Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Νίκος Χριστοφής: «Ο Ερντογάν είναι ένας Αντι-Ατατούρκ Ατατούρκ»

Ο Νίκος Χριστοφής τουρκολόγος και αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής ιστορίας στο Shaanxi Normal University της Κίνας μιλά στον «Ημεροδρόμο» και τον Δημήτρη..

Ο Νίκος Χριστοφής τουρκολόγος και αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής ιστορίας στο Shaanxi Normal University της Κίνας μιλά στον «Ημεροδρόμο» και τον Δημήτρη Κούλαλη για την παρατεταμένη κρίση στην Τουρκία, τις προσεχείς εκλογές και την αναζήτηση προσώπου που θα μπορέσει να «κοντράρει» τον Ερντογάν, τη σχέση στρατού- πολιτικής, την απόπειρα πραξικοπήματος, το 2016, την Αριστερά, τους Κούρδους και την κοσμική νεολαία· μα και για τις ασκήσεις ισορροπίας του «Ερντογανισμού» μεταξύ Δύσης και Ανατολής, τα ελληνοτουρκικά και το αντίκρισμά τους στην κοινωνία της «απέναντι πλευράς» του Αιγαίου, την εξέγερση στο πάρκο Γκεζί και την καθημερινότητα του μέσου Τούρκου πολίτη.

Μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση που έγινε στα πλαίσια της πρόσφατης κυκλοφορίας του συλλογικού τόμου: «Η νέα Τουρκία του Ερντογάν, πριν και μετά την απόπειρα πραξικοπήματος» από τις εκδόσεις «Leader Books», σε επιμέλεια του Νίκου Χριστοφή.

Στο βιβλίο, γίνεται λόγος για μια επιταχυνόμενη πολιτική κρίση στην Τουρκία του Ερντογάν. Ωστόσο, βλέπουμε ότι ούτε η οικονομία, ούτε οι αποσχιστικές κινήσεις πρώην μελών του ΑΚP φάνηκαν ικανές προς ώρας να κλονίσουν το υπάρχον καθεστώς. Τουναντίον, διαπιστώνουμε ότι μ’ αφορμή και τον πόλεμο, αναβαθμίζεται ο ρόλος της χώρας. Επομένως, ποια μεταβλητή θα μπορούσε να αμφισβητήσει την παντοκρατορία του Ερντογάν, στο εσωτερικό, αρχής γενομένης από τις προσεχείς εκλογές;

Αρχικά να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση και την ευκαιρία που μου δίνετε να συζητήσουμε με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου Η ‘Νέα’ Τουρκία του Ερντογάν: Πριν και Μετά την Απόπειρα Πραξικοπήματος από τις εκδόσεις Leader Books. Το βιβλίο είναι μετάφραση από τα αγγλικά ενώ φιλοξενεί δύο Τούρκους ακαδημαϊκούς, τον Αχμέτ Ινσέλ και τον Τζενγκίζ Ακτάρ που ετοίμασαν το προοίμιο και το επίμετρο αντίστοιχα.

