Με αφορμή τα 51 χρόνια από την αιχμαλωσία και τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα (8 προς 9 Οκτωβρίου 1967) δημοσιεύουμε τις «Σημειώσεις για τη μελέτη της ιδεολογίας της Κουβανέζικης Επανάστασης» (Οκτώβριος,1960). Το κείμενο αποτελεί – μεταξύ άλλων – και μια γνωριμία με την Κουβανέζικη Επανάσταση και με την πολιτική σκέψη του Τσε. Καλή ανάγνωση.
«Η Επανάστασή μας είναι ένα υπέροχο φαινόμενο που μερικοί θέλησαν να δουν σ΄ αυτή, μια αντίφαση με μια από τις αρχές του ορθόδοξου επαναστατικού κινήματος, όπως το εκφράζει ο Λένιν: «Δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα χωρίς επαναστατική θεωρία». Θα ΄πρεπε να πούμε πως η επαναστατική θεωρία, σαν έκφραση μιας κοινωνικής αλήθειας, είναι πάνω από κάθε τύπο (φόρμουλα). Μια επανάσταση δηλαδή μπορεί να γίνει αν ερμηνευτεί επακριβώς η ιστορική αλήθεια και αν χρησιμοποιηθούν σωστά οι δυνάμεις που εμφανίζονται ακόμη κι αν η θεωρία είναι άγνωστη.
Μια καλή γνώση αυτής της θεωρίας διευκολύνει φυσικά την προσπάθεια και σε βοηθά ν΄ αποφύγεις επικίνδυνα σφάλματα, υπό τον όρων ότι η δεδομένη θεωρία ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Πρέπει να υπενθυμίσουμε επί πλέον πως αν οι κύριοι πρωταγωνιστές της Επανάστασης μας δεν ήταν κατά κυριολεξία θεωρητικοί, δεν αγνοούσαν όμως τα μεγάλα κοινωνικά φαινόμενα, ούτε τα δεδομένα των νομών που τα διέπουν.
Αυτό που λέω πρέπει να θεωρηθεί σαν μια εισαγωγή στην εξήγηση αυτού του περίεργου φαινομένου που ερεθίζει όλον τον κόσμο: η Κουβανέζικη Επανάσταση. Πως και γιατί μια ομάδα ανδρών έτρεψε σε φυγή ένα στρατό ασύγκριτα ανώτερο από άποψη τεχνικής και οπλισμού και επέτυχε να επιβιώσει αρχικά, να γίνει δυνατότερη μετά (μετά μάλιστα ακόμη δυνατότερη από τον εχθρό στις ζώνες του μετώπου) και να μετακινήσει αργότερα σε νέα εδάφη τον αγώνα, για να νικήσει τελικά τον εχθρό σε τακτικές μάχες με πάντα πολύ κατώτερο σ΄ αριθμό στρατό. Ιδού τι πρέπει να μελετηθεί για την ιστορία του σύγχρονου κόσμου.
Εμείς που τόσο συχνά παραλείψαμε να γνιαστούμε, όπως θα ΄πρεπε, για τη θεωρία δεν θα εκθέσουμε τώρα την αλήθεια της Κουβανέζικης Επανάστασης παριστάνοντας τις αυθεντίας. Προσπαθούμε απλά να δώσουμε τις βάσεις της ερμηνείας αυτής της αλήθειας. Στην ουσία πρέπει να διαχωρίσουμε την Κουβανέζικη Επανάσταση σε δυο σταθμούς απόλυτα ξεκάθαρους: Αυτόν της στρατιωτικής δράσης ως την 1η του Γενάρη 1959 και αυτόν της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής διαφοροποίησης απ΄ αυτή την ημερομηνία κι έπειτα.
