Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ο Γιώργος Μπάτης του ρεμπέτικου

Από τους σημαντικότερους ρεμπέτες της προπολεμικής εποχής, γνωστός και ως Γιώργος Αμπάτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Τσωρός. Πέθανε στις 10 Μαρτίου 1967 και κηδεύτηκε -σύμφωνα με την επιθυμία του- παρέα με τον αγαπημένο του μπαγλαμά (έργο του Τσακιριάν).

Από τους σημαντικότερους ρεμπέτες της προπολεμικής εποχής, γνωστός και ως Γιώργος Αμπάτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Τσωρός. Γεννήθηκε το 1885 στα Παλαιά Λουτρά (Κάτω Μούσκα) Μεθάνων και σε ηλικία 8 ετών μετακόμισε στον Πειραιά. Στρατεύτηκε το 1908 και υπηρέτησε έως το 1920 (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εθνικός Διχασμός κλπ.)!

Από τη φύση του ατίθασος και απείθαρχος και λόγω των τακτικών του λιποταξιών, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της θητείας ήταν στα στρατιωτικά πειθαρχεία και στις στρατιωτικές φυλακές όπου μάλλον ήταν το μέρος που ήρθε σε επαφή με τον μπαγλαμά.

Μετά το πέρας της στρατιωτικής του θητείας, και στην προσπάθειά του να επιβιώσει, ο Μπάτης εξάσκησε πολλά επαγγέλματα. Εργάστηκε ως πωλητής αυτοσχέδιων φαρμάκων κατά του πονόδοντου, των κάλων των ποδιών και διαφόρων ασθενειών, εμπειροτέχνης οδοντίατρος, μικροπωλητής διαφόρων προϊόντων, ενεχυροδανειστής κ.α. Παράλληλα και από το 1915 έπαιζε μπαγλαμά και τραγουδούσε στους τεκέδες και τα ταβερνάκια του Πειραιά.

Το 1925 άνοιξε το πρώτο του χοροδιδασκαλείο, το «Κάρμεν», στη Δραπετσώνα, στο ισόγειο του σπιτιού του. Στο χώρο αυτό, που διαφημιζόταν με ταμπέλα και φειγ βολάν, διδάσκονταν «Νότες, μπουζούκι, μπαγλαμάς, ευρωπαϊκοί χοροί, ταγκό, ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλι κλπ.» ενώ ταυτόχρονα ήταν στέκι για χρήση χασίς (δεν είχε νομοθετηθεί ακόμα η απαγόρευση της κατοχής, χρήσης και καλλιέργειας της ινδικής κάνναβης).

Κατά καιρούς άνοιξε και λειτούργησε πολλά καφενεδάκια – τεκέδες με το πιο γνωστό, το 1931, το «Καφενείον  Ζώρζ Μπατέ», στα Λεμονάδικα (Ακτή Τζελέπη), όπου σύχναζαν όλοι οι μάγκες της εποχής. Το καφενείο λειτούργησε ως το 1937 μέχρι που το οικοδομικό τετράγωνο καταστράφηκε ολοσχερώς από μια πυρκαγιά.

Έξι χρόνια αργότερα, του το έκλεισαν και αναγκάστηκε να κάνει άλλο στο Γιουσουρούμ του Πειραιά, όπου συνέχισε να διδάσκει το μπουζούκι.

