Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το «σκλαβάκι» του δανεισμού (Μέρος Α’)

Η ιστορία που θα διηγηθούμε έρχεται από το παρελθόν. Από μία περίοδο που σηματοδότησε τεράστιες αλλαγές στα πολιτικά, οικονομικά και..

Η ιστορία που θα διηγηθούμε έρχεται από το παρελθόν. Από μία περίοδο που σηματοδότησε τεράστιες αλλαγές στα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα της χώρας μας στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα.

Ενδεχομένως κάποιοι να ψάξουν για ομοιότητες ή διαφορές με το σήμερα. Όχι αδικαιολόγητα. Οι σύγχρονες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, σε μια εποχή στην οποία οι πύρινες γλώσσες του πολέμου έχουν ζώσει μια σειρά από περιοχές του πλανήτη, προσφέρονται για κάτι τέτοιο. Εμείς πάλι, μιας και πιστεύουμε ακράδαντα στην άποψη που θέλει την Ιστορία να πηγαίνει προς τα μπρος, να μην κάνει κύκλους, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές αυτών· με μόνη αξίωση την άντληση χρήσιμων συμπερασμάτων. Συμπερασμάτων που θα οπλίσουν με γνώση εκείνους που θέλουν τον πραγματικό πλούτο κάθε τόπου, τον λαό του δηλαδή, στο προσκήνιο της εξέλιξης και όχι παθητικό δέκτη προειλημμένων αποφάσεων.

Ως εκ τούτου, προσδεθείτε. Το άλμα στο παρελθόν θα έχει πολλές αναταράξεις…

Ήταν το πρωί της Τετάρτης 29 Ιουλίου 1920, κατά το παλαιό ημερολόγιο, 11 Αυγούστου κατά το νέο, όταν οι ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι έλαβαν το παρακάτω τηλεγράφημα:

«Εκ Παρισίων, 28 Ιουλίου, 6 ώρα μ.μ. Τρις επείγον. Απόλυτος προτεραιότης.

Ταύτην την στιγμήν υπεγράφησαν η Συνθήκη μετά της Τουρκίας, η Συνθήκη της μεταβιβάσεως της Δυτικής Θράκης, η συμφωνία μετά της Ιταλίας περί Δωδεκανήσου και η Συνθήκη περί μειοψηφιών.

Ρωμανός».

Το τηλεγράφημα που έκανε 13 ώρες για να φτάσει στη χώρα είχε αποστείλει από το Παρίσι ο Έλληνας Πρεσβευτής Α. Ρωμανός.

Αναφερόταν φυσικά, στη Συνθήκη ειρήνης που είχε υπογράψει την προηγούμενη μέρα, στο παρισινό προάστιο των Σεβρών, η κυβέρνηση του Σουλτάνου (Τουρκία), η Μ. Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ελλάδα, η Σερβία, η Ρουμανία και άλλες 11 χώρες στις οποίες όμως δεν συμπεριλαμβάνονταν οι ΗΠΑ, λόγω αποχής τους. Παράλληλα, την ίδια μέρα, έπεσαν οι υπογραφές μεταξύ των εμπλεκομένων πλευρών και σε άλλες τρεις συμπληρωματικές συνθήκες (Ριζοσπάστης, 12/8/2007, «Η Συνθήκη «ειρήνης» των Σεβρών»).

Αμέσως, ο Εμμ. Ρέπουλης, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και αντικαταστάτης του Πρωθυπουργού ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι ως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματικής αντιπροσωπείας, κάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο για να ενημερώσει τα κυβερνητικά στελέχη.

Χωρίς καθυστέρηση συντάχθηκε η θριαμβευτική ανακοίνωση της κυβέρνησης, η οποία δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της για να τοιχοκολληθεί στη συνέχεια σε όλους τους δρόμους.

«Η κυβέρνησις μετά εθνικής υπερηφανείας» , διάβαζαν οι πολίτες, «αναγγέλλει ότι επελθούσης συμφωνίας μετά της Ιταλίας επί του ζητήματος της παραχωρήσεως των Δωδεκανήσων, η Συνθήκη Ειρήνης μετά της Τουρκίας υπεγράφη χθες εν Σεβρ (πλησίον Παρισίων). Ταυτοχρόνως υπεγράφη μετά των συμμαχικών Δυνάμεων και ειδική σύμβασις περί παραχωρήσεως της Δυτικής Θράκης εις την Ελλάδα».

Οι εξελίξεις ήταν ταχύτατες. Μέσα σε λίγη ώρα ενημερώθηκε ο Βασιλιάς και η ηγεσία του στρατού, ενώ ταυτόχρονα δόθηκε η εντολή έναρξης των πανηγυρικών εορτασμών. Έφιππες ομάδες με σάλπιγγες και λόγχες στο Σύνταγμα καλούσαν τον κόσμο να εκφράσει την εθνική του υπερηφάνεια, συνοδεία εμβατηρίων και κανονιοβολισμών, με τη δαφνοστεφανωμένη εικόνα του Βενιζέλου να περιφέρεται στους δρόμους της Αθήνας. Το βράδυ, τα κύρια σημεία της πόλης φωταγωγήθηκαν.

