Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Κι ύστερα ήρθαν τα σκάνδαλα

«Πάρτε σκάνδαλα να έχετε», κάθε μορφής και κάθε είδους. Αυτό θα είναι πλέον το κλίμα των ημερών μέχρι να φτάσουμε..

«Πάρτε σκάνδαλα να έχετε», κάθε μορφής και κάθε είδους. Αυτό θα είναι πλέον το κλίμα των ημερών μέχρι να φτάσουμε στις κάλπες της 26ης Μαΐου.

Μια συνθήκη εδώ και καιρό προαναγγελμένη παίρνει σάρκα και οστά. Η αντικειμενική της επίπτωση θα είναι να απομακρύνει την πολιτική αντιπαράθεση που θα κυριαρχήσει έως τις εκλογές από την …πολιτική. Αποτελεί την «ραχοκοκαλιά» της τακτικής τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της Νέας Δημοκρατίας. Η στοιχειώδης εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών μας έχει αποδείξει πως όταν η πολιτική ζωή γυρίζει γύρω από «σκάνδαλα», τότε αυτό που υποκρύπτεται είναι η πολιτική συμφωνία των πρωταγωνιστών της στα βασικά επίδικα.

Novartis και προσδοκίες

Η κυβέρνηση επενδύει – όπως είναι κάτι παραπάνω από προφανές- στο σκάνδαλο της Novartis. Τα στελέχη της μιλούν για ένα σκάνδαλο μεγαλύτερο από αυτό της SIEMENS. Αν το προσδιορίσει μάλιστα κανείς με αριθμητικά στοιχεία και το ύψος των ποσών (αλλά και των μιζών) που «παίχθηκαν» στις αμαρτωλές σχέσεις μεταξύ υπουργείων, ιατρικού κατεστημένου και της φαρμακευτικής εταιρίας ίσως και να έχουν δίκιο. Όμως ο πραγματικός συσχετισμός ανάμεσα στο σκάνδαλο της Νοvartis και το σκάνδαλο της SIEMENS είναι άλλος: Η κατάληξη της έρευνας.

Από ότι δείχνουν όλοι οι οιωνοί, παρά τις συνεχείς αποκαλύψεις, τα έγγραφα δικογραφιών που μιλούν για ποσά που μετακινούνταν σε τσάντες πλάτης και από το μυστικό ταμείο με τον εντυπωσιακό παρωνύμιο «Άγιο Δισκοπότηρο», η υπόθεση δύσκολα θα οδηγήσει σε απτά αποτελέσματα. Δηλαδή στον εντοπισμό ποινικών αδικημάτων πολιτικών προσώπων. Στο αρχείο άλλωστε ήδη έχουν καταλήξει οι έρευνες για τον Π.Πικραμένο, τον Ε.Βενιζέλο, τον Γ.Κουτρουμάνη, τον Γ.Λυκουρέντζο. Η αναζήτηση ευθυνών για τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο αφού δεν εντοπίζεται κανένα ουσιαστικό δεδομένο που να στοιχειοθετήσει κατηγορία. Ο Μάριος Σαλμάς και ο Άδωνις Γεωργιάδης είναι τα δύο πρόσωπα που φέρονται ως πιο πιθανά να ζητηθεί η άρση ασυλίας τους.

Όμως η πρόσφατη δήλωση του πρώτου που κατηγορήθηκε για λήψη 200.000 ευρώ από τον επικεφαλής της Novartis, Ανδρέα Λοβέρδο, δείχνει στην ουσία του πράγματος: «Δεν βρήκαν ούτε ένα ευρώ. Κι ας έψαξαν εμένα, τους συγγενείς και τους συνεργάτες μου» είπε χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Αναφέρθηκε δηλαδή σε αυτό που διασφαλίζει ότι δεν θα υπάρξει μη παραγραμμένο ποινικό αδίκημα το οποίο μπορεί να του αποδοθεί. Γιατί ακόμη και αν αποτιμηθούν ως ειλικρινέστατα τα όσα έχουν καταθέσει οι ανώνυμοι και προστατευόμενοι μάρτυρες, πολύ δύσκολα θα μπορέσει να σταθεί ένα κατηγορητήριο για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Δηλαδή το μόνο διαρκές αδίκημα που μπορεί να οδηγήσει έναν πρώην υπουργό στο εδώλιο. Χωρίς τον εντοπισμό του χρήματος ουσιαστικά έχουμε έναν εικαζόμενο «φόνο …χωρίς πτώμα».

