«Καμία ανοχή στην τοξικοεξάρτηση και στις πολιτικές που τη συντηρούν. Απέναντί μας δεν είναι ο χρήστης, αλλά το σύστημα που τον θέλει και τον στρέφει στη χρήση» τονίζει η «Λαϊκή Συσπείρωση» Αθήνας, επισημαίνοντας πως «η καθημερινή εικόνα σε περιοχές της Αθήνας με εκατοντάδες ανθρώπους να ζουν στο περιθώριο κάτω από την επίδραση ναρκωτικών ουσιών είναι μια εικόνα που δεν πρέπει να συνηθίσουμε ως μια καθημερινότητα. Αυτή η εικόνα είναι γέννημα της πολιτικής διαχείρισης του προβλήματος, που διαδοχικά έχουν υπηρετήσει όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις στη χώρα μας, ακολουθώντας πιστά τη στρατηγική της ΕΕ, ενισχύοντας την πολιτική της “μείωσης της βλάβης”, τορπιλίζοντας ακόμα περισσότερο την πρόληψη και τη “στεγνή θεραπευτική προσέγγιση”» και ότι «συνδυάζεται με την “ασυλία” των ναρκεμπόρων και διακινητών που σε καθορισμένες πιάτσες και σε συγκεκριμένες ώρες διακινούν τις δόσεις του θανάτου ανενόχλητοι».
Γι’ αυτό, τονίζει πως «χρειάζεται ενίσχυση των Κέντρων Πρόληψης, των “στεγνών θεραπευτικών προγραμμάτων”, της Κοινωνικής Επανένταξης των χρηστών, με προγράμματα στον δρόμο. σχεδιασμένα όχι στη διαχείριση της χρήσης, αλλά στη διαμόρφωση κινήτρου για ένταξη σε θεραπευτικό πρόγραμμα. Απαιτείται γενναία στελέχωση με μόνιμο προσωπικό όλων των δομών απεξάρτησης, με σταθερή επαρκή χρηματοδότησή τους από το υπουργείο Υγείας».
Αναλυτικά η ανακοίνωση της «Λαϊκής Συσπείρωσης»:
«Οι στρατιές ενεργών χρηστών στις πιάτσες της Αθήνας, η κατευθυνόμενη κατά περιόδους μετατόπισή τους από περιοχή σε περιοχή (Ομόνοια, Αρχαιολογικό Μουσείο, Προπύλαια Πανεπιστημίου, Μασσαλίας, Σατωβριάνδου, Μενάνδρου, Χαλκοκονδύλη, Κλαθμώνος, παρκάκι Ευαγγελισμού και σε άλλα γνωστά σημεία στο κέντρο και στις κοντινές γειτονιές) δεν πρέπει και δεν μπορούν να γίνονται ανεκτές. Ο στιγματισμός, που υφίστανται οι χρήστες, δεν αντιμετωπίζεται με “ευαισθησία από τα πάνω” και με επισκέψεις της Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η καθημερινή εικόνα σε περιοχές της Αθήνας με εκατοντάδες ανθρώπους να ζουν στο περιθώριο κάτω από την επίδραση ναρκωτικών ουσιών είναι μια εικόνα που δεν πρέπει να συνηθίσουμε ως μια καθημερινότητα.
Αυτή η εικόνα είναι γέννημα της πολιτικής διαχείρισης του προβλήματος, που διαδοχικά έχουν υπηρετήσει όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις στη χώρα μας, ακολουθώντας πιστά τη στρατηγική της ΕΕ, ενισχύοντας την πολιτική της “μείωσης της βλάβης”, τορπιλίζοντας ακόμα περισσότερο την πρόληψη και τη “στεγνή θεραπευτική προσέγγιση”.
Συνδυάζεται με την “ασυλία” των ναρκεμπόρων και διακινητών που σε καθορισμένες πιάτσες και σε συγκεκριμένες ώρες διακινούν τις δόσεις του θανάτου ανενόχλητοι.