Το βιβλίο του πολέμου κλείνει. Μπροστά μας ανοίγονται οι σελίδες μιας νέας εποχής, έλεγαν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Όχι όμως όλοι. Μοναδική παραφωνία σ’ αυτό το εκστατικό σκηνικό του μεγαλοϊδεατισμού ήταν το  Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας, όπως ονομαζόταν τότε το ΚΚΕ. Σε προκήρυξή του με τίτλο: «Η Ειρήνη που εορτάζουν οι αστοί και η Ειρήνη που θέλει ο Λαός» ανέφερε χαρακτηριστικά: «Πράγματι αι συνθήκαι τας οποίας συνήψαν οι ιμπεριαλισταί της Ευρώπης εις Βερσαλλίας, το Νεϊγύ και τη Σεβρ, ουδέν άλλο αποτελούν ή την επίσημον σφράγισιν της απάτης και της εκμεταλλεύσεως των λαών, τους οποίους παρέσυραν εις τον πόλεμον… Ο πόλεμος δεν ετελείωσεν. Απλώς διά της ειρήνης ταύτης ετέθησαν αι βάσεις των πολέμων της αύριον…» [«Αστροφεγγιά, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, 2011- Ριζοσπάστης, 10/8/ 2003, «Η Συνθήκη των Σεβρών»]

Μέσα σε λίγες ώρες έφτασε και το τηλεγραφικό διάγγελμα του Βενιζέλου:

«Προς τόν ελληνικόν λαόν.

Είμαι ευτυχής αναγγέλλων προς υμάς ότι σήμερον εβδόμην επέτειον της υπογραφής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, υπεγράφησαν η Συνθήκη ειρήνης μετά της Τουρκίας. (…)Καθ’ ην στιγμήν το έργον όπερ διεξηγάγομεν εν μέσω τοσούτων δυσχερειών στεφανούται διά τοιαύτης επιτυχίας, αισθάνομαι το καθήκον να εκφράσω προς τους συμπολίτας μου την βαθείαν ευγνωμοσύνην μου διά την σταθεράν εμπιστοσύνην με την οποία με περιέβαλλον επί τόσα έτη. (…)Η αυταπάρνησις, η εθελοθυσία, η ανδρεία, η καρτερία επί πάσι του λαού όπως αντιμετωπίση πάντα κίνδυνον, (…)προσθέτουσιν εις την μακράν εθνικήν μας ιστορίαν λαμπρότατας σελίδας, διά τας οποίας η σημερινή γενεά δικαιούται να είνε υπερήφανος. Η ιδική μου υπερηφάνεια είνε ότι είχον την υψίστην τιμήν να ηγηθώ τοιούτου λαού τοιαύτα εγκλείοντος ζώπυρα και αισθήματα ως και ικανού να καταπράξη έργα τοσούτον μεγαλοφυή, εάν μόνον καλώς οδηγήται ( «ΕΜΠΡΟΣ» 30 /7/1920)».

Η Συνθήκη ειρήνης είχε έρθει ως επιστέγασμα μιας σειράς εξελίξεων. Από την οριστική άνευ όρων συνθηκολόγηση στις 11 Νοεμβρίου 1918 της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (τρεις ημέρες πριν είχε προηγηθεί η παραίτηση του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β’, κάτι που σήμανε και το τέλος της μοναρχίας των Χοεντσόλερν) με τις δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, είχε αποχωρήσει η κομμουνιστική πλέον Ρωσία), στο Συνέδριο των Παρισίων και την υπογραφή της Συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στους νικητές και στη Γερμανία (28 Ιουνίου 1919). Συνθήκη στην οποία, μεταξύ άλλων, αποφασίστηκε η ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, αποσκοπώντας στην ενίσχυση του αγώνα της Διεθνούς των ιμπεριαλιστών για το πνίξιμο κάθε επαναστατικής δράσης παγκοσμίως και την πριμοδότηση- παγίωση του ιμπεριαλιστικού μεταπολεμικού συστήματος.

