Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Εναλλακτικές γλώσσες και κοινωνικές ομάδες

Νίνα Ρέιν, «Φυλές». Σκηνοθεσία: Τάκης Τζαμαργιάς. Θέατρο Σταθμός.

Η Νίνα Ρέιν (γεν. 1975), μια ακόμη βρετανίδα βραβευμένη συγγραφέας, επισκέπτεται την ελληνική σκηνή με το έργο της «Φυλές» (2010)..

Η Νίνα Ρέιν (γεν. 1975), μια ακόμη βρετανίδα βραβευμένη συγγραφέας, επισκέπτεται την ελληνική σκηνή με το έργο της «Φυλές» (2010) θέλοντας να θίξει το κλειστό κύκλωμα που αποτελούν οι επιμέρους κοινωνικές ομάδες  που ακολουθούν διαφορετικούς κώδικες επικοινωνίας. Μια τέτοια ομάδα αποτελούν οι κωφοί με τη χρήση νοηματικής γλώσσας, μιαν άλλη οι Εβραίοι, μιαν άλλοι οι διανοούμενοι, μιαν άλλη η πυρηνική ομάδα της οικογένειας.

Μεγαλωμένη η ίδια σε περιβάλλον διανοουμένων ‒ με γονείς ακαδημαϊκούς, συγγενείς  συγγραφείς ‒  και από τη μεριά της μητέρας της Εβραίων, προικίζει τα πρόσωπα του έργου της με αντίστοιχες ιδιότητες. Ακαδημαϊκοί και συγγραφείς οι Εβραίοι γονείς Κρίστοφερ και Μπεθ, επίδοξη τραγουδίστρια όπερας η ανικανοποίητη κόρη Ρουθ, ενώ οι δύο γιοι παρουσιάζονται με προβλήματα: ο μεν Μπίλι είναι εκ γενετής κωφός που έχει μάθει να μιλάει, ο δε Ντάνιελ, χωρίς φαινομενικό πρόβλημα, υποφέρει από ακουστικές παραισθήσεις.

Ένας οικογενειακός μικρόκοσμος με τους δικούς του κανόνες και πιθανόν τα κατά συνθήκη ψεύδη του που ταράσσεται όταν ο πτυχιούχος πλέον Μπίλυ γνωρίζει, ερωτεύεται  και φέρνει στο σπίτι τη Σύλβια, μια βαίνουσα προς την κώφευση λόγω κληρονομικότητας (οι γονείς της κωφοί) κοπέλα που μυεί τον Ντάνιελ στη νοηματική γλώσσα και τον φέρνει σε επαφή με την κοινότητα των κωφών. Η κίνηση αυτή γνωρίζει την αντίθεση των γονιών του Μπίλυ οι οποίοι, διδάσκοντάς του την ομιλία, πίστευαν ότι ο γιος τους θα ενταχθεί ως «κανονικός» άνθρωπος στην κοινωνία, μακριά από την περιθωριακή κοινότητα των κωφών. Αρνούμενος ότι ο Μπίλυ είναι κωφός, ο πατέρας του Κρίστοφερ θα αποκαλέσει τους κωφούς «γαμημένους μουσουλμάνους του κόσμου των αναπήρων». Ως γλωσσολόγος, πιστεύει στη δύναμη των λέξεων, τις μόνες ικανές να εκφράσουν συναισθήματα αλλά και μεταφορές ή μετωνυμίες, επιτιθέμενος στη Σύλβια και σαρκάζοντας την προκαλεί να  αποδώσει με νοηματική διάφορες εκφράσεις ή συναισθήματα που θεωρεί ότι ο συγκεκριμένος κώδικας αδυνατεί να αποδώσει.

                         Επιστημονικό και δραματουργικό ατόπημα

Ακριβώς εδώ, στον σχεδιασμό του προσώπου του Κρίστοφερ που χρησιμοποιεί ως κινητήριο μοχλό για να προσδιορίσει τις «φυλές» της, η Νίνα Ρέιν μοιάζει να περιπίπτει σε βασικά πραγματολογικά και κατ’ επέκταση δραματουργικά σφάλματα. Είναι αδύνατον να γίνει πιστευτό ότι καθηγητής γλωσσολογίας θέτει τέτοια ερωτήματα ή αμφισβητεί τη νοηματική γλώσσα, θεωρώντας την υποδεέστερη της φυσικής και ότι αγνοεί στοιχειώδεις κανόνες όχι μόνο για τη νοηματική αλλά, γενικότερα, και για τη γλώσσα της κίνησης μετά τις σχετικές αναλύσεις, δεκαετίες πριν, της κινησιακής θεωρίας (του Ray Birdwhistell) αλλά και, ειδικότερα, της εξαντλητικής μελέτης της νοηματικής σε κέντρα όπως αυτό του Salk Institute στο San Diego της Καλιφόρνια όπου μελετούνται ζητήματα βιολογίας.