Αυτοί οι δυο σταθμοί πρέπει με τη σειρά τους να υποδιαιρεθούν, αλλά δεν το θεωρούμε σημαντικό από ιστορική άποψη. Θα σταθούμε στην εξέλιξη της επαναστατικής προόδου των ιθυνόντων της, όσον αφορά την επαφή με τον λαό. Με την ευκαιρία αυτή πρέπει να διευκρινίσουμε τη στάση μας απέναντι σε μια από τις πλέον αμφισβητούμενες σχέσεις του σύγχρονου κόσμου: τον μαρξισμό. Σαν μας ρωτούν αν είμαστε μαρξιστές ή όχι, η συμπεριφορά μας είναι σαν εκείνη του φυσικού που τον ρωτούν αν είναι «νευτωνικός» ή του βιολόγου που θα τον ρωτούσαν αν είναι «παστερικός». Υπάρχουν αλήθειες τόσο φανερές που είναι τελικά άσκοπο να συζητούνται. Πρέπει να είναι κανείς «μαρξιστής» τόσο φυσικά όσο είναι «νευτωνικός» ο φυσικός και «παστερικός» ο βιολόγος, υπολογίζοντας ότι αν νέα φαινόμενα προκαλέσουν νέες αντιλήψεις, εκείνα που πέρασαν δεν χάνουν τη συμμετοχή τους στην αλήθεια. Είναι η περίπτωση της σχετικότητας του Αϊνστάιν π.χ. ή η θεωρία των κβάντα του Πλανκ σε σχέση με τις ανακαλύψεις του Νεύτωνα, γεγονός που δεν αφαιρεί τίποτα από το μεγαλείο του Άγγλου σοφού. Χάρη στο Νεύτωνα η φυσική προχώρησε και ανακάλυψε τις νέες έννοιες του διαστήματος. Και ο Άγγλος σοφός είναι ένα αναγκαίο σκαλοπάτι.
Μπορεί φυσικά να κάνει κανείς ορισμένες παρατηρήσεις στον Μαρξ σαν άνθρωπος σκεπτόμενος και σαν ερευνητής απάνω στα κοινωνικά δόγματα και στα καπιταλιστικά συστήματα που μπόρεσε να γνωρίσει. Εμείς που είμαστε λατινοαμερικάνοι μπορεί π.χ. να μη παραδεχόμαστε την ερμηνεία του Μπολιβάρ ή την ανάλυση του Μεξικού που έκανε με τον Ενγκελς, όπου παραδεχόταν ορισμένες θεωρίες σχετικά με τις φυλές και τις εθνικότητες που στις μέρες μας είναι απαράδεκτες. Άλλα οι μεγάλοι άνδρες που ανακαλύπτουν φωτεινές αλήθειες μένουν ζωντανοί, παρά τα μικρά τους λάθη, που δεν χρησιμεύουν παρά να μας δείξουν πως είναι ανθρώπινοι, γι΄ αυτό και μπορεί να υποπέσουν σε σφάλματα, παρόλο που έχουμε απόλυτη συνείδηση για τις κορυφές που κατακτήσαν αυτοί οι γίγαντες της σκέψης. Να γιατί θεωρούμε τον μαρξισμό σαν τμήμα της πατριωτικής και επιστημονικής παιδείας των λαών και γιατί τον δεχόμαστε τόσο φυσικά όπως κάθε τι που δεν έχει πλέον ανάγκη να συζητηθεί.
Οι πρόοδοι των κοινωνικών και πολιτικών επιστήμων, όπως και σε άλλες περιοχές, ανήκουν σε μια μακρά ιστορική εξέλιξη που οι κρίκοι τους συναρμολογούνται, πολλαπλασιάζονται, δένονται και τελειοποιούνται συνεχώς. Στους παλαιότατους χρόνους υπήρχαν μαθηματικά κινέζικα, αραβικά ή ινδικά. Σήμερα τα μαθηματικά δεν έχουν σύνορα. Υπάρχει θέση στην ιστορία τους για ένα Έλληνα Πυθαγόρα, για έναν Γαλιλαίο Ιταλό, ένα Νεύτωνα Άγγλο, ένα Γκαους Γερμανό, ένα Λπμπατσεσβι Ρώσο, ένα Αϊνστάιν κλπ. Το ίδιο συμβαίνει και στην περιοχή των κοινωνικών και πολιτικών επιστήμων μια μακρά αλυσίδα φιλοσόφων από τον Δημόκριτο ως τον Μαρξ εμπλούτισαν τις πρωτότυπες τους έρευνες και συγκροτήσανε το σύνολο των εμπειριών και των δογμάτων.