Τώρα, για να απαντήσω στο ερώτημα σας, η δική μου άποψη, αλλά και των συγγραφέων του βιβλίου, είναι πως η Τουρκία είναι σε μια κατάσταση συνεχούς κρίσης, τόσο πολιτική, οικονομική, αλλά και κοινωνική, περισσότερο από μια δεκαετία. Θα έλεγα χοντρικά, ή τουλάχιστον έγινε περισσότερη διακριτή, από την περίοδο των γεγονότων του Πάρκου Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη τον Μάιο/Ιούνιο 2013, όπου για πρώτη φορά η ηγεμονία του Ερντογάν απροκάλυπτα και σθεναρά αμφισβητήθηκε. Ωστόσο, σωστά επισημαίνετε το καθεστώς Ερντογάν φαίνεται να αντιστέκεται και να αντέχει. Αυτό πιστεύω γίνεται εμφανές με τις πρόσφατες εξελίξεις με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η στάση της Τουρκίας, η ουδέτερη στάση της, φάνηκε πως «δούλεψε» υπέρ της και αναβάθμισε το ρόλο της στο διεθνές περιβάλλον, κάτι που εδώ στην Ελλάδα επιμένουμε να μη βλέπουμε ή να του μειώνουμε τη σημασία. Με άλλα λόγια, η τουρκική κυβέρνηση και ο ίδιος ο Ερντογάν – άλλωστε ορθά κατά την άποψη μου ο Αχμέτ Ινσέλ στο προοίμιο του βιβλίου αναφέρετε στο καθεστώς ως Ερντογανισμό – πόνταρε και πέτυχε σε αυτήν την πολιτική ουδετερότητας, και θεωρώ πως αυτό είναι ένα σημείο το οποίο θα επιχειρήσει να κεφαλαιοποίησει εσωτερικά και εξωτερικά στις προσεχείς εκλογές. Από την άλλη, παρά τις όποιες προσπάθειες του το έλλειμα δημοκρατίας είναι τεράστιο, ενώ σε συνδυασμό με την άσχημη οικονομία με τον πληθωρισμό να καλπάζει στο 60%, ίσως αποτελέσουν τους παράγοντες που θα του στοιχίσουν την εκλογική νίκη. Τέλος, θα πρέπει να παρακολουθούμε και το πρόγραμμα και τους λόγους των αντιπολιτευτικών κομμάτων, και αν θα μπορέσει κάποιος υποψήφιος να «κοντραρίσει» τον Ερντογάν και να συσπειρώσει τον κόσμο, μέσα από ένα εφικτό, πιστευτό, διαφορετικό, και πάνω απ’όλα, δημοκρατικότερο πρόγραμμα.

Γνωρίζοντας τον κομβικό ρόλο που διαδραματίζει το στράτευμα στην Τουρκία, μάλιστα με δεδομένο το κρεσέντο διώξεων που ακολούθησαν το αποτυχημένο πραξικόπημα, αλλά και τα ανοικτά πολεμικά μέτωπα της χώρας, ποια η σχέση στρατού- πολιτικής σήμερα;

Οι σχέσεις στρατού-πολιτικής στην Τουρκία πιστεύω αποτελούν ένα από τα πολλά κομβικά σημεία κατανόησής της Τουρκίας, παλιότερα ακόμα περισσότερο από τώρα. Άλλωστε, ο στρατός ο ίδιος – η συμμαχία του με την κοσμική (βλ. κεμαλική) μερίδα της πολιτικής είναι γνωστή – με το σύνταγμα του 1961, αποτελεί ενεργό, θεσμικό παίχτη στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Θυμόμαστε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 τον «πόλεμο» που άνοιξε εναντίον της νεοσυσταθείσας τότε τουρκικής κυβέρνησης του ΑΚΡ, και τις δίκες Εργκενεκόν που κράτησαν 6 χρόνια. Μέσα από αυτήν τη σύγκρουση η τουρκική κυβέρνηση βγήκε νικήτρια με αποτέλεσμα να επιφέρει κρίσιμο πλήγμα αναφορικά με την αυτονομία του.

Τώρα, από το 2013 και έπειτα, όπως αναφέραμε γίνεται ορατή η κρίση ηγεμονίας η οποία επέφερε την εντατικοποίηση δραστικών αλλαγών αναφορικά με το ίδιο το τουρκικό κράτος, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του στρατού. Έτσι, παρατηρούμε ο στρατός ως θεσμός να περνάει μέσα από διαφορετικά στάδια τα οποία ορίζονται και διαμορφώνονται από τις πολιτικές του ίδιου του Ερντογάν και των ακολούθων του με σημαντικότερο να μετατρέπεται ο στρατός σε έναν κρατικό μηχανισμό καταναγκασμού ο οποίος πια λειτουργεί προς όφελος του ίδιου του Ερντογάν και όχι για το δικό του συμφέρον ή κάποιου άλλου κόμματος. Με άλλα λόγια, με τις δίκες Εργκενεκόν ο τουρκικός στρατός χάνει την αυτονομία του, στη συνέχεια επαναπολιτικοποιείται, και τέλος, ενσωματώνεται στο μπλοκ εξουσίας του Ερντογάν. Τέλος, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο το οποίο πρέπει να αναφερθεί είναι πως αυτή η σταδιακή ενσωμάτωση συντελείται ταυτόχρονα με την αλλαγή της ιδεολογικής ταυτότητας του στρατού, δηλαδή, «ισλαμοποιείται» ο στρατός, του προσδίδονται ισλαμικά χαρακτηριστικά, ώστε αυτή η ενσωμάτωση να συμβαδίζει με την προβολή και χρήση της θρησκείας από την τουρκική κυβέρνηση με δέκτη τον τουρκικό λαό.