Από το κέντρο του Παρισιού και τα ανάκτορα των Βερσαλλιών, όπου οι νικητές μοίραζαν την πολεμική λεία τους (τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντά τους συναντήθηκαν στον διαμελισμό της Οθ. Αυτοκρατορίας, όπου πέρα απ’ τα σημαντικά οικονομικά οφέλη που εξασφάλιζαν, μπορούσαν πλέον ανενόχλητοι να χρησιμοποιούν την Τουρκία ως ορμητήριο ενάντια στο σοβιετικό κράτος– μεγάλες ριγμένες στο μοίρασμα της πίτας οι Ιταλία και Ιαπωνία), στο Νεϊγί και τη Συνθήκη ειρήνης με τη Βουλγαρία ( 27 Νοεμβρίου 1919) και από εκεί στο ανάκτορο Μέγα Τριανόν και την υπογραφή της Συνθήκης ειρήνης με την Ουγγαρία (4 Ιουνίου 1920) [«Θέματα Ελληνικής Ιστορίας», συλλογική μελέτη του ΚΜΕ, έκδοση «Σύγχρονη Εποχή»- Ριζοσπάστης, 27-28/10/2018, «Ο χαρακτήρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου»].

Όμως, πέραν του γενικού μεταπολεμικού χάρτη, ο οποίος κατέστησε τους νικητές Βρετανούς κυρίαρχους στη θάλασσα και παγκόσμιο δερβέναγα της διεθνούς αποικιοκρατίας× τους Γάλλους την μεγαλύτερη και ισχυρότερη ευρωπαϊκή πολεμική μηχανή και τους Αμερικάνους την πρωτοπορία της καπιταλιστικής παραγωγής, τεχνολογίας και νομισματικής κυκλοφορίας, εμείς θα εστιάσουμε στους όρους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες σύρθηκε η Ελλάδα σε έναν από τους πλέον αιματοβαμμένους πολέμους της ανθρώπινης Ιστορίας (Ν. Ψυρούκης: «Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος», εκδ. «Koυκκίδα», 1991).

Δεν πρόκειται για έναν ιστορικό αυτοπροσδιορισμό διαμέσου της ετερότητας, αλλά για την εξέταση μιας υποψίας…

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Αυστρίας και Σερβίας, ο Βενιζέλος, ο οποίος βρισκόταν στο Μόναχο, έμαθε για αυτόν και το τελεσίγραφο που είχε προηγηθεί από το τηλεγράφημα του Σέρβο- Γιουγκοσλάβου πολιτικού και διπλωμάτη Νίκολα Πάσιτς, στο οποίο διερευνούνταν οι προθέσεις του για τη στάση της Ελλάδας σε μια ενδεχόμενη σύρραξη (είχε προηγηθεί η ελληνοσερβική συμμαχία το 1913) – [Η Καθημερινή, 4/11/2018, «Τα μεγάλα διλήμματα της Ελλάδας»].

Ο Έλληνας πρωθυπουργός απάντησε, αναφορικά με τον πόλεμο με την Αυστρία, ότι η κυβέρνησή του χρειαζόταν περισσότερες πληροφορίες πριν τοποθετηθεί, ωστόσο, όσον αφορά μια ενδεχόμενη επίθεση της Βουλγαρίας εναντίον της Σερβίας, τον διαβεβαίωσε ότι τότε μπορούσε να υπολογίζει στην υποστήριξη της Ελλάδας.

 Το γεωπολιτικό πόκερ μόλις είχε αρχίσει. Η τάξη που τον υποστήριζε με κάθε τρόπο, περισσότερο απ’ όλους, η εμπορική τάξη που καταγόταν ή είχε σχέσεις με τους Έλληνες Οθωμανούς, από κοινού με το αγγλογαλλικό κεφάλαιο, οσμίζονταν αίμα και πολύ χρήμα…

Ο Βενιζέλος δεν μπορούσε να απαντήσει αμέσως. Όχι, τουλάχιστον, πριν βεβαιωθεί για τις «πλάτες» των Σέρβων και τη βοήθειά τους προς την Ελλάδα.

Τι θα γινόταν αν η Βουλγαρία και η Τουρκία εκμεταλλεύονταν τον ευρωπαϊκό πόλεμο για να επιτεθούν στην Ελλάδα, διερωτάται ο δημοσιογράφος Herbert Adams Gibbons, μέσα από τις σελίδες της βιογραφίας του Κρητικού ηγέτη ( «Βενιζέλος, μια βιογραφία, 1864-1920», εκδ. Ευρασία, 2008).

Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα πάντα με τον Gibbons, η Ελλάδα αν δεν συμμαχούσε με την Αντάντ, θα αντιμετώπιζε μόνη έναν ανώτερο συνασπισμό στην ξηρά και τη θάλασσα: στην ξηρά, καθώς ο κύριος σύμμαχός της, οι Σέρβοι προσπαθούσαν με όλες τους τις δυνάμεις να υπερασπιστούν τα βόρεια και δυτικά σύνορα της χώρας τους από τους Αυστροούγγρους· στη θάλασσα, λόγω της σύμπραξης της Τουρκίας με τις Κεντρικές Δυνάμεις και τον εξοπλισμό της με δυο θωρηκτά από την Αγγλία ( «Γκαίμπεν» και «Μπρεσλάου») και υποβρύχια και αντιτορπιλικά απ’ τη Γαλλία (1913), τα οποία έδιναν το στρατηγικό πλεονέκτημα στους Τούρκους.