Αυτό που αξίζει στον Μαρξ είναι πως προκάλεσε ξαφνικά μια χαρακτηριστική αλλαγή στην κοινωνική σκέψη. Eρμηνεύει την ιστορία, καταλαβαίνει τον δυναμισμό της, προβλέπει το μέλλον, άλλα δεν πιστεύει ότι ικανοποιεί με τον τρόπο αυτό μια επιστημονική αναγκαιότητα, γι΄ αυτό εκφράζει επί πλέον μια επαναστατική ιδέα: δεν αρκεί να ερμηνεύουμε τη φύση πρέπει και να την μεταβάλουμε. Έκτοτε ο άνθρωπος παύει να είναι ο σκλάβος και γίνεται ο αρχιτέκτονας του πεπρωμένου του. Απ΄ αυτή τη στιγμή κι έπειτα ο Μαρξ γίνεται ο στόχος όλων εκείνων που έχουν ένα ιδιαίτερο συμφέρον στο να διατηρηθεί η παλιά τάξη, όπως έγινε άλλοτε στην περίπτωση του Δημόκριτου, που το έργο του κάηκε από τον ίδιο τον Πλάτωνα και τους δικούς του, ιδεολόγους της αθηναϊκής αριστοκρατίας των σκλάβων.
Από τον Μαρξ κι έπειτα μια πολιτική ομάδα συγκροτείται σε επαναστατική, όταν έχει συγκεκριμένες ιδέες, που στηριζόμενες στους Γίγαντες Μαρξ και Ένγκελς περνάει από τους σταθμούς της εξέλιξης που χρωστάμε σε προσωπικότητες σαν τον Λένιν και τον Μάο τσε Τουνγκ ως τους νέους σοβιετικούς και κινέζους ηγέτες που αποκατάστησαν ένα σύνολο διδασκαλιών και παραδειγμάτων. Η Κουβανέζικη Επανάσταση παίρνει τον Μαρξ από το σημείο εκείνο που εγκατέλειψε την επιστήμη για να πιάσει το επαναστατικό τουφέκι. Και τον πιάνει από κει, όχι από ρεβιζιονιστικό πνεύμα, ούτε και για να αγωνιστεί εναντίον εκείνου που έπεται του Μαρξ με την πρόθεση να αποκαταστήσει έναν «καθαρό» Μαρξ, άλλα απλά γιατί, μέχρι τότε ο επιστήμων Μαρξ, βρισκόμενος έξω από την ιστορία, μελετούσε και πρόβλεπε το μέλλον. Από κει κι έπειτα ο Μαρξ, ο επαναστάτης της ιστορίας, έμπαινε στον αγώνα. Πρακτικοί επαναστάτες εμείς, υπακουουμε απλώς επαναλαμβάνοντας τον αγώνα στους νόμους που πρόβλεψε ο επιστήμονας Μαρξ και πάνω σ΄ αυτό το δρόμο της ανταρσίας, αγωνιζόμενοι εναντίον της παλιάς δομής της εξουσίας, στηριζόμενοι στο λαό προκειμένου να καταστρέψουμε αυτή τη δομή και με κίνητρο του αγώνα μας την ευτυχία αυτού του λαού, δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να συμμορφωνόμαστε με τις επιστημονικές προβλέψεις του Μαρξ. Οι νόμοι δηλαδή του μαρξισμού περιέχονται εις τα συμβάντα της Κουβανέζικης Επανάστασης —και καλό είναι να το τονίσουμε για μια ακόμα φορά— ανεξάρτητα από το γεγονός αν οι ηγέτες του εφαρμόζουν ή γνωρίζουν στο βάθος αυτούς τους νόμους από θεωρητική άποψη.
Για να καταλάβουμε το επαναστατικό κουβανέζικο κίνημα μέχρι την 1η του Γενάρη θα έπρεπε να το υποδιαιρέσουμε σε πολλά σταδία: πριν από την απόβαση στη Γκρανμα, από την απόβαση στη Γκρανμα ως τις νίκες στη ντε λα Πλατα και στο Αρρογιο ντελ Ινφερνο, απ΄ αυτές τις μάχες ως τη μάχη του Ελ Υβερο και στην συγκρότηση της τρίτης και της τέταρτης φάλαγγας με την προέλαση προς την Σιέρα Κρισταλ και την δημιουργία του δεύτερου Μετώπου. Την απεργία του Απρίλη και την αποτυχία της. Την αντίσταση στη μεγάλη επίθεση και την προέλαση προς Λας Βιλλας. Κάθε μια από τις μικρές αυτές ιστορικές στιγμές του ανταρτοπόλεμου οροθετεί κοινωνικές έννοιες και διαφορετικές εκτιμήσεις της κουβανέζικης πραγματικότητας που διαμόρφωσαν τη σκέψη των στρατιωτικών αρχηγών της επανάστασης, πράγμα που θεμελίωσε τη θέση τους σε πολιτικούς αρχηγούς.
