Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Λατινική Αμερική: Εκεί που ακόμα πετάει ο Κόνδορας (Μέρος IV)

Η τελευταία φορά που οι ΗΠΑ εισέβαλαν στρατιωτικά σε χώρα της αμερικανικής ηπείρου ήταν το 1989 με την εισβολή στον..

Η τελευταία φορά που οι ΗΠΑ εισέβαλαν στρατιωτικά σε χώρα της αμερικανικής ηπείρου ήταν το 1989 με την εισβολή στον Παναμά στα πλαίσια της επιχείρησης “Δίκαιος Σκοπός” με το πρόσχημα της σύλληψης του ηγέτη της χώρας Μανουέλ Νοριέγα, πρώην πληροφοριοδότη της CIA και έμπορου ναρκωτικών, της προστασίας των 35.000 Αμερικανών πολιτών που ζούσαν εκεί, της καταπολέμησης του εμπορίου ναρκωτικών καθώς και της διασφάλισης της “ουδετερότητας” της διώρυγας του Παναμά. Οι επιχειρήσεις είχαν διάρκεια 40 ημέρες και έληξαν στις 31 Ιανουαρίου 1990, ένα μήνα μετά τη σύλληψη του Νοριέγα.

Η διεθνής κοινότητα εξέφρασε την αντίθεσή της στην εισβολή με την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ να την καταγγέλλει ως καταφανή παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Όμως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν θα εκδώσει ποτέ ψήφισμα παρά την άποψη της πλειοψηφίας καθώς θα ασκηθεί βέτο από τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και φυσικά τις ΗΠΑ. Επιπροσθέτως η κήρυξη του πολέμου από τον πρόεδρο των ΗΠΑ χωρίς την συγκατάθεση του Κογκρέσου αποτελεί παραβίαση του ομοσπονδιακού νόμου, σύμφωνα με τον οποίο μόνο εκείνο είναι αρμόδιο να λαμβάνει τέτοιες αποφάσεις. Η άποψη όμως της αμερικανικής κοινής γνώμης, που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις ήταν υπέρ της επέμβασης, δεν επέτρεψε στα μέλη του Κογκρέσου που δεν ελέγχονταν από τον πρόεδρο Μπους να πράξουν διαφορετικά.

Οι συνέπειες της εισβολής ήταν δραματικές για τους Παναμέζους. Αν και δεν υπάρχει επίσημη καταμέτρηση των πολιτών που έχασαν τη ζωή τους, ο αριθμός τους υπολογίζεται σε περισσότερους από 3.000, ενώ τουλάχιστον 20.000 έμειναν άστεγοι. Η οικονομία της χώρας άρχισε να δείχνει σημάδια ανάκαμψης τέσσερα χρόνια μετά, με την ανεργία όμως να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Ο Νοριέγα, ο οποίος στο παρελθόν είχε συνεργαστεί με τον πρόεδρο Μπους τον πρεσβύτερο, όταν ήταν ακόμα διευθυντής της CIA, καταδικάστηκε σε 40 χρόνια φυλάκισης για εμπόριο ναρκωτικών και ξέπλυμα χρήματος. Η ποινή του μειώθηκε στα 30 χρόνια και έπειτα από 17 χρόνια στη φυλακή αφέθηκε ελεύθερος λόγω καλής διαγωγής.

Η εμπλοκή των ΗΠΑ στα εσωτερικά των χωρών της Λατινικής Αμερικής έχει αλλάξει ποιοτικά σε σχέση με την περίοδο πριν το 1990. Η είσοδος του ΔΝΤ και η εφαρμογή νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής στις περισσότερες χώρες εξυπηρετεί απόλυτα τα συμφέροντα των ΗΠΑ ιδιαίτερα όπου υπάρχουν κυβερνήσεις πρόθυμες να συνεργαστούν. Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής που έχει οδηγήσει σε όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, ήρθε σε μία σειρά χωρών η εκλογική επικράτηση σχηματισμών που χαρακτηρίζονταν από αριστερή ή κεντροαριστερή πολιτική κατεύθυνση.