Στις 2 Αυγούστου 1914, το Παλάτι συγκάλεσε Υπουργικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του βασιλιά. Ως προς τη στάση της χώρας έναντι της αυστροσερβικής διαμάχης η ανακοίνωση που δόθηκε προς την δημοσιότητα ήταν σαφής: Απόλυτη ουδετερότητα καθ’ όσον Βουλγαρία και Τουρκία παρέμεναν ουδέτερες.

Λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Αυγούστου, έπειτα από την ανακοίνωση της Τουρκίας για την αγορά των δύο πολεμικών πλοίων που προαναφέραμε, ο Βενιζέλος συσκέφθηκε με το Υπ. Συμβούλιο και έπεισε τον Κωνσταντίνο όχι μόνο να καταθέσει τα διαπιστευτήριά του στις Εγγυήτριες Δυνάμεις, «αλλά και ακριβή εχούσα, (…) επίγνωσιν των ζωτικών αυτής εθνικών συμφερόντων, εννοεί ότι η θέσις αυτής είναι παρά το πλευρό των Δυνάμεων της Συνεννοήεως». Για να συνεχίσει παρακάτω: «(…) Η Ελλάς, θεωρεί καθήκον αυτής να δηλώση προς την Συννενόησιν , ότι, εάν η Τουρκία εξέλθη εις πόλεμον κατ’ αυτής- τότε- θέτει εις την διάθεσιν των Δυνάμεων ολόκληρoν την στρατιωτικήν αυτής και ναυτικήν δύναμιν εις πόλεμον κατά της Τουρκίας, υπό την προϋπόθεσιν πάντοτε της εξασφαλίσεως ημών από του Βουλγαρικού κινδύνου».

Αυτή η διακήρυξη δεν έγινε αμέσως προς τις Δυνάμεις της Αντάντ. Έχοντας την εξουσιοδότηση του Στέμματος, ο Βενιζέλος περίμενε το ξεδιάλυμα τού ομιχλώδους διπλωματικού τοπίου. Ωστόσο, οι συντριπτικές και γρήγορες αρχικές νίκες των Γερμανών και το γεγονός ότι είχαν πλησιάσει στην Κομπιέν, τον ανάγκασαν να δράσει άμεσα.

Μέσα σε μία εβδομάδα το διπλωματικό παιχνίδι ανάμεσα στις φατρίες της εξουσίας στην Ελλάδα είχε περάσει σε άλλο επίπεδο.

Ως αποτέλεσμα της προσφοράς του Βενιζέλου προς την Αντάντ, το βρετανικό υπουργείο Ναυτικών διέταξε τον ναύαρχο Καρ να έρθει σε επαφή με το Γενικό Επιτελείο, προκειμένου να εξετασθεί η πιθανότητα στρατιωτικής παρέμβασης της Ελλάδας και να καταστρωθεί το σχέδιο κατάκτησης της χερσονήσου της Καλλίπολης.

Η απάντηση του Κωνσταντίνου προς τον Καρ δεν ήταν η αναμενόμενη από τους Βρετανούς.

«Διατί όλ’ αυτά; Εγώ δεν έχω σκοπόν να κάμω πόλεμο κατά της Τουρκίας! (…) Ξέρεις βέβαια ότι ο κ. Βενιζέλος μου έχει ομιλήσει δι’ αυτά τα πράγματα και επιμένει, αλλ’ εις ένα πράγμα εγώ είμαι σύμφωνος, ότι αν η Τουρκία μας κάμη πόλεμον και θελήσετε σεις να μας βοηθήσετε, εγώ θα δεχθώ την βοήθειάν σας».

Ο Καρ ζήτησε την άδεια να κοινοποιήσει στη Βρετανική κυβέρνηση αυτές τις παρατηρήσεις.

«Πρέπει να περάσετε να ιδήτε τον Πρωθυπουργόν διά να εγκρίνει το τηλεγράφημά σας», ήταν η απάντηση του μονάρχη.

Ο Βενιζέλος αρνήθηκε.

Στις 7 Δεκεμβρίου 1914 απέστειλε την πρώτη από μια σειρά επιστολών του στον Κωνσταντίνο.