Ποιοι την “έστησαν”, τελικά, στον Ερντογάν; Ο Γκιουλέν; Οι Αμερικανοί; Το βαθύ κράτος; Οι κεμαλιστές; Ποιοι είχαν συμφέρον να τον ρίξουν;

Αυτή είναι μια συνηθισμένη ερώτηση, και ίσως και αναμενόμενη, βλέποντας πώς λειτουργεί ο Ερντογάν τα τελευταία αρκετά χρόνια. Ο ίδιος ο Ερντογάν και ο πρωθυπουργός Γιλντιρίμ «φωτογράφισαν» αμέσως το κίνημα Γκιουλέν, ως την κινητήριο δύναμη πίσω από την αντικυβερνητική συνωμοσία. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα, και δεν ξέρω αν θα αποκαλυφθεί πλήρως το τι συνέβη, δεν είναι καθόλου σαφές ποιος ήταν ο ιθύνων νους πίσω από το πραξικόπημα και είναι μάλλον απίθανο να έρθουν στο φως όλες οι σχετικές λεπτομέρειες, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον. Παρ’ όλο που οι οπαδοί του Φετχουλάχ Γκιουλέν στο σώμα των αξιωματικών φαίνεται ότι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο αποτυχημένο πραξικόπημα, ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να δράσουν μόνοι τους και ως εκ τούτου πρέπει να είχαν συνεργαστεί με, ή τουλάχιστον να είχαν βοηθηθεί από, άλλες ομάδες μέσα στον στρατό. Για παράδειγμα, ο αναλυτής ασφαλείας Μετίν Γκιουρτζάν (Metin Gürcan) – ιδρυτικό μέλος του νέου κόμματος του Αλί Μπαμπατζάν (DEVA) ο οποίος συνελήφθη πρόσφατα με κατηγορίες περί κατασκοπείας – υποστηρίζει ότι τρεις διακριτές ομάδες αξιωματικών συμμετείχαν στην απόπειρα πραξικοπήματος: εκείνοι που συνδέονται με το κίνημα Γκιουλέν και ενεργούσαν υπό τη διεύθυνση της ηγεσίας του κινήματος, εκείνοι που δεν συνδέονται με τον Γκιουλέν αυτοπροσώπως, αλλά ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν στο πραξικόπημα λόγω της εχθρότητάς τους προς την κυβέρνηση του AKP και τη βαθιά ανησυχία τους, ότι οι κυβερνήσεις του AKP έσβηναν σιγά σιγά τη μακροχρόνια κοσμική παράδοση της Τουρκίας, και εκείνοι που απλώς ενεργούσαν για λόγους προσωπικού συμφέροντος ή για να προωθήσουν την προσωπική τους σταδιοδρομία στον στρατό.
Όσον αφορά το ερώτημα, ποιοι είχαν συμφέρον να τον ρίξουν, θεωρώ πως πρέπει να ανατρέξουμε και να δούμε την ενδοϊσλαμική σύγκρουση που λαμβάνει χώρα από το 2012-2013 και έπειτα, δηλαδή ανάμεσα στο κυβερνών κόμμα και το Κίνημα Γκιουλέν, για το ποιος θα αποκτήσει την εξουσία και θα κυβερνήσει την Τουρκία.

Στιγμές μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, κάνατε λόγο για αποφυγή της πανούκλας στην Τουρκία για τη χολέρα. Θα μπορούσατε να εξηγήσετε αυτή σας τη θέση;

Ναι, ήταν ένα σύντομο κείμενο λίγες ημέρες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, μια προσπάθεια αξιολόγησης των εξελίξεων που ακολούθησαν, ή θα ακολουθούσαν. Πιστεύω πως ήταν μια σωστή εκτίμηση κρίνοντας από τα γεγονότα των επόμενων ετών. Να αναφέρω πως δεν θεωρώ πως καλώς έγινε, ή ότι θα ήταν καλό το πραξικόπημα να στεφόταν με επιτυχία. Απλά ήθελα να δείξω, σύμφωνα με το πώς διάβαζα εγώ τα γεγονότα, πως το μέλλον της Τουρκίας θα ήταν ακόμα πιο, ή τουλάχιστον, εξίσου δυσοίωνο από ότι ήταν. Δηλαδή, ότι θα εργαλειοποιούνταν στο έπακρο από την τουρκική κυβέρνηση για να εντείνει το νεοφιλελεύθερο αυταρχικό καθεστώς το οποίο συντελούνταν ήδη, όπως και πράττει.