Η αρχή έγινε στη Βενεζουέλα το 1998 με την άνοδο στην εξουσία του Ούγκο Τσάβες και ακολούθησαν η Βραζιλία το 2002 με τον Λούλα Ντα Σίλβα, η Αργεντινή το 2013 με τον Νέστορ Κίρχνερ, η Ουρουγουάη το 2004 με τον Ταμπαρέ Βασκέζ και συνεχίστηκε με τον Έβο Μοράλες στη Βολιβία το 2005, τη Μισέλ Μπασελέτ στη Χιλή και τον Ντανιέλ Ορτέγα στη Νικαράγουα το 2006, το Ραφαέλ Κορρέα στο Εκουαδόρ το 2007, τον Φερνάντο Λούγκο στην Παραγουάη το 2008, τον Ολάντα Χουμάλα στο Περού το 2011, τον Λουίς Σολίς στην Κόστα Ρίκα και τον Σαλβαδόρ Σερέν στο Ελ Σαλβαδόρ το 2014. Μπορεί οι κυβερνήσεις που προέκυψαν να μην εφάρμοσαν απαραίτητα αριστερές ριζοσπαστικές πολιτικές, εξέφρασαν όμως την κοινωνική δυσαρέσκεια εκτονώνοντας την και σε αρκετές περιπτώσεις εφαρμόζοντας διαφορετική οικονομική πολιτική από τους προκατόχους τους προς ανακούφιση των φτωχότερων στρωμάτων. Η ήπια πολιτική στροφή που είχε συμβεί στη Λατινική Αμερική θα οδηγήσει για πρώτη φορά σε ήττα των ΗΠΑ στην εκλογή του προέδρου του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών, καθώς το 2005 ο υποστηριζόμενος από την Ουάσιγκτον υποψήφιος θα ηττηθεί από τον Χοσέ Ινσούλσα, μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Χιλής, ο οποίος είχε την υποστήριξη της Βραζιλίας, της Βενεζουέλας, του Εκουαδόρ και της Δομινικανής Δημοκρατίας.

Το 2003 επιχειρείται η επέκταση και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής της εμπορικής συμφωνίας NAFTA που υπήρχε ήδη από τη δεκαετία του ’90 ανάμεσα στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στο Μεξικό χωρίς ωστόσο να καταλήξει σε τελική συμφωνία. Η ηγεμονία των ΗΠΑ συνεχίζεται παρόλα αυτά ενισχυόμενη από Διμερείς Επενδυτικές Συμφωνίες, στις οποίες προχώρησαν με τις χώρες της αμερικανικής ηπείρου. Η διαπραγμάτευση ξεχωριστά με κάθε χώρα, αντί για μία πανηπειρωτική συνθήκη, επιτρέπει στον ισχυρό να επιβάλει όρους σύμφωνους με τα συμφέροντά του. Τέτοιες διμερείς συμφωνίες υπογράφηκαν με την Αργεντινή, την Βολιβία, το Εκουαδόρ, τη Γρενάδα, την Ονδούρα, την Τζαμάικα, τον Παναμά και το Τρινιντάντ στο διάστημα 1995 – 2001 θέτοντας τα κράτη αυτά στο έλεος της Παγκόσμιας Τράπεζας, καθώς σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με οποιαδήποτε επένδυση ανάμεσα σε πολυεθνική εταιρεία και στην κυβέρνηση δινόταν η δυνατότητα προσφυγής στο Διεθνές Κέντρο για την Επίλυση Επενδυτικών Διαφορών, έναν οργανισμό που βρίσκεται υπό την εποπτεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η περίπτωση της Βολιβίας με τον κατασκευαστικό κολοσσό Bechtel, που προσέφυγε εναντίον της κυβέρνησης της χώρας έπειτα από την ακύρωση της ιδιωτικοποίησης της δημόσιας εταιρείας ύδρευσης εξαιτίας των διαμαρτυριών των κατοίκων ζητώντας αποζημίωση 50 εκατομμυρίων δολαρίων, είναι χαρακτηριστική του αποικιοκρατικού χαρακτήρα των συμφωνιών αυτών. Το επιδικασθέν ποσό τελικά δεν αποδόθηκε ως αποτέλεσμα του διεθνούς κύματος αλληλεγγύης στην κυβέρνηση της Βολιβίας το 2006.