Τα εγκαίνια του Χώρου Εποπτευόμενης Χρήσης (ΧΕΧ) από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας πριν ένα έτος, η προβολή του ΧΕΧ από τον πρωθυπουργό με δηλώσεις “περί ανάγκης του κράτους να διασφαλίζει και την ποιότητα των ναρκωτικών που θα επιλέγει ο χρήστης” και οι ευχαριστίες στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που νομοθέτησε τον ΧΕΧ και το υλοποίησε η κυβέρνηση της ΝΔ, δείχνουν ότι το “κράτος έχει συνέχεια” στη διάλυση της Πρόληψης, της Θεραπείας, της Κοινωνικής Επανένταξης στις εξαρτήσεις. Δείχνει ότι στόχος είναι να αποδεχθούμε τις πιάτσες, τη χρήση και τον κοινωνικό θάνατο των χρηστών. Δείχνει ότι στόχος δεν είναι να μη στρέφεται ο νέος άνθρωπος στα ναρκωτικά, αλλά να μην είναι ορατός στην “τουριστική βιτρίνα” της Αθήνας.
Αλήθεια, μετά από σχεδόν ένα χρόνο λειτουργίας του ΧΕΧ στην Αθήνα, πόσο έχει μειωθεί η θνησιμότητα από ναρκωτικά; Πόσοι νέοι έχουν διαμορφώσει κίνητρο για θεραπεία; Πόσο πιο πολύ αισθάνονται ασφαλείς οι χρήστες να κάνουν χρήση σε προστατευμένο περιβάλλον με την αίσθηση ότι το αστικό κράτος εξασφαλίζει χώρο για τη χρήση αποδεχόμενο την εξάρτηση ως “φυσικό φαινόμενο”; Γιατί ο ΧΕΧ έχει μετατραπεί σε χώρος χρήσης κάθε ουσίας και όχι μόνο της ενέσιμης χρήσης που αρχικά είχε σχεδιαστεί; Που αποσκοπεί η τάση για διάθεση ναλοξόνης, ακόμα και από τα φαρμακεία ή από την οικογένεια του χρήστη στο σπίτι, απλά για και μόνο για να μην πεθαίνει ο χρήστης από υπερβολική δόση; Πόσο τα προγράμματα στο δρόμο και στις πιάτσες (street work) με την εμπλοκή κάθε λογής ΜΚΟ ενισχύουν σήμερα το κίνητρο για θεραπεία και έχουν συνδέσει χρήστες με θεραπευτικά προγράμματα; Γιατί διαμορφώνονται προγράμματα στο δρόμο και στις πιάτσες με μοναδικό σκοπό την ασφαλή χρήση και όχι τη θεραπευτική επαφή με τον χρήστη;
Σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί να απαντήσει η πολιτική της διαχείρισης του προβλήματος που συνειδητά υπηρετούν οι κυβερνήσεις στη χώρα μας.
Η λογική “παρηγοριά στον άρρωστο” δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το πολυπαραγοντικό κοινωνικό φαινόμενο της τοξικομανίας που είναι σύμφυτο με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τα αδιέξοδα που γεννά στη ζωή του λαού και της νεολαίας. Είναι σύμφυτο μ’ ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα που σαπίζει και αποδέχεται – προβάλλει την ύπαρξη ναρκωτικών όπως κάθε εμπόρευμα που αποφέρει κέρδος.
Εδώ και τώρα χρειάζεται ενίσχυση των Κέντρων Πρόληψης, των “στεγνών θεραπευτικών προγραμμάτων”, της Κοινωνικής Επανένταξης των χρηστών, με προγράμματα στον δρόμο σχεδιασμένα όχι στη διαχείριση της χρήσης αλλά στη διαμόρφωση κινήτρου για ένταξη σε θεραπευτικό πρόγραμμα. Απαιτείται γενναία στελέχωση με μόνιμο προσωπικό όλων των δομών απεξάρτησης, με σταθερή επαρκή χρηματοδότησή τους από το υπουργείο Υγείας.
Απέναντι στην αποτυχημένη πολιτική διαχείρισης της “μείωσης της βλάβης”, να προτάξουμε την πολιτική της “μείωσης της ζήτησης” με επίκεντρο την Πρόληψη.
Καμία ανοχή στην τοξικοεξάρτηση και στις πολιτικές που την συντηρούν. Απέναντί μας δεν είναι ο χρήστης, αλλά το σύστημα που τον θέλει και τον στρέφει στη χρήση».