Οι αντιδραστικές συνιστώσες του πλήθους που εμπόδισε την υλοποίηση του σχεδίου των επίδοξων πραξικοπηματιών, η ταυτότητα των οποίων έχει αναδειχθεί σε παλιότερό σας σημείωμα, έδωσε λαϊκή νομιμοποίηση στην αυταρχική στροφή του Ερντογάν ή η πολιτική του όδευε προς τα εκεί, έτσι κι αλλιώς;

Πιστεύω πως η πολιτική του όδευε ήδη προς τα εκεί, απλά η απόπειρα πραξικοπήματος, το «δώρο θεού» όπως το χαρακτήρισε ο Ερντογάν, του έδωσε το απαιτούμενο «πάτημα» για να προωθήσει απτόητος τις αυταρχικές του πολιτικές και να αποδυναμώσει πλήρως, ή ακόμα και να φιμώσει, τους πολιτικούς του αντιπάλους, όπως για παράδειγμα, το κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών, ένα κόμμα με δυναμική το οποίο ενδεχομένως, σε ιδανικές συνθήκες να μπορούσε να αμφισβητήσει τον ίδιο τον Ερντογάν. Επιπλέον, οι συλλήψεις Κούρδων πολιτικών, περιλαμβανομένου και των αρχηγών του κόμματος, οι τρομοκρατικές επιθέσεις με 100 νεκρούς και περίπου 200 τραυματίες στην Άγκυρα λίγο πριν τις επαναληπτικές εκλογές του 2015, αλλά και άλλα, καταδεικνύουν πιστεύω αυτήν τη δυναμική. Μην ξεχνάμε πως με αφορμή την απόπειρα πραξικοπήματος, έθεσε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για μεγάλο διάστημα και κατάφερε να τροποποιήσει το σύνταγμα ώστε να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του.

Κούρδοι- Αριστερά- Κοσμική νεολαία· ποια η ανάγνωση τους τόσο για το πραξικόπημα, όσο και το πολιτικό σκηνικό στην Τουρκία, μετά από την αποτυχημένη εκδήλωσή του;

Μέσα στο βιβλίο ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει για τις προσλήψεις της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος, είτε ρητά είτε άρρητα μέσα από άλλες αναλύσεις που πραγματεύονται τα κείμενα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως τόσο ο κόσμος, όσο και οι πολιτικοί φορείς στο σύνολο τους, τάχθηκαν εναντίον του πραξικοπήματος. Φυσικά, ο καθένας ερμήνευε τα γεγονότα μέσα από τη δική του οπτική, αλλά κανένας δεν τάχθηκε υπέρ από όσο γνωρίζω. Πιστεύω πως αυτό οφείλεται τόσο στα δημοκρατικά αντανακλαστικά, τα οποία όσο και να θέλουμε στην Ελλάδα και αλλού να τα παραβλέπουμε, υπάρχουν, αλλά και επειδή, οι μνήμες των προηγούμενων πραξικοπημάτων (πχ 1980, 1997) είναι ακόμα νωπές, με τα επακόλουθα να είναι ακόμα αισθητά σε διάφορες πτυχές της τουρκικής κοινωνίας και πολιτικής. Ο μέσος Τούρκος πολίτης δεν πιστεύω πως θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο.