Η περίπτωση της Βενεζουέλας

Η Βενεζουέλα διαθέτει τεράστιο ενεργειακό πλούτο καθώς είναι η χώρα με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο ενώ συγκαταλέγεται στην πρώτη δεκάδα σε αποθέματα φυσικού αερίου. Η διαχείριση των φυσικών πόρων γίνεται από την PVDSA, την κρατικοποιημένη από το 1976 εταιρεία πετρελαίου. Η κρατικοποίηση εκείνη έγινε με την αφομοίωση από την PVDSA όλων των πολυεθνικών εταιρειών που δραστηριοποιούνταν μέχρι τότε στη Βενεζουέλα διατηρώντας έτσι την τεχνογνωσία. Μέσα στα επόμενα 25 χρόνια, η PVDSA θα γίνει η μεγαλύτερη εταιρεία της Λατινικής Αμερικής και η 10η πιο επικερδής εταιρεία παγκοσμίως αυξάνοντας κατακόρυφα την παραγωγή της, ενώ με την πολιτική της Απερτούρα από το 1993, σύμφωνα με τις προσταγές του ΔΝΤ, θα προχωρήσει σε συνεργασίες με πολυεθνικούς ομίλους. Αυτές οι στρατηγικές συμφωνίες ήταν βεβαίως αμφιλεγόμενες καθώς πέρα από την αύξηση της παραγωγής και την φαινομενική αύξηση των εσόδων, οι όμιλοι υπόκεινται σε χαμηλή φορολόγηση ενώ ταυτόχρονα τους παραχωρείται η κυριαρχία των κοιτασμάτων της χώρας.

Σε αντιστρόφως ανάλογη πορεία από την πετρελαϊκή βιομηχανία, τις δεκαετίες ‘80 και ‘90, οι δείκτες υγείας και διατροφής στη Βενεζουέλα ήταν χαμηλοί ενώ η κοινωνική ανισότητα αποτυπωνόταν και στη δυσκολία πρόσβασης στην τροφή. Η υιοθέτηση των επιταγών του ΔΝΤ είχαν διαλύσει το σύστημα υγείας καταλύοντας κάθε έννοια κράτους πρόνοιας. Τον Δεκέμβριο του 1998 οι εκλογές στη Βενεζουέλα ανέδειξαν στην Προεδρία της χώρας τον πρώην στρατιωτικό Ούγκο Τσάβες, ο οποίος ηγήθηκε ενός συνασπισμού δυνάμεων προερχόμενων από την αριστερά και το κέντρο υιοθετώντας ριζοσπαστική προεκλογική ρητορική. Η κυβέρνηση στελεχώθηκε από πρόσωπα με διαφορετικές πολιτικές αναφορές ενώ διατηρήθηκαν και στελέχη της προηγούμενης κυβέρνηση όπως ο υπουργός οικονομικών. Πρόθεση του Τσάβες ήταν να εφαρμόσει έναν ήπιο καπιταλισμό στα πρότυπα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Επισκέφτηκε ακόμα και το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης για να ενθαρρύνει επενδύσεις στη χώρα του και με τη βοήθεια του στρατού προχώρησε σε ανακατασκευές δρόμων, αποξήρανση ελών, εμβολιασμούς και διατίμηση των τροφίμων. Η συνταγματική αναθεώρηση που υπερψηφίστηκε από το 88% του λαού της Βενεζουέλας του έδωσε διευρυμένες εξουσίες και τον οδήγησε σε ακόμα μία εκλογική νίκη τον Ιούλιο του 1999 με υψηλότερο ποσοστό από την προηγούμενη.

Η μερική κρατικοποίηση της PVDSA και οι συμφωνίες με την Κούβα για μεταξύ τους ανταλλαγή ιατρικού προσωπικού με πετρέλαιο, θα βάλει τον Τσάβες στο στόχαστρο των ΗΠΑ. Η στάση του απέναντι στην εισβολή του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν καθώς και οι αντιδράσεις στην πολιτική του απέναντι στις πετρελαϊκές εταιρίες, θα οδηγήσουν στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2002. Η ήπια αντίδρασή του στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εφαρμόζονταν στη Βενεζουέλα πριν το 1999 θα έχει ως αποτέλεσμα το ποσοστό των νοικοκυριών που βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας να μειωθεί από το 55% στο 26,4% το 2009, η ανεργία να πέσει από το 15% στο 7,8%, να αναδιανεμηθούν 5 εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργήσιμης γης από μεγαλοϊδιοκτήτες προς μικρούς καλλιεργητές, να βελτιωθούν οι υγειονομικές παροχές προς τα φτωχότερα στρώματα και να καταπολεμηθεί ο αναλφαβητισμός. Παρόλα αυτά η οικονομία δεν ήταν εύκολο να απεξαρτηθεί από την αγορά του πετρελαίου, ενώ η διαφθορά που υπήρχε στη χώρα – όπως και στις περισσότερες φτωχές χώρες της περιοχής – δεν αντιμετωπίστηκε όλα αυτά τα χρόνια επαρκώς. Ο Τσάβες θα κερδίσει ακόμα δύο φορές τις εκλογές και θα παραμείνει πρόεδρος μέχρι το θάνατό του το 2013 οπότε θα τον διαδεχτεί ο αντιπρόεδρός του, Νικολάς Μαδούρο, που άσκησε παρόμοια πολιτική. Η νέα κυβέρνηση εξήγγειλε μεταξύ άλλων και ένα πρόγραμμα κατασκευής κατοικιών για φτωχές οικογένειες παραδίδοντας στα τέλη του 2015 ένα εκατομμύριο σύγχρονα διαμερίσματα. Όμως ήδη από το 2014 ξεκίνησαν να διαφαίνονται οι συνέπειες ενός ασύμμετρου οικονομικού πολέμου που κηρύχτηκε από τις ΗΠΑ με επίκεντρο την κύρια εξαγωγική πηγή, το πετρέλαιο.

Στις αρχές του 21ου αιώνα οι τιμές του πετρελαίου ανέβηκαν λόγω του πολέμου στο Ιράκ, των κυρώσεων της Δύσης στο Ιράν και τη Ρωσία, καθώς και των αναταραχών στη Νιγηρία. Το 2014 η Σαουδική Αραβία σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ ξεκίνησε να πλημμυρίζει την αγορά με φτηνό πετρέλαιο κατακρημνίζοντας την τιμή του μέσα σε δύο χρόνια από τα 110 στα 28 δολάρια το βαρέλι. Το χρέος της Σαουδικής Αραβίας εκτοξεύτηκε χωρίς όμως κάποια αντίδραση από τις αγορές. Αντίθετα οι χαμηλές τιμές επηρέασαν τις οικονομίες χωρών που εξαρτώνται από τις εξαγωγές πετρελαίου, όπως η Ρωσία, το Ιράν, το Εκουαδόρ και η Βενεζουέλα. Ειδικότερα στη Βενεζουέλα οι ιδιωτικές εταιρείες επεξεργασίας και εισαγωγής τροφίμων ξεκίνησαν μια συντονισμένη εκστρατεία σαμποτάζ που σε συνδυασμό με την δυσκολία στη ρευστότητα λόγω των χαμηλών τιμών του βασικού εξαγώγιμου αγαθού, οδήγησε σε άνοδο του πληθωρισμού. Η χρηματοδότηση των κοινωνικών προγραμμάτων ήταν πλέον δύσκολη και η κοινή γνώμη της Βενεζουέλας επηρεασμένη από την προπαγάνδα των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης ξεκίνησε να αμφισβητεί την κυβέρνηση της χώρας. Παρόλα αυτά ο νέος πρόεδρος Μαδούρο συνέχισε να απολαμβάνει την αποδοχή της πλειοψηφίας κερδίζοντας τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.