Πριν την απόβαση στη Γκρανμα κυριαρχούσε μια νοοτροπία που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ιδεαλιστική: πολλοί πίστευαν τυφλά σε μια λαϊκή έκρηξη αστραπιαία και ενθουσιάζονταν με την ιδέα να ανατρέψουν το καθεστώς του Μπατιστα μ΄ ένα γρήγορο ξεσηκωμό συνδυασμένο με αυθόρμητες επαναστατικές απεργίες, που θα προκαλούσαν την άμεση πτώση του δικτάτορα. Αυτή η κίνηση ήταν η άμεση κληρονομιά του ορθόδοξου κόμματος και της βασικής του αρχής: «Η τιμή κατά του χρήματος». Με άλλα λόγια η νέα κουβανέζικη κυβέρνηση θα βασιζόταν στην εντιμότητα της διοικήσεως.
Ωστόσο ο Φιντέλ Κάστρο είχε υποδείξει στο «Η Ιστορία θα με αθωώσει», τους στόχους που πέτυχε σχεδόν ολοκληρωτικά η επανάσταση και που τους ξεπέρασε μάλιστα εμβαθύνοντας στον αγώνα επί του οικονομικού πεδίου, που οδήγησε με τη σειρά του σε ένα ριζοσπαστισμό στα εθνικά και διεθνή πολιτικά μέτρα.
Μετά την απόβαση οι επαναστατικές δυνάμεις νικήθηκαν, αφού καταστράφηκαν σχεδόν τελείως. Ύστερα ανασυγκροτήθηκαν και δημιούργησαν το αντάρτικο. Οι ολίγοι επιζήσαντες —αποφασισμένοι για τον αγώνα— κατάλαβαν πως γελάστηκαν πιστεύοντας στον αυθόρμητο ξεσηκωμό όλου του νησιού. Όπως και, ότι ο αγώνας προμηνυόταν μακρύς. Επί πλέον έπρεπε να εξασφαλιστεί μεγάλη συμμετοχή των χωρικών. Αυτή την εποχή οι χωρικοί αρχίζουν να προσχωρούν στο αντάρτικο και δίδονται δυο μάχες, ασήμαντες από αριθμό πολεμιστών, άλλα σημαντικότατες ψυχολογικά ως προς τους χωρικούς, γιατί σβήνουν την προκατάληψη της αρχικής αντάρτικης ομάδας που την αποτελούσαν μόνον άντρες των πόλεων. Οι χωρικοί ήταν επιφυλακτικοί απέναντι σ΄ αυτές τις ομάδες και κυρίως φοβόντουσαν τα σκληρά αντίποινα της κυβέρνησης.
Με την ευκαιρία αυτή προκύψανε δυο αλήθειες και οι δυο παρά πολύ σημαντικές: οι χωρικοί κατάλαβαν πως οι παράνομες φορολογίες του στρατού και οι διωγμοί δεν θα κατάφερναν να εξολοθρεύσουν το αντάρτικο, μπορούσαν όμως να εξολοθρεύσουν τα σπίτια τους, τη συγκομιδή και τις οικογένειες τους. Και κατά συνέπεια ήταν μια καλή λύση να καταφύγουν στους κόλπους του αντάρτικου που η ζωή τους ήταν προστατευμένη. Οι αντάρτες έμαθαν απ΄ την πλευρά τους ότι γινόταν όλο και πιο αναγκαίο να συμμαχήσουν με τις μάζες των χωρικών και πως θα΄ άπρεπε οπωσδήποτε να τους προσφέρουν κάτι που θα τους εμψύχωνε. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο επιθυμητό για έναν χωρικό από τη γη.
Ακολουθεί λοιπόν ένα στάδιο νομάδων όπου ο Αντάρτικος Στρατός κατακτά προοδευτικά ζώνες επιρροής στις όποιες βέβαια δεν μπορεί να παραμείνει για πολύ, άλλα ούτε και ο εχθρικός στρατός το επιτυγχάνει ή μάλλον δεν μπορεί καν να εισχωρήσει. Ανάλογα με τις μάχες αποκαθίσταται ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα ένα είδος ακαθάριστου μετώπου.