Τα ελληνοτουρκικά βρίσκονται σε μια…απροσδιόριστη φάση: Συνάντηση των δύο ηγετών, από τη μία, μπαράζ υπερπτήσεων και αιτήσεις περί αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών από την άλλη. Και στη μέση, το Αιγαίο. Ποιο το επίδικο για την εξωτερική πολιτική των Τούρκων αναφορικά με την Ελλάδα; Ποια η επιρροή που ασκούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στην τουρκική κοινωνία;

Αυτό που λέτε ισχύει. Μετά από μια μεγάλη περίοδο ηρεμίας, από το 2016 και έπειτα, βρισκόμαστε σε αυτήν ακριβώς τη φάση που αναφέρατε, ίσως με διαβαθμίσεις, αλλά φαίνεται πως υπάρχει μονίμως μια ελληνοτουρκική ένταση ή κρίση. Χωρίς να παραβλέπουμε τους λάθους χειρισμούς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, σημαντικός παράγοντας αυτής της κρίσης, ίσως και ο μεγαλύτερος, είναι το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Όπως πρόσφατα αναφέρει μια μελέτη, αυτό το δόγμα βασίζεται τόσο σε εθνικιστικά ρεύματα που προωθούν την αγωνία για την «εχθρική περικύκλωση» της Τουρκίας, και εδώ η Κύπρος και κυρίως η Ελλάδα παίζει πρωταρχικό ρόλο, όσο και σε ισλαμικές, νέο-οθωμανικές αντιλήψεις που προωθούν την Ανατολική Μεσόγειο ως ένα χώρο «προαιώνιας αυτοκρατορικής παρουσίας» των Τούρκων. Τώρα, η πρόσφατη αναζωπύρωση νομίζω πως εμπίπτει και αυτή σε αυτό το δόγμα. Η χρονική στιγμή που ανακινείται αυτή η ένταση πάλι, δεν είναι τυχαία, αλλά πηγάζει από τον αναβαθμισμένο ρόλο της Τουρκίας λόγω του μεσολαβητικού και ουδέτερου ρόλου που έπαιξε η Τουρκία στον πόλεμο στην Ουκρανία μετά τη ρωσική εισβολή.

Νομίζω πως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν έχουν τόσο μεγάλο αντίκτυπο στην τουρκική κοινωνία όσο έχουν για παράδειγμα, στην ελληνική. Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον Τούρκο πολίτη είναι η άσχημη οικονομική κατάσταση, ο τεράστιος πληθωρισμός, και γενικά, αν θα καταφέρει να ταΐσει τα παιδιά του και να «βγάλει» το μήνα.

Πώς βλέπουν οι Τούρκοι πολίτες τις επαφές της Τουρκίας με τον υπόλοιπο μουσουλμανικό κόσμο; Συνισταμένη αυτών των σχέσεων είναι το προσφυγικό;

Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα το οποίο απαιτεί μια ενδελεχή έρευνα που θα καλύπτει όλη την Τουρκία. Χωρίς να έχω διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη απάντηση, αυτό που παρατηρώ είναι το εμφανές άνοιγμα που γίνεται προς τις χώρες της Μέσης Ανατολής σε ανώτερο επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο κυβέρνησης, ώστε να ισχυροποιηθεί η κυβερνητική γραμμή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πιστεύω μπορούμε να εντάξουμε και τις δηλώσεις του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος καλούσε να δημιουργηθούν εκείνοι οι μηχανισμοί οι οποίοι θα βοηθούσαν στο να έρθει ένα τέλος στις αντι-μουσουλμανικές τάσεις και στο μίσος απέναντι στο Ισλάμ, ενώ ο Τούρκος πρόεδρος αποκάλεσε την ισλαμοφοβία «ιό» που καθιστά την Ευρώπη φυλακή για τους Μουσουλμάνους, και καταδίκασε τις πρόσφατες αντι-μουσουλμανικές πράξεις μίσους στη Σουηδία. Ταυτόχρονα όμως, σε επίπεδο λαού παρατηρούμε εκτενείς αντι-προσφυγικές εξεγέρσεις, κυρίως από ακροδεξιά στοιχεία. Εξαιτίας αυτών για παράδειγμα, οι τουρκικές αρχές μετεγκατέστησαν περισσότερους από 4.500 Σύρους τον περασμένο Αύγουστο. Αυτό το αντιπροσφυγικό ρεύμα δεν έπαψε εναντίον των Σύρων προσφύγων οι οποίοι συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται με έκδηλη δυσαρέσκεια, ιδίως εν μέσω των αυξανόμενων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Όσο η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας δεν βελτιώνεται, τόσο θα αυξάνονται αυτές οι ρατσιστικές, αντιπροσφυγικές κινήσεις από διάφορα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας, όπως άλλωστε, συμβαίνει παντού στον κόσμο.