Στο Κέντρο αυτό, η ψυχολόγος Ούρσουλα Μπελλούτζι  και ο σύζυγός της γλωσσολόγος Έντουαρντ Κλίμα (οι οποίοι αναφέρονται μάλιστα σε άρθρο του προγράμματος της παράστασης) αφιερώθηκαν στη διερεύνηση των προβλημάτων επικοινωνίας των κωφαλάλων με εντυπωσιακές αποκαλύψεις ως προς τη λειτουργία αυτού του κώδικα επικοινωνίας. Επιβεβαίωσαν ότι η Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα είναι μια διαφορετική από την ομιλουμένη αγγλική γλώσσα, όχι μόνο απόλυτα κωδικοποιημένη αλλά και διαθέτοντας δικές της διαλέκτους, ικανή για λογοπαίγνια όσο και για ποιητικές εκφράσεις οι οποίες μάλιστα δημιουργούν ιδιολέκτους ως προς την απόδοση.

Ο Ουμπέρτο Έκο, ο οποίος επισκέφτηκε το εν λόγω Κέντρο τη δεκαετία του 1970, γίνεται μάρτυρας ποιητικών «απαγγελιών» από κωφούς παρομοιάζοντας τις διαφοροποιήσεις των εκτελεστών ενός ποιήματος με τη χρήση επτασύλλαβου ή ενδεκασύλλαβου στίχου από ομιλούντες . Επισημαίνει ακόμα ότι η κίνηση είναι ικανή να αποδώσει τα κενά ή τη σιωπή, με τα χέρια του κωφού να χορεύουν εκφέροντας λέξεις. Η κωδικοποίηση των νοητικών δομών που είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους οδηγεί στη δημιουργία διαφορετικών «γλωσσών» επικοινωνίας μεταξύ των οποίων και η νοηματική. Η κινησιολογία, άλλωστε, όπως και το παραγλωσσικό στάδιο θεωρούνται οι απαρχές του επικοινωνιακού κώδικα των ανθρώπων.

Μετά από τα παραπάνω, γνωστά σε γλωσσολόγους, σημειωτικούς, κοινωνιολόγους ή βιολόγους είναι τουλάχιστον ανεδαφικό, αν όχι αστείο, να παρουσιάζεται δραματικό πρόσωπο ‒στο οποίο μάλιστα αποδίδεται η ιδιότητα του καθηγητή γλωσσολογίας‒ όπως ο Κρίστοφερ το οποίο να εκφράζει τέτοιες απόψεις ‒έστω και για να αναδειχθεί μια δραματουργική σύγκρουση μεταξύ ομιλούντων και νοηματικών ατόμων. Δηλαδή για να εξυπηρετηθεί η διάκριση μεταξύ διαφορετικών «φυλών» της συγγραφέα.

Στα μείον του έργου θα έθετα και το μη ικανοποιητικά εκμεταλλεύσιμο της κατάστασης του Ντάνιελ με τις ακουστικές παραισθήσεις για τις οποίες η οικογένεια αδιαφορεί και  που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια πολλαπλά αντίρροπη δραματουργική δύναμη. Στα δραματουργικά κενά ‒λόγω του ρεαλιστικού χαρακτήρα του έργου‒ θα ενέτασσα ακόμη την μάλλον αψυχολόγητη στο τέλος συμπεριφορά της Σύλβια που στερείται δραματουργικών στηριγμάτων.  Η Ρέιν θέλει να μεταφέρει πολλά από τις διάσπαρτες προσωπικές της εμπειρίες αλλά μένει στο εξωτερικό περίβλημα, χωρίς ουσιαστική εμβάθυνση και πραγματική στόχευση.

 

Παραβλέποντας τα πραγματολογικά  και δραματουργικά ατοπήματα του κειμένου και βλέποντας το έργο ως απόπειρα αντιπαράθεσης  κυρίαρχων και μειονοτικών ομάδων γενικά, