“Αυτό μοιάζει καλό στα χαρτιά, αλλά στην πραγματικότητα είναι καταστροφή”, είπε ο πρόεδρος των ΗΠΑ στον Λευκό Οίκο αναφερόμενος στον νόμο που απαγορεύει πρακτικές διαφθοράς στο εξωτερικό, επιχειρηματολογώντας ότι “κανένας δεν θέλει να έχει δοσοληψίες με Αμερικανούς” εξαιτίας του κινδύνου πως θα βρεθεί στο στόχαστρο έρευνας.
Με το διάταγμα ο αρχηγός του αμερικανικού κράτους δίνει εντολή στην Παμ Μπόντι, γενική εισαγγελέα (υπουργό Δικαιοσύνης) των ΗΠΑ, να σταματήσει την εφαρμογή του Νόμου περί Διαφθοράς στο εξωτερικό του 1977.
Αξιωματούχος του Λευκού Οίκου είπε ότι η “εθνική ασφάλεια της χώρας εξαρτάται από το να μπορεί η Αμερική και οι εταιρείες της να αποκτούν στρατηγικά εμπορικά πλεονεκτήματα σε όλο τον κόσμο”.
Ο αξιωματούχος πρόσθεσε: “Ο Πρόεδρος Τραμπ σταματά την υπερβολική, απρόβλεπτη επιβολή του FCPA που κάνει τις αμερικανικές εταιρείες λιγότερο ανταγωνιστικές”.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε βάλει στο στόχαστρο τον FCPA από την πρώτη προεδρική θητεία του, κάνοντας λόγο για «φρικτό νόμο», με συνέπεια οι ΗΠΑ να έχουν γίνει «περίγελως διεθνώς». Ο νόμος θεσπίστηκε το 1977 επί προεδρίας Τζίμι Κάρτερ και εξελίχθηκε σε βασικό εργαλείο για την καταπολέμηση της διαφθοράς στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις.
Στο πέρασμα του χρόνου, μεγάλος αριθμός αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών, μεταξύ των οποίων η Goldman Sachs, η Walmart και η Glencore, έχουν διωχθεί βάσει αυτού του νόμου. Μόνο τον περασμένο χρόνο το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άνοιξαν ποινικές διαδικασίες εναντίον 31 εταιρειών βάσει του νόμου FCPA. Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ και ο ωμός τρόπος με τον οποίο δικαιολογήθηκε προκάλεσαν αντιδράσεις στις ΗΠΑ και διεθνώς. Το εκτελεστικό διάταγμα «μειώνει και θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για την πλήρη εγκατάλειψη του κοσμήματος του στέμματος στον αγώνα των ΗΠΑ κατά της παγκόσμιας διαφθοράς», δήλωσε ο Γκάρι Κόλμαν, εκτελεστικός διευθυντής του παρατηρητηρίου Transparency International.
Με το διάταγμα που υπέγραψε, ο Αμερικανός πρόεδρος έθεσε την εφαρμογή του νόμου σε προσωρινή αναστολή και έδωσε εντολή στη γενική εισαγγελέα, Παμ Μπόντι, να φέρει προτάσεις για αναθεώρηση του FCPA, έτσι ώστε να προστατεύεται η ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών επιχειρήσεων.
Εξάλλου ο Στιβ Μπάνον, κορυφαίος πολιτικός σύμβουλος του Τραμπ στη νικηφόρα εκστρατεία του 2016 και στη διάρκεια της πρώτης προεδρικής του θητείας, καταδικάστηκε σε κάθειρξη τριών ετών για απάτη, αλλά απέφυγε τη φυλάκιση καθώς η ποινή ήταν με αναστολή. Ο Μπάνον δήλωσε ένοχος σε δικαστήριο της Νέας Υόρκης, όπου αντιμετώπιζε την κατηγορία ότι εξαπάτησε τους χρηματοδότες εκστρατείας του Τραμπ για το χτίσιμο του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό.