Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

…φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη

Εκατόν είκοσι τέσσερα χρόνια από τη γέννηση του Κωνσταντίνου Καρυωτάκη

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια, θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται, καθώς να καθαρίζουνε..

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια, θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται, καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους, ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα, θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι, κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης. Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα. Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία, «Υπάρχω;» λες, κ’ ύστερα «δεν υπάρχεις!» Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία. Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία… Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους, θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Bιωματικός και αντιπροσωπευτικός της εποχής του, ο Κωνσταντίνος Καρυωτάκης, μπορεί να χαρακτηρίστηκε ποιητής του μηδενισμού και της απαισιοδοξίας, και να έχει περισσότερο ίσως από κάθε άλλον τις ρίζες του στην ιστορική στιγμή και τα περιστατικά που δημιουργούσαν την ασφυκτική ατμόσφαιρα, αλλά όπως έλεγε ο Μίλτος Σαχτούρης «Ήταν απλώς επαναστατημένος ενάντια στην Ελλάδα του 1928 με τους λασπωμένους δρόμους το χειμώνα, τη σκόνη το καλοκαίρι, με το χαμηλό επίπεδο ζωής, τη δυστυχία των δημοσίων υπαλλήλων που τους έκανε οκνηρούς και αδιάφορους, ριζωμένους στις καρέκλες τους με τους ατέλειωτους καφέδες. Επαναστατημένος για τη δική του καταδίωξη, επειδή αυτός ήταν υπάλληλος υπεύθυνος, γλωσσομαθής, έξω από την εποχή του. Και ήταν ακόμα παρεξηγημένος από όλους τους συγχρόνους του. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν minor ποιητής, ήταν μεγάλος ποιητής όπως τον βλέπει τώρα η νέα γενιά κι όπως άλλαξαν γνώμη περί το τέλος της ζωής τους και τον είδαν μεγάλο, οι άλλοτε αρνητές του, Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος. Ο πρώτος μάλιστα σε τελευταίο ποίημά του, έτσι τον αποκαλεί, “μεγάλο”: “Είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης “. Οσο για τον Σεφέρη, δύσκολα κρυβόταν η εκτίμησή του».

Ο Καρυωτάκης δεν ταίριαζε μόνο ευχάριστες ομοιοκαταληξίες, έκανε μάχη, με τον τρόπο του, με το στίχο του, το σαρκασμό του, χωρίς ποτέ να παραμερίζει την πραγματικότητα και τον αμετακίνητο στόχο του, τον άνθρωπο μέσα στις αμείλικτες κοινωνίες και κάτω από τη Μοίρα. Κατάφερε να φτάσει ως τη σάτιρα, για να εξευτελίσει, να ελεεινολογήσει, να ξεσπάσει, να καθορίσει την ιδεολογική του στάση. Η καλλιτεχνική δημιουργία, όπως και η απαισιοδοξία, είναι η διέξοδος από την εσωτερική σύγκρουση του ατόμου με τον κόσμο ή με το άμεσο περιβάλλον του. Όμως, όσο κι αν με τις Σάτιρες και κυρίως με τα πεζά του προβάλει οξύτατα τη διαμαρτυρία και την αγανάκτησή του για τις τερατώδεις δυνατότητες του κοινωνικού μηχανισμού, την τελευταία στιγμή στρέφει την πλάτη στη ζωή και την κοινωνία, εξουθενωμένος από ένα βαθύ αίσθημα ματαιότητας. Με την αυτοχειρία του, επισφραγίζει τη γνησιότητα και την ειλικρίνεια του έργου του.

Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,
φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη·

Ο Κωνσταντίνος Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη, στις 30 Οκτωβρίου 1896, αλλά ποτέ δεν έζησε εκεί. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες επαρχιακές πόλεις, για να καταλήξει στα Χανιά, όπου φοίτησε στις τελευταίες γυμνασιακές τάξεις. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής της Αθήνας, αρχικά, επιχείρησε να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα, ελλείψει, όμως, πελατείας, ζήτησε δημόσιο διορισμό. Αρχικά υπουργικός γραμματέας στη Θεσσαλονίκη, στη συνέχεια στις Νομαρχίες Σύρου, Αρτας και Αττικής. 

Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση και τις ποιητικές μεταφράσεις, αλλά έγραψε και κάποια πεζά, σημαντικό συμπλήρωμα του έργου του. Στα Γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1913 από τα λαϊκά περιοδικά «Ελλάς» και «Εικονογραφημένος Παρνασσός», ενώ λίγους μήνες νωρίτερα είχε δημοσιευτεί συνεργασία του στον «Παιδικό Αστέρα» και είχε βραβευτεί στο διαγωνισμό διηγήματος με το πεζό «Ο Αζώρ και ο λωποδύτης». Την επίσημη, όμως, εμφάνισή του την έκανε με την πρώτη ποιητική του συλλογή το 1919 «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων». Ακολούθησαν «Νηπενθή» (1921) και «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927).

Στην Αθήνα γνωρίζεται με τη Μαρία Πολυδούρη, με την οποία δημιουργεί το δεύτερο άτυχο ερωτικό του δεσμό. Ακολουθούν διάφορες αποσπάσεις και μεταθέσεις, με προτελευταίο την Πάτρα. Στο μεταξύ, έχει ταξιδέψει στη Γερμανία, στη Ρώμη, στη Ρουμανία, στη Βενετία. Επιστρέφοντας το Μάη του 1928 από το τελευταίο του ταξίδι στο Παρίσι, πήρε νέα μετάθεση για την Πρέβεζα, όπου αυτοκτόνησε στις 21 Ιουλίου του ίδιου χρόνου.

Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.

Στις 20 Ιουλίου 1928, πήγε στη θάλασσα και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα, 21 Ιουλίου 1928, αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε στην παραλία, στον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του:

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.»

»[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.»

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε απ’ τη γη!
Οταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.

Απόψεις