπιά του πανωφοριού του, τα πέντε τραγούδια τα κάνει πέντε κουμπιά, τα ράβει γύρω-γύρω με μάλλινο και τα ‘ραψε πάνω στο πανωφόρι του. Την άλλη μέρα το παιδί ήρθε το πήρε η φρουρά, το πήγε πάνω στο τμήμα. Πραγματικά του ‘βγαλαν το πανωφόρι, του ξήλωσαν τις βάτες, του ξήλωσαν όλα, αλλά δεν είχαν δει τα κουμπιά. Η γυναίκα μου ήταν πρωτοπόρος σ’ αυτή την φαντασία.

Ήταν πολύ μεγάλη φαντασία, για να διώξει τα τραγούδια, αλλά πόσο μεγάλη ικανοποίηση ήταν, όταν μετά από δεκαπέντε μέρες που έγραφα το τραγούδι εδώ το ακούγαμε στο Λονδίνο! `Η το ακούγαμε στην “Φωνή της Αλήθειας” ή στην “Μόσχα”. Ήταν μια πολύ μεγάλη ικανοποίηση. Φυσικά γινόταν αμέσως κινητοποίηση. Ερχόταν ο διοικητής από την Τρίπολη, οι χωροφύλακες είχαν φασαρίες. Πώς έφυγε αυτό; Άρχισαν οι έρευνες. Μας ψάχνανε. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην φύγουν μηνύματα από την Ζάτουνα για κάτω, για όλον τον κόσμο».