Η 28 Μαρτίου 1957 είναι μια αποφασιστική ημερομηνία. Είναι η επίθεση κατά του Ελ Υβερο, μιας ισχυρής φρουράς, καλά οχυρωμένης που θα μπορούσε επί πλέον να πάρει εύκολα ενισχύσεις, καθώς βρισκόταν σε παραλία και διέθετε και αεροδρόμιο. Σ΄ αυτή τη μάχη, που στάθηκε από τις αιματηρότερες, γιατί το 30% των αγωνιστών σκοτώθηκαν ή πληγώθηκαν, η νίκη των αντάρτικων δυνάμεων άλλαξε τελείως την κατάσταση. Εξασφαλίστηκε επί πλέον ένα έδαφος όπου το αντάρτικο μπορούσε να κινείται ελευθέρα, απ΄ όπου δεν διέφευγαν πληροφορίες προς τον εχθρό και από όπου ήταν εύκολο να καταλάβει κάνεις αστραπιαία την πεδιάδα και να κάνει εφόδους στις εχθρικές θέσεις.
Λίγο αργότερα δημιουργήθηκε ο πρώτος διπλασιασμός και συγκροτήθηκαν δυο μαχητικές φάλαγγες. Μ΄ ένα τέχνασμα απόκρυψης λίγο απλοϊκό, ονομάσαμε τη δεύτερη, Τετάρτη φάλαγγα. Οι δυο φάλαγγες βγαίνουν αμέσως στη δράση και στις 26 Ιουλίου πραγματοποιείται η επίθεση στην Εστραδα Παλμα. Και πέντε μέρες αργότερα στο Μπουευσιτο, 30 χιλιόμετρα μακρύτερα. Οι επιδείξεις δυνάμεων γίνονται ήδη σημαντικές και αναμένεται η αντεπίθεση με το ηθικό ψηλά. Οι προσπάθειες τους ν΄ ανέβουν στη Σιέρα απωθούνται επανειλημμένα και τα μέτωπα ξαπλώνονται σε μεγάλες περιοχές όπου και από τα δυο στρατόπεδα γίνονται επιθέσεις αντιποίνων. Τα μέτωπα μένουν σχεδόν σταθερά.
Με τον καιρό το αντάρτικο ενισχύεται λίγο λίγο με την ουσιαστική συμμετοχή των χωρικών της περιοχής και με μερικά μέλη του Κινήματος από τις πόλεις. Η μαχητικότητα μεγαλώνει και στερεώνεται η αγωνιστική αποφασιστικότητα. Το Φεβρουάριο του 1958 αφού αποκρούστηκαν μερικές επιθέσεις η φάλαγγα της Αλμέιδα, η 3η, φεύγει για να καταλάβει την περιοχή της του Σαντιάγκο και η του Ραούλ Κάστρο (που έχει τον αριθμό 6 και το όνομα του ήρωα μας του Φρανκ Παϊς, που πέθανε λίγους μήνες πριν) ξεκινά. Ο Ραούλ πραγματοποιεί το εγχείρημα να διασχίσει την Κεντρική Οδό τις πρώτες μέρες του Μάρτη. Εισδύει στις κορυφές του Μαγιαρε και δημιουργεί το Δεύτερο Μέτωπο του Οριέντε Φρανκ Παϊς. Τα νέα των αντάρτικων δυνάμεων μας με όλο και μεγαλύτερες επιτυχίες έφτασαν στον λαό, παρά την λογοκρισία, που η επαναστατική του δραστηριότητα θα τελείωνε σύντομα. Τότε ξέσπασε ο αγώνας σε όλο το εθνικό έδαφος, ξεκινώντας από τη Χαβανα με τη μορφή μιας γενικής επαναστατικής απεργίας που κατέστρεψε τον εχθρό, χτυπώντας τον ταυτόχρονα σε όλα τα μέτωπα. Ο ρόλος του Αντάρτικου Στρατού σ΄ αυτή την περίπτωση στάθηκε ένα είδος καταλύτη ΄η ίσως ενός «κεντρίσματος» που συνετέλεσε στο να ξεσπάσει το κίνημα. Αυτή την εποχή οι αντάρτες μας αύξησαν την δραστηριότητα τους και ο ηρωικός θρύλος του Καμίλο Σιενφουέγκος άρχισε. Πολεμούσε για πρώτη φορά στην πεδιάδα του Οριέντε σε σύνδεσμο με την Κεντρική διοίκηση και με οξύτατη γνώση οργάνωσης.
Άλλα η επαναστατική απεργία δεν ήταν σωστά οργανωμένη. Δεν φρόντισαν αρκετά την εργατική ενότητα και δεν προσπάθησαν να δράσουν οι εργάτες την κατάλληλη στιγμή. Θέλησαν να κάμουν μια μυστική επιχείρηση καλώντας στην απεργία από το ραδιόφωνο χωρίς να ξέρουν ότι το μυστικό της καθορισμένης ημερομηνίας και ώρας ήταν ήδη γνωστό από τους σμπίρους άλλα όχι και από το λαό. Το κίνημα της απεργίας απέτυχε και πολλοί επαναστάτες πατριώτες, από τους καλύτερους, δολοφονήθηκαν χωρίς οίκτο. Και μια παράξενη λεπτομέρεια που πρέπει να σημειωθεί κάπου στην ιστορία αυτής της επανάστασης: ο Ζυλ Ντυμπουά, ο χαφιές των βόρειο-αμερικανικών μονοπωλίων γνώριζε από πριν την μέρα που επρόκειτο να ξεσπάσει η απεργία.
Κείνη τη στιγμή δημιουργήθηκε μια από τις πιο σπουδαίες και χαρακτηριστικές αλλαγές στην εξέλιξη του πόλεμου, όταν δημιουργήθηκε η βεβαιότητα πως ο θρίαμβος δεν θα΄ ρθει παρά με την αύξηση των αντάρτικων δυνάμεων που θα συντελέσει στη συντριβή του εχθρικού στρατού σε κανονικές μάχες.
Οι σχέσεις με τους χωρικούς έχουν ήδη γίνει πολύ στενές. Η Αντάρτικη Στρατιά έχει δημοσιεύσει τον ποινικό της κώδικα και τον αστικό της κώδικα. Αποδίδει δικαιοσύνη, διανέμει τα τρόφιμα και εισπράττει φόρους στις περιοχές που διοικεί. Οι γειτονικές περιοχές δέχονται την επίδραση της Αντάρτικης Στρατιάς. Ετοιμάζονται μεγάλες επιθέσεις που στοιχίζουν σε δυο μήνες αγώνα χίλιους νεκρούς στους εισβολείς, που έχουν χάσει τελείως το ηθικό τους και μας προμηθεύουν εξακόσια όπλα επί πλέον.
Η δοκιμή πλέον έχει γίνει και αποδεικνύεται πως ο στρατός δεν μπορεί να μας νικήσει. Είναι γεγονός πως δεν υπάρχει στη Κούβα δύναμη ικανή να υποτάξει τις κορυφές της Σιέρα Μαέστρα και τους Μακί του δεύτερου μετώπου του Οριέντε Φρανκ Παϊς. Για το στρατό της τυραννίας οι δρόμοι προς την Οριέντε γίνονται αδιάβατοι. Μετά την αποτυχία της επίθεσης, ο Καμίλο Σιενφουέγκος (με τη 2η ταξιαρχία) και ο συγγραφέας αυτών των γραμμών (με την ταξιαρχία 8 Σιρό Ρεντόντο) αναλαμβάνουν να διασχίσουν την επαρχία της Καμαγκουαίη να σταθμεύσουν στην Λας Βίλλας και να κόψουν τις επικοινωνίες του εχθρού. Ο Καμίλλο θα συνέχιζε μετά την προέλαση του για να επαναλάβει το ηρωικό του κατόρθωμα (που το σύνταγμα του φέρνει το όνομα του Αντώνιο Μασέο) εισβάλλοντας στο νησί απ΄ άκρη σ΄ άκρη.
Ο πόλεμος παίρνει τότε καινούργια μορφή. Η αναλογία των δυνάμεων κλίνει προς το μέρος της επανάστασης. Δυο μικρά συντάγματα των 80 ως 140 ανδρών θα διασχίσουν επί τρεισήμισι μήνες τις πεδιάδες της Καμαγκουαιη συνέχεια κυκλωμένα ή παρακολουθούμενα από ένα στρατό που κινητοποιεί χιλιάδες άντρες. Τελικά οι δυνάμεις μας θα φτάσουν στην Λας Βιλλας και θ΄ αρχίσουν την επιχείρηση που θα κόψει στα δυο το νησί.
Φαίνεται κάποτε παράξενο ή αδιανόητο και συχνά απίστευτο ακόμη, πως δυο τόσο μικρού αναστήματος συντάγματα, χωρίς επικοινωνίες, χωρίς μεταφορικά μέσα, ούτε καν τα στοιχειώδη όπλα του σύγχρονου πολέμου μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τόσο καλά συντηρημένο και τέλεια οπλισμένο στρατό. Το σημαντικότερο είναι ο χαρακτήρας της κάθε στρατιάς. Όσο μεγαλύτερες δυσκολίες αντιμετωπίζει ο αντάρτης τόσο σκληρότερος γίνεται και όσο πιο πολύ αισθάνεται σε ασφάλεια στον τόπο του τόσο καλύτερο είναι το ηθικό του. Συγχρόνως ήρθαν στιγμές που διακινδύνεψε τη ζωή του, την έπαιξε κορώνα γράμματα και γενικά είναι τελείως αδιάφορο για τον αντάρτη, σαν άτομο, το αν θα επιζήσει ή όχι στο τέλος μιας μάχης. Ο στρατός του εχθρού, στο κουβανέζικο παράδειγμα που μας απασχολεί, είναι ο κατώτερος συνεταίρος του δικτάτορα, εκείνος που δέχεται το τελευταίο ψίχουλο που του αφήνει ο προτελευταίος των κερδοσκόπων, στην άκρη μιας μακριάς αλυσίδας, που αρχίζει από την Γουωλ Στρητ και τελειώνει σ΄ αυτόν. Είναι έτοιμος να υπερασπιστεί όλους αυτούς τους ενδιάμεσους υπό τον όρο ότι είναι σπουδαίοι. Τα έσοδα του και τα προνομία του αξίζουν αρκετά λίγες ταλαιπωρίες και λίγους κίνδυνους, άλλα σε καμία περίπτωση δεν αξίζουν τη ζωή του. Αν για να τους σώσει πρέπει να πληρώσει με τη ζωή του, είναι καλύτερο να τους εγκαταλείψει, να υποχωρήσει δηλαδή μπροστά στον αντάρτη. Απ΄ αυτές τις δυο αντιλήψεις και απ΄ αυτές τις δυο ηθικές προκύπτει η διαφορά που έμελλε να τελειώσει στην 31 του Δεκέμβρη 1958.
Η υπεροχή του Αντάρτικου Στρατού βεβαιώνεται λοιπόν από μέρα σε μέρα ενώ η άφιξη των συνταγμάτων μας στην Λας Βιλλας δείχνει πως το κίνημα της 26ης Ιουλίου είναι πολύ πιο λαϊκό από οποιοδήποτε άλλο: Επαναστατικό Διευθυντήριο, Δεύτερο Μέτωπο της Λας Βιλλας, Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και μικρό αντάρτικο της Αυθεντικής Οργάνωσης. Αυτή η δημοτικοτης προερχόταν ουσιαστικά από την αξιοσημείωτη προσωπικότητα του αρχηγού του κινήματος Φιντέλ Κάστρο, άλλα επίσης και από την μεγάλη ακρίβεια της επαναστατικής του γραμμής.
Εδώ τερματίζει η σύγκρουση. Άλλα οι άντρες που φτάνουν στη Χαβανα ύστερα από δυο χρόνων λυσσασμένου αγώνα μέσα στη Σιέρα και στις πεδιάδες του Οριέντε, στις πεδιάδες και στα βουνά της Καμαγκουαίη, τις πεδιάδες και τα βουνά της Λας Βίλλας, δεν είναι πια οι ίδιοι στην ιδεολογική γραμμή μ΄ αυτούς που ξεμπάρκαραν στις παραλίες της Λας Κολοράντας ούτε μ΄ αυτούς που στρατεύθηκαν στην πρώτη περίοδο του αγώνα. Η επιφυλακτικότητα τους απέναντι στους χωρικούς έχει μεταβληθεί σε φιλία και σεβασμό για τα προτερήματα τους. Η ολοκληρωτική τους άγνοια της αγροτικής ζωής μεταβλήθηκε σε απόλυτη γνώση των αναγκών των χωρικών μας. Τα παραμύθια για στατιστικές και θεωρίες εξουδετερώθηκαν από το τσιμέντο της πραγματικότητας.
Με σημαία τους την Αγροτική Μεταρρύθμιση που η πραγματοποίηση της αρχίζει στη Σιέρα Μαέστρα, αυτοί οι άντρες συγκρούονται με τον ιμπεριαλισμό. Ξέρουν πως η Αγροτική Μεταρρύθμιση είναι η βάση πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί η νέα Κούβα. Ξέρουν επίσης πως η Αγροτική Μεταρρύθμιση θα δώσει γη σ΄ όλους τους μη κατέχοντες, απογυμνώνοντας εκείνους που την είχαν παράνομα σφετεριστεί. Γνωρίζουν ακόμη πως οι μεγαλύτεροι σφετεριστές είναι άνθρωποι που εξασκούν την επιρροή τους στην Κρατική Διοίκηση, ή στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. Άλλα έμαθαν να νικούν τις δυσκολίες με θάρρος, με κουράγιο και κυρίως με την υποστήριξη του λαού. Και βλέπουν ήδη στο μέλλον, πέρα από τις δοκιμασίες την απελευθέρωση που μας περιμένει.
Για να φτάσουμε σ΄ αυτή την οριστική επίγνωση των στόχων μας, χρειάστηκε να κάνουμε μια μεγάλη διαδρομή και να εξελιχτούμε πολύ. Παράλληλα με τις ουσιαστικές, διαδοχικές αλλαγές που έγιναν στα πεδία της μάχης δημιουργήθηκαν και διαφοροποιήσεις στο σύνολο των αντάρτικων σχέσεων και στις ιδεολογικές θέσεις των αρχηγών τους. Πραγματικά η κάθε μια απ΄ αυτές τις αλλαγές, αποτελεί μια διαφοροποίηση στη σύνθεση, στη δύναμη, στην επαναστατική ωριμότητα του στρατού μας. Η αγροτιά του δίνει το σφρίγος της, την αντίσταση της στις δοκιμασίες, την γνώση της για το έδαφος, τον ερωτά της για τη γη, την επιθυμία της για την αγροτική μεταρρύθμιση. Ο διανοούμενος όποιος κι αν είναι συνεισφέρει τον κόκκο της άμμου για ν΄ αρχίσει το προσχέδιο της θεωρίας. Ο εργάτης είναι που δίνει την αίσθηση της οργάνωσης με την έμφυτη τάση του στη συγκέντρωση και την ένωση. Όλα αυτά έχουν σαν υπόδειγμα τις αντάρτικες δυνάμεις μας που είχαν ήδη αποδείξει πως ήταν κάτι περισσότερο από ένα «κέντρισμα», γι΄ αυτό φλόγισαν και ξεσήκωσαν τις μάζες σε σημείο να τις κάνει να χάσουν τον φόβο τους για τους δήμιους τους. Ποτε δεν είχαμε μια γνώση τόσο διαυγή, όσο σήμερα, αυτής της αμοιβαίας επίδρασης. Αισθανθήκαμε ακόμη το πώς ωρίμαζε αυτή η αμοιβαιοτης: εμείς δείχναμε την αποτελεσματικότητα της ένοπλης σύγκρουσης, τη δύναμη που διαθέτει ένας άνθρωπος όταν έχει για ν΄ αμυνθεί κι άλλους ανθρώπους, ένα όπλο στο χέρι και στα μάτια την απόφαση να νικήσει. Οι χωρικοί από την πλευρά τους μας έδειχναν τις παγίδες της Σιέρα, την αναγκαία δύναμη για να ζήσεις και να νικήσεις και την δόση της ορμής, την αίσθηση της αυτοθυσίας που πρέπει να ΄χεις για να μπορέσεις να οδηγήσεις προς τα μπρος το πεπρωμένο ενός λαού.
Έτσι όταν μουσκεμένοι από τον ιδρώτα της εξοχής, ο αρχηγός των ανταρτών και η συνοδεία του, άφηναν πίσω τους έναν ορίζοντα βουνών και σύννεφων και το φλογερό έδαφος του νησιού κι έμπαιναν στη Χαβάνα «Η ιστορία ανέβαινε με τα πόδια του λαού» ένα καινούργιο «σκαλοπάτι του χειμωνιάτικου παλατιού»(Τσε Γκεβάρα, Άπαντα, τόμος 4 -Πολιτικά κείμενα Α , σ.58 -σ.69, Εκδόσεις Καρανάση).