Οι τρέχουσες εξελίξεις στη Βενεζουέλα και η ομοθυμία του πολιτικού κόσμου στις ΗΠΑ με την απόλυτη στοίχιση των Δημοκρατικών στην πολιτική που ακολουθεί ο Τραμπ αποδεικνύουν ότι η αντιμετώπιση της Λατινικής Αμερικής από τις ΗΠΑ είναι διαχρονική. Πόσο μάλλον στην περίπτωση της χώρας με τα μεγαλύτερα συνολικά ενεργειακά αποθέματα παγκοσμίως. Στις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής των ΗΠΑ έπειτα από τόσα χρόνια παρεμβατισμού ανά τον κόσμο για την προώθηση της επιρροής τους και των οικονομικών συμφερόντων τους, και έπειτα από την εμπειρία του Βιετνάμ, είναι πλέον και η προσπάθεια αποφυγής άμεσης εμπλοκής των στρατευμάτων τους σε κάποια άλλη χώρα. Και αν αυτό δεν το κατάφεραν στις περιπτώσεις του Ιράκ ή του Αφγανιστάν, το πέτυχαν απόλυτα στις χώρες της αμερικανικής ηπείρου εφαρμόζοντας διαφορετικές μεθόδους επιρροής με πραξικοπήματα και στρατολόγηση αντιφρονούντων που εκδήλωναν προθυμία συστράτευσης με τα συμφέροντά τους.

Η απουσία της Σοβιετικής Ένωσης ως το αντίπαλον δέος, πέρα από την υιοθέτηση διαφορετικής ρητορικής, άλλαξε τη γεωπολιτική σκακιέρα δίνοντας τη δυνατότητα για κινήσεις και έξω από την γειτονιά των ΗΠΑ. Η Αραβική Άνοιξη σηματοδότησε ένα νέο μοντέλο παρεμβατισμού καθώς πέρα από την οικονομική ισχύ μπαίνει σε εντατική εφαρμογή και η ενορχηστρωμένη προπαγάνδα από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης που εν τω μεταξύ μετασχηματίστηκαν σε φερέφωνα της πολιτικής βούλησης του ιμπεριαλισμού. Η διεύρυνση της γεωπολιτικής σκακιέρας επιτρέπει μεγαλύτερους ελιγμούς από την πλευρά των ΗΠΑ, καθώς και την αναζήτηση περιστασιακών και εφήμερων συμμαχιών με φορείς όπως η Ε.Ε., η Κίνα και η Ρωσία. Η ιμπεριαλιστική τακτική πλέον έχει μετασχηματιστεί και αναφορικά με τον φαινομενικό σκοπό της επέμβασης. Η δημιουργία αστάθειας φαντάζει προτιμότερη για τις ΗΠΑ από την άνοδο στην εξουσία ενός ανδρείκελου τύπου Πινοσέτ που ενδέχεται μελλοντικά να αντιταχθεί έστω και εν μέρει στα συμφέροντά τους στην περιοχή. Παρόλα αυτά η κατασκευή διαφόρων αυτόκλητων μαριονετών τύπου Γκουαϊδό δεν θα σταματήσει όσο επιβάλλεται από τις ανάγκες τους.

Σχετικά θέματα

Απόψεις