«Όπως είχον την τιμήν να ειπώ εις την Υμ. Μεγαλειότητα», διαβάζουμε, «δεν είναι δυνατόν βεβαίως να αχθώμεν εις επιθετικόν πόλεμον κατά της Τουρκίας, εφ’ όσον δεν έχομεν εξησφαλισμένην την σύμπραξιν της Βουλγαρίας ή την απόλυτον τουλάχιστον ουδετερότητα. Αλλά το να δηλούμεν ότι εν ουδεμία περιπτώσει (…) είμεθα διατεθειμένοι να πολεμήσωμεν την Τουρκίαν, πριν ή αυτή μας επιτεθεί, τούτο αντίκειται προφανώς εις τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα του Έθνους. Διότι δεν πρέπει να πλανώμεθα. Η Τουρκία διεξάγει πρό πολλού καθ’ ημών πόλεμον ακήρυκτον. (…) Διατί θ’ αδιαφορήσωμεν προς τάς Δυνάμεις εκίνας, αίτινες, αφού εδημιούργησαν και εις πάσαν περίστασιν επροστάτευσαν τήν Ελλάδαν, είναι και σήμερον διατεθειμένοι, εάν προσβληθώμεν υπό της Τουρκίας, να ευερεθούν εις τον πλευρόν μας»;

Η επιστολή έκλεινε με την υποβολή παραίτησης του Βενιζέλου, την οποία ο Βασιλιάς απέρριψε, παρά το τεταμένο κλίμα.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι στο πλαίσιο της ίδιας πολιτικής, της ξενόδουλης υπεράσπισης αλλότριων ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, διαμείφθηκε ένα σκληρό πολιτικό-διπλωματικό παρασκήνιο υπό τον μανδύα αφενός της ιερής υποχρέωσης της λυτρωμένης Ελλάδας προς την αλύτρωτη (πλευρά Βενιζέλου), αφετέρου της αντίστασης στα σχέδια ενός επηρμένου πρωθυπουργού, ο οποίος τυφλωμένος από τον θαυμασμό του για την Αντάντ και την άλογη εμπιστοσύνη στην έκβαση του πολέμου, ονειρευόταν πώς θα ξαναχτίσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία πάνω στις στάχτες της Τουρκίας (πλευρά βασιλικών).

Η αλήθεια ήταν κομματάκι διαφορετική.

Όσον αφορά το περιβάλλον του βασιλιά, η στάση του για πλήρη ουδετερότητα της Ελλάδας- στάση που άλλαξε οριστικά μετά τα Νοεμβριανά του 1916 και την απροκάλυπτη ταύτισή του με τις Κεντρικές Δυνάμεις (ΚΔ), η οποία έφτασε στο σημείο να ενδώσει στην απαίτηση για παράδοση του Ρούπελ στους Βούλγαρους, στην αμαχητί κατάληψη από τις ΚΔ της Καβάλας, των Σερρών και της Δράμας και στην αιχμαλώτιση του Δ’ Σώματος Στρατού (Αύγουστος 1916)- υπαγορευόταν από τα γερμανικά επιχειρησιακά σχέδια για την περιοχή και το κόστος μιας τέτοιας συμμαχίας. Μια πολεμική σύμπραξη με τη χώρα μας στην παρούσα φάση περισσότερο θα φόρτωνε στους Γερμανούς το βάρος του χερσαίου εφοδιασμού της χώρας και τον ρόλο του διαιτητή μεταξύ της Ελλάδας και τον μετέπειτα συμμάχων των ΚΔ, Τουρκίας και Βουλγαρίας, παρά θα τους ωφελούσε ( Η Καθημερινή, 25/5/2015, «Η Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: η ανάγκη συμμάχων»).

Η θέση των γερμανικών συμφερόντων στην προμετωπίδα του βασιλικού κύκλου αποδεικνύεται και από μια σειρά προτάσεων και μνημονίων του ΥΠΕΞ της κυβέρνησης Βενιζέλου, Γεώργιου Στρέιτ προς τον βασιλιά, για τη χάραξη πολιτικής που θα εξυπηρετούσε όσο το δυνατόν καλύτερα τα συμφέροντα της Γερμανίας.

Παρόμοια κίνητρα βρίσκουμε στη στάση του Βενιζέλου και των συν αυτώ, για λογαριασμό όμως, άλλων αφεντάδων.

Όσον αφορά το τελευταίο κομμάτι της επιστολής που παραθέσαμε, ούτε εδώ αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια. Για την ακρίβεια, δεν αποκαλύπτεται κανένα μέρος της.

Ένα μήνα μετά την επιστολή, η Τουρκία μπήκε στον πόλεμο. Ο Βενιζέλος, βλέποντας εκείνο το αλλιώτικο, δίχως αύριο, γεωπολιτικό σήμερα να ξεπροβάλλει ενδύθηκε την τήβεννο του πατριωτισμού και περίμενε την κλήση της πολιτικής του κλάσης.

Όμως, προς απογοήτευσή του, αυτή δεν ήρθε. Το ακατανίκητο τείχος του βασιλείου των συμφερόντων των «βούβαλων» δεν ήταν δυνατόν να σπάσει για την ανάγκη ενός «βατράχου» να ξεδιψάσει από το άγιο δισκοπότηρο τού ανοίγματος νέων αγορών.

Ως σφάλμα κατέγραψε αυτή τη στάση η επίσημη ιστοριογραφία.