Η αγάπη του για τον μπαγλαμά, το μπουζούκι και τις διάφορες αυτοσχεδιαστικές παραστάσεις, που έστηνε στο καφενείο του ο Μπάτης το οδήγησαν στο να γίνει στέκι διαφόρων ερασιτεχνών μουσικών και όχι μόνο της εποχής, όπως ο τότε εκδοροσφαγέας Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο μπουζουκτσής Ανέστης Δελιάς, ο Μουφλουζέλης, ο γερο-Κερομύτης (πατέρας του Στέλιου Κερομύτη), και ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης και διαφορες εμβληματικές φυσιογνωμίες του ιστορικού πλαισίου της περιοχής όπως ο Σκριβάνος, ο Μανέτας, ο Μιμίκος ο μπογιατζής, ο Σκούρτης ο τυπογράφος, και ο νεαρός τότε Νίκος Μάθεσης (Νίκος ο τρελάκιας). Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαζί με κάποιους ακόμη, αποτέλεσαν τον βασικό πυρήνα του Πειραιώτικου ρεμπέτικου, που με αιχμή του δόρατος την λεγόμενη «τετράδα την ξακουστή» (Βαμβακάρης, Μπάτης, Δελιάς, Παγιουμτζής) ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του ’30 εμφανίσεις στα μικρά μαγαζιά της Πειραϊκής, του Τουρκολίμανου, του Χατζηκυριάκειου και της Δραπετσώνας.

Αν και ηχογράφησε μόνο 17 τραγούδια σε δίσκους γραμμοφώνου 78 στροφών, υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές του κλασικού πειραιώτικου ρεμπέτικου τραγουδιού. Οι σημαντικότερες επιτυχίες του: «Ο τεκές του Μπάτη», «Ο Ωρωπός», «Από κάτω απ’ το ραδίκι», «Βάρκα μου μπογιατισμένη», «Η Παπαδιά», «Ο Θερμαστής», «Κάτω στην Άγια Μαρίνα», «Ατσιγγάνα με φωνάζουν», «Εφουμέρναμε χασίσι», «Ο γαλατάς», «Η Αλεξάνδρα», «Γιαχνί σοκάκι», «Κάτω στο γυαλό στην άμμο», «Φωνογραφητζήδες», «Βλέπω τέσσεροι παρέα», «Στρατώνα», «Καμηλιέρικο», «Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο» («Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα»), «Ο Mπουφετζής», «Σούχει λάχει», «Μάγκες καραβοτσακισμένοι», «Το μπαρμπεράκι», «Γυφτοπούλα στο χαμάμ» κ.ά.

Ο Γιώργος Μπάτης αγαπούσε τα παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα όργανα. Στο σπίτι του διατηρούσε μια συλλογή από πέντε μπουζούκια, δυο μπαγλαμάδες, ένα μισομπούζουκο, μια κιθάρα και μια ρομβία – λατέρνα. Είχε πολύ έντονη την αίσθηση του χιούμορ και οι πλάκες του άφηναν εποχή. Ντυνόταν πάντοτε στην «πέννα», στο κλασσικό στυλ του «παλιόμαγκα», με μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, παπιγιόν, σκληρό καπέλο και κρατούσε μπαστουνάκι. Φορούσε στιβάλια μυτερά και ψηλοτάκουνα, χαρακτηριστικά παπούτσια των «Κουτσαβάκηδων».

Στη δεκαετία του ’50 ο Μπάτης άνοιξε άλλο ένα καφέ-ουζερί, με ζωντανή μουσική στην οδό Αλιπέδου, στον Πειραιά. Όπου έπαιζαν ο ίδιος, ο γιός του Θανάσης Τσορός (πέθανε πριν τον Μπάτη), ο Χρηστάκης και ο κιθαρίστας Νίκος Ξαγοράκης. Εκείνη την εποχή τον εντόπισε ο Αλέκος Σακελλάριος και του έδωσε έναν ρόλο στην ταινία του «οι παπατζήδες» όπου υποδύεται «τον έχοντα το γενικό πρόσταγμα σε αυτοσχέδια μπαρμπουτιέρα», μαζί με τον Ν. Σταυρίδη και τον Πέτρο Γιαννακό.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τριγύριζε στα γνωστά του στέκια, ταβέρνες και καφενεία του Πειραιά, παίζοντας στις παρέες τραγούδια από το ένδοξο παρελθόν του.

Πέθανε στις 10 Μαρτίου 1967 και κηδεύτηκε -σύμφωνα με την επιθυμία του- παρέα με τον αγαπημένο του μπαγλαμά (έργο του Τσακιριάν).

Με πληροφορίες από: historicalquest.com, sansimera.gr

 

 

 

Απόψεις