Ποιες είναι εκείνες οι ποιότητες που εξασφαλίζουν στον Ερντογάν την ικανότητα ισορροπίας μεταξύ Δύσης και Ανατολής;

Κρίνοντας την πορεία του Ερντογάν εδώ και δύο δεκαετίες, ή ακόμα περισσότερο, από τη δεκαετία του 1990, θα έλεγα πως είναι ένας χαρισματικός, πραγματιστής πολιτικός, ο οποίος αναζητά, αποζητά την εξουσία, και είναι διατεθειμένος να την αποκτήσει με κάθε κόστος. Ταυτόχρονα, διακατέχεται από μεγαλομανία με κύριο στόχο να αντικαταστήσει, να αποκαθηλώσει, τον Μουσταφά Κεμάλ από το εθνικό πάνθεον με τον εαυτό του. Θα έλεγα πως είναι ένας Αντι-Ατατούρκ Ατατούρκ. Ταυτόχρονα όμως, δεν παύει να είναι ένας μοναχικός άνθρωπος με λίγους πιστούς ακόλουθους τόσο στο κόμμα όσο και στην κυβέρνηση. Με βάση αυτά τα στοιχεία, και με στόχο να εντάξει την Τουρκία, και όχι όποια Τουρκία, αλλά την Ερντογανική Τουρκία, στο διεθνές περιβάλλον ως μια ηγεμονική περιφερειακή δύναμη, την οποία θα λαμβάνουν υπόψη και θα συμβουλεύονται οι μεγάλες δυνάμεις, αποφασίζει μονομερώς την πορεία της χώρας του. Το θέμα είναι πως όσο δεν βρίσκει αντίσταση θα συνεχίσει την ίδια πολιτική. Βέβαια κανείς δεν γνωρίζει αν θα αλλάξει στάση σε περίπτωση που βρεθεί αντιμέτωπος με μια πιο σθεναρή και ουσιαστική αντίσταση από άλλες χώρες και οργανισμούς. Προς το παρόν τουλάχιστον, η πολιτική ουδετερότητας και οι καλές σχέσεις που φαίνεται να διατηρεί τόσο με Ρωσία, με Ουκρανία, αλλά και με τη Δύση, φαίνεται να δουλεύουν προς όφελος του.

Πάρκο Γκεζί: Πολιτική κληρονομιά χωρίς αποδέκτες;

Νομίζω πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ήταν ένα τεράστιας σημασίας γεγονός για την Τουρκία, το οποίο θεωρώ πως διαμόρφωσε συνειδήσεις, δημιούργησε ένα «πνεύμα αντίστασης» και αλληλεγγύης, το οποίο το συναντάμε άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό. Στο βαθμό που κυμαίνεται αυτή η αντίσταση παίζει φυσικά ρόλο και ο αυξανόμενος αυταρχισμός, η αστυνομική καταστολή, κ.λπ. Παρόλα αυτά ο κόσμος βρίσκει τρόπους αντίδρασης. Τα γεγονότα στο Γκεζί ήταν μια ευκαιρία να ορίσουν το μέλλον που ήθελε η κοινωνία, τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της, και δεν πιστεύω ότι υπάρχει επιστροφή από αυτό το αίσθημα. Αρκεί να δούμε τον αγώνα των Τούρκων πανεπιστημιακών του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου και τους φοιτητές του απέναντι στην επιβολή του πρύτανη του πανεπιστημίου από την κυβέρνηση Ερντογάν. Σίγουρα η τουρκική κοινωνία υπήρξε μουδιασμένη μετά τα γεγονότα του Πάρκου Γκεζί και ακόμα περισσότερο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, αλλά θα έλεγα πως το «πνεύμα» του Πάρκου Γκεζί, όπως το αναφέρουν συχνά, ξεκίνησε κάτι το οποίο δύσκολα θα καταφέρει η τουρκική κυβέρνηση να καταστείλει, ακόμα και αν αργήσει να επιφέρει την πολυπόθητη δημοκρατική αλλαγή.

Σχετικά θέματα

Απόψεις