Ένα πρόσκαιρο σφάλμα που δομήθηκε επί τη βάσει «μιας ειλικρινούς επιθυμίας να περιοριστεί η περιοχή σύγκρουσης, μιας βαθιάς απροθυμίας να εμπλακεί κάποιο άλλο κράτος στους κινδύνους αυτής της μάχης και της ελπίδας, της μάταιης ελπίδας (…) να επιτευχθεί σε ένα μεταγενέστερο στάδιο η ενότητα δράσης μεταξύ των λαών των Βαλκανίων», όπως ισχυριζόταν λίγο αργότερα ένα μέλος της Συντηρητικής κυβέρνησης Άσκουιθ.

Όπως είπαμε ήδη όμως, η αλήθεια ήταν τελείως διαφορετική. Οι προστάτιδες Δυνάμεις της Αντάντ ένιωθαν ότι τα συμφέροντά τους στην εμπορική αποκιοκρατούμενη περιοχή του βαλκανικού κόσμου θα τα εξυπηρετούσε καλύτερα η προσχώρηση σ’ αυτές της Βουλγαρίας απ’ ό, τι της Ελλάδας, μιας και ο έλεγχος που ασκούσαν στη θάλασσα έθετε την τελευταία στο έλεός τους. Το να κρατήσουν τη Βουλγαρία ουδέτερη ήταν σημαντικότερο από το να έχουν την Ελλάδα σύμμαχο. Αφού, μ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο πετύχαιναν τους στρατηγικούς τους στόχους στη Βαλκανική, αλλά απομόνωναν και την Τουρκία. Έτσι, οι διπλωμάτες της Αντάντ, με χειρουργικά βήματα, αναγνώρισαν και ενθάρρυναν τη φιλία του Βενιζέλου, ενώ την ίδια στιγμή, εκμεταλλευόμενοι την διάθεση μιας σημαντικής μερίδας του πολιτικού προσωπικού της γαλανής μας πατρίδας για βαθύτερη εμπλοκή στις ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και σχεδιασμούς, έτειναν χείρα συνεργασίας στους Βούλγαρους καλοπιάνοντάς τους με δωροδοκίες εις βάρος της Σερβίας και της Ελλάδας.

Παράλληλα, ένα άλλο, μεγαλύτερο ζήτημα έθετε προσκόμματα στην προσπάθεια της Ελλάδας να λάβει μέρος σε εκείνο το γεωπολιτικό γεύμα για κοράκια: η θέση της Ρώμης στον πόλεμο. Λονδίνο, Παρίσι και Πετρούπολη, ήδη από το φθινόπωρο του 1914 και στη συνέχεια στις αρχές της άνοιξης του 1915 είχαν επικεντρώσει τις διπλωματικές προσπάθειές τους στο καλόπιασμα των Ιταλών.

Οι πολιτικοί ινστρούκτορες της Ιταλίας ζήτησαν από τη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία και τη Ρωσία, ως αντίτιμο της ιταλικής συμμετοχής, τη θυσία των ελληνικών βλέψεων, παροντικά και μελλοντικά.

Το «ντίλ» έγινε. Τον Απρίλιο του 1915, σε μυστική συμφωνία του βαρόνου Σονίνο και των Δυνάμεων της Αντάντ, οι δύο πλευρές μερίμνησαν για την απόδοση στην Ιταλία τόσο μιας σφαίρας επιρροής στην παράκτια περιοχή της Αδριατικής και της ενδοχώρας της βαλκανικής χερσονήσου, όσο και της παράκτιας περιοχής του Αιγαίου και της ενδοχώρας της Μ. Ασίας, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα το «δικαίωμα» της Ρώμης στην κυριαρχία των Δωδεκανήσων.