Εν ολίγοις οι επί χρόνια καλλιεργημένες προσδοκίες στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ – τις οποίες προσφάτως επανέλαβε και ο Παύλος Πολάκης – για να δουν ενόχους «πίσω από τα κάγκελα» αναμένεται να διαψευσθούν πανηγυρικά. Θα πρέπει να αρκεστούν στις γλαφυρές περιγραφές των φιλοκυβερνητικών εφημερίδων και ιστοτόπων – από το υλικό των δικογραφιών- σχετικά με το πώς φέρονταν να μοιράζονται οι μίζες. Όσο για τις φαρμακευτικές εταιρίες – της Novartis συμπεριλαμβανόμενης – θα συνεχίσουν να καταγράφουν υπερ.-κέρδη αφού η σημερινή πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας πολλάκις της έχει καλέσει να συμβάλουν στο «νέο τοπίο» που δημιουργείται.

Η φαντασία στην …αντιπολίτευση

Η Νέα Δημοκρατία από την άλλη, χρειάζεται να χρησιμοποιήσει λίγο παραπάνω την φαντασία της.  

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται συγκριτικά με τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ λιγότερα χρόνια στην εξουσία  Έτσι δεν έχει διαμορφώσει – ακόμη τουλάχιστον – τα ίδια στοιχεία προκλητικότητας στις συναλλαγές με εγχώρια τμήματα του κεφαλαίου. Όχι ότι αυτές φυσικά δεν υπάρχουν.  Γίνονται όμως σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο και με περισσότερο στρατηγικό χαρακτήρα.

Αυτές η Νέα Δημοκρατία δεν μπορεί να τις αμφισβητήσει. Θα ήταν αδύνατο να αποκαλέσει σκάνδαλο την φορολόγηση του συνυποσχετικού οικειοθελούς φορολόγησης των εφοπλιστών, που σύντομα θα έχει ισχύ νόμου. Για τον απλούστατο λόγο ότι είναι copy – paste του δικού της αντίστοιχου συνυποσχετικού. Το ίδιο πρόβλημα έχει και με μια σειρά άλλες «αναπτυξιακές» ρυθμίσεις η τροπολογίες. Ορισμένες μάλιστα από αυτές αναγκάζεται ακόμη και να τις ψηφίζει. Ιδίως όταν αφορούν επιχειρηματικούς ομίλους που έχουν προσβάσεις τόσο στην κυβέρνηση όσο και την αξιωματική αντιπολίτευση.

Έτσι λοιπόν προκειμένου να δημιουργήσει «αντιπερισπασμό» στην υπόθεση της Novartis προβάλλει ως σκάνδαλο το τρίπτυχο «Πετσίτης -Ξεπαπαδέα – Αρτεμίου». Ουσιαστικά η Ν.Δ θεωρεί ,την συνύπαρξη με κυβερνητικούς παράγοντες  αυτής της cult μορφής που λέγεται Μανώλης Πετσίτης, μαζί με τις υπόνοιες για συμμετοχή της γ.γ Καταπολέμησης της Διαφθοράς Αναστασίας Ξεπαπαδέα σε εταιρείες και την εμπλοκή του «δικηγόρου των off – shore» Αρτέμη Αρτεμίου, ως ενδείξεις διαφθοράς της κυβέρνησης στο κορυφαίο επίπεδο. Δηλαδή αυτό του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος.

Η ομοβροντία των δημοσιευμάτων φέρνει σε σχετικά δύσκολη θέση τον ΣΥΡΙΖΑ που δεν μπορεί εύκολα να εξηγήσει στους ψηφοφόρους του πώς … εμφανίστηκαν στα πέριξ όλα αυτά τα πρόσωπα. Από την άλλη όμως όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί της Νέας Δημοκρατίας είναι αδύνατον να αποδειχθούν. Για τον απλούστατο λόγο πως δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ούτε η βασιμότητα των ισχυρισμών ούτε όμως και το ανάποδο. Πώς άλλωστε να γίνει κάτι τέτοιο στο εν ισχύ «ευρωπαϊκό πλαίσιο» όπου οι εξωχώριες εταιρείες είναι καθόλα νόμιμες και υφίστανται ισχυρότατα φορολογικά, χρηματιστηριακά, επιχειρηματικά και τραπεζικά απόρρητα; Εν ολίγοις έχουν αποκλειστικά και μόνον επικοινωνιακό χαρακτήρα.

Έτσι λοιπόν πολύ εύκολα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος μπορεί να δηλώνει: «Για τη δήθεν υπόθεση Πετσίτη-Αρτεμίου και τη δήθεν εμπλοκή της γ.γ κατά της Διαφθοράς, εγώ θεωρώ ότι δεν υφίσταται καμία υπόθεση». Αποδίδοντας τα πάντα σε «λαγωνικά της δημοσιογραφίας» που  επιδιώκουν «με ψευδείς, με κατασκευασμένες, με fake ειδήσεις να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη και να δημιουργήσουν όρους καχυποψίας απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση».

Σχετικά θέματα

Απόψεις