Ειρήσθω εν παρόδω, να θυμίσουμε ότι όταν αποχώρησαν οι Ιταλοί από την περιοχή ( 8 Σεπτεμβρίου 1943), την οποία είχαν ξανά υπό την κατοχή τους μετά τη Συμφωνία της Λωζάνης, ο μέγας σφαγέας στην υπηρεσία του βασιλικού στέμματος, Ουίνστον  Τσώρτσιλ, σε μια επιχείρηση φραγμού στην επέλαση του Κόκκινου Στρατού αποφάσισε την κατάληψη της Δωδεκανήσου. Όχι για πολύ, όμως. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι γερμανικές Δυνάμεις ανακατέλαβαν τις περιοχές που ήλεγχαν οι Βρετανοί και οι Σύμμαχοι, ελέγχοντας ουσιαστικά όλο το Αιγαίο. Μέχρι τις 8 Μαΐου 1945, οπότε και ο Γερμανός διοικητής Δωδεκανήσου, Ότο Βάγκνερ, υπέγραψε, στη Σύμη, την παράδοση των γερμανικών στρατευμάτων της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, παραδίδοντας στον Βρετανό στρατηγό Φ. Μόφφατ τα Δωδεκάνησα. Πολλοί χαιρέτισαν με χαρά αυτή την εξέλιξη. Ωστόσο, όπως πληροφορούμαστε από το άρθρο του Ανδρέα Δενεζάκη στον Ημεροδρόμο, οι Βρετανοί: «κράτησαν σε ισχύ την ιταλική φασιστική νομοθεσία, την εφάρμοσαν σκληρά και όπου τον εύρισκαν ελλιπή, με προκηρύξεις της βρετανικής στρατιωτικής διοίκησης συμπλήρωναν τον φασιστικό νόμο. Οι Ιταλοί έμειναν στις θέσεις τους, οι δοσίλογοι υποστηρίχτηκαν. Το μεγάλο ζήτημα της Ένωσης αποκαλύφθηκε πως όχι μόνο δεν ήταν λυμένο, αλλά αντίθετα οι Άγγλοι δούλευαν για μια μόνιμη παραμονή τους στην περιοχή, υποδαυλίζοντας κινήσεις για αυτονόμηση της Δωδεκανήσου» [ Ημεροδρόμος, 7/3/2017, « Η περιπέτεια της Δωδεκανήσου στο δρόμο για την Ενωση»]. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, γεννήθηκε το Εθνικό Μέτωπο Πανδωδεκανησιακής Απελευθέρωσης, με πρωτοβουλία των ντόπιων κομμουνιστών. Το ζήτημα των Δωδεκανήσων λύθηκε οριστικά, πού αλλού (!), στο Παρίσι στις 27 Ιουνίου 1946, στη διάσκεψη των ΥΠΕΞ των τεσσάρων νικητριών Δυνάμεων (ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Σοβιετική Ένωση), έπειτα από πρόταση- παρέμβαση του ΥΠΕΞ της ΕΣΣΔ, Μολότωφ, ο οποίος δήλωσε ότι «τελείωσε τη μελέτη του Δωδεκανησιακού και συμφωνεί τα Δωδεκάνησα να επιστραφούν στην Ελλάδα». Η πρόταση έγινε ομόφωνα δεκτή υπό τον όρο του αφοπλισμού των νησιών.

Αυτό, ως απάντηση στα «τζάνκι» του εγχώριου ευρωατλαντισμού που η μόνη τους αναφορά στον Μολότωφ είναι για το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης (Σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ ), σε μια εποχή όπου όλες οι καπιταλιστικές δυνάμεις έστρεφαν έντεχνα το ναζιστικό έκτρωμα ενάντια στην ΕΣΣΔ.

Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στο μέσο του Α΄ΠΠ.

Σ’ αυτό το παιχνίδι μεταξύ αρπακτικών, όπου η δηλητηριώδης οσμή των μαζικών τάφων στα χαρακώματα έμενε έξω από τις χρυσές φωλιές τους, ενώ προετοίμαζαν τα σχέδια για την απόκτηση νέων λαφύρων και δούλων, ο Βενιζέλος δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια.

Έχοντας καταλάβει ότι η τσαρική Ρωσία από κοινού με τους Γάλλους και τους Βρετανούς χρησιμοποιούσε την οθωμανική κληρονομιά ως δόλωμα για να «τσιμπήσει» η Ιταλία, γνωστοποίησε στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών ότι η Ελλάδα ήταν ο περισσότερο ενδιαφερόμενος κληρονόμος και ότι θα ήταν συνετό και χρήσιμο να της δώσουν μια ιδέα για το τι θα λάμβανε σε περίπτωση που πέθαινε η Τουρκία.

Κι όλα αυτά, φυσικά, με το αζημίωτο. «Επιδιώκεται η σύμπραξις της Ρουμανίας και, ταύτης μη επιτυγχανομένης, επιδιώκεται η σύμπραξις της Βουλγαρίας», διαβάζουμε στην επιστολή του Βενιζέλου προς τον Βρετανό ΥΠΕΞ, σερ Έντουαρντ Γκρέι στην οποία εξηγούσε την πολιτική του. Για να προσθέσει παρακάτω: «Και επειδή αύτη δεν ήτο δυνατόν να γίνη άνευ παραχωρήσεων, φθάνει ο πολιτικός τής εποχής εκείνης να αντιμετωπίση καί την σκληράν ακόμη θυσίαν μέρους του εδάφους της Χώρας, διά νά επιτύχη ανταλλάγματα, τά οποία επεβάλλοντο».

Οι Βρετανοί διπλωμάτες, στην πολιτική των οποίων ο Βενιζέλος έβλεπε έναν από τους τελικούς νικητές, ανεξαρτήτως της πολεμικής έκβασης, χαμογέλασαν μεφιστοφελικά…

Αν σας είναι δύσκολο να πειστείτε πώς ένας εθνάρχης παραδίδει έτσι αδίστακτα μέρος της εδαφικής κυριαρχίας της χώρας του, επιτρέψτε μας να ξεδιπλώσουμε σε μερικές γραμμές ακόμη το… πρακτικό σκεπτικό του.

Ο Βενιζέλος γνώριζε ότι η Βουλγαρία είχε εδαφικές αξιώσεις. Γνώριζε επίσης ότι, μιας και οι Σύμμαχοι- εντολείς του το ήθελαν, η γειτονική χώρα θα έπρεπε να αποζημιωθεί με σερβικές και ελληνικές εδαφικές θυσίες στη Μακεδονία.

Στην περίπτωση που οι παραχωρήσεις των ήδη εμπλεκομένων στον πόλεμο Σέρβων δεν ικανοποιούσαν τις επεκτατικές ορέξεις της Βουλγαρίας, προκειμένου αυτή να επέμβει κατά των ΚΔ, ο «ναύαρχος» του ελληνικού φιλελευθερισμού δεν θα δίσταζε  «(…) όσον οδυνηρά καί άν είναι η εγχείρησις, νά συμβουλεύσει την θυσίαν τής Καβάλλας, όπως διασωθή ο εν Τουρκία Ελληνισμός καί ασφαλισθή η δημιουργία αληθούς Μεγάλης Ελλάδος».

Οι σύγχρονοι  υπερασπιστές αυτής της… όχι και τόσο πατριωτικής πολιτικής στήνουν τον προπαγανδιστικό τους ανδριάντα πάνω στο αόριστο μάρμαρο της αντιμετώπισης μεγάλων κινδύνων, που ναι μεν θέλει τον πολιτικό τους πρόγονο να αισθάνεται «αίσθημα βαθύτατου ψυχικού άλγους», ταυτόχρονα όμως, μας καλούν να προσγειωθούμε στον δρόμο του «ρεαλισμού». Το πολιτικό κόστος, λένε, δεν το μετρούν όταν πρόκειται για το καλό της πατρίδας (!). Στη συγκεκριμένη περίπτωση το… καλό των Ελλήνων απαιτούσε τη θυσία 30.000 κατοίκων, μιας περιοχής 2.000 τ.μ έναντι μιας περιοχής 800.000 κατοίκων και μιας περιοχής 120.000 τ.μ.

***

Το 1920, στο Παρίσι, ο πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος απέσπασε τελικά τον χάρτη της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.

Άξιζαν οι θυσίες, θα σκεφτεί κάποιος, αφού κιόλας δεν παραχωρήθηκε η Καβάλα. Μεγάλωσε σημαντικά η έκταση της χώρας.

 Σε ποιον όμως ανήκε αυτή η διηπειρωτική Ελλάδα;

Εδώ, θα μας επιτρέψετε ένα λογικό άλμα, ως εισαγωγή μάλιστα του δεύτερου μέρους αυτών των σκέψεων που θα δημοσιεύσουμε σε λίγες μέρες:

«Ύστερα από μερικά λεπτά πάνω σε γενικότητες, ο- πρόεδρος των ΗΠΑ- Ουίλσον, νομίζοντας ότι έτσι έβαζε τέλος με ευγενικό τρόπο στη συζήτηση, είπε στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι μπορεί να υπολογίζει στην καλή θέλησή του σχετικά με τους ελληνικούς πόθους. Αλλά ο Ελευθέριος Βενιζέλος- συνέχισε- : ‘’Σας είμαι ευγνώμων κύριε Πρόεδρε. Μα εκείνο που ενδιαφέρει τώρα, δεν είναι η μικρή Ελλάδα. (…) Το να δουλέψω στο μέτρο των δυνατοτήτων μου για την πραγματοποίηση αυτής της μεγάλης σύλληψης  (της Pax Americana- σημείωση συγγραφέα) είναι η πιο ακριβή μου επιθυμία. Θεωρήστε, παρακαλώ ότι είμαι ένας στρατιώτης στις διαταγές σας για το έργο αυτό’’».

Ίσως, τα παραπάνω λόγια να αποτελούν μια ικανοποιητική απάντηση.

(Συνεχίζεται)

 

*Απόσπασμα από τη μαρτυρία του ΥΠΕΞ της Ιταλίας Κάρλο Σφόρτσα, (έλαβε μέρος και στη Συνθήκη των Σεβρών) κατά την πρώτη συνάντηση Ουίλσον- Βενιζέλου [Ο Φασισμός και η 4η Αυγούστου», Ν. Ψυρούκης, εκδ. Αιγαίον, 1994] 

** Πηγές φωτογραφιών:  Colorem.wordpress.com, Το ΒΗΜΑ, 21/11/2008, «H ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΩΝ – Συνδιάσκεψη ειρήνης των Παρισίων 1919-1920», Ημεροδρόμος, 24/10/2016, «Η τελευταία πράξη της Μικρασιατικής Τραγωδίας – Η δίκη των έξι ( Κ΄)»

 

 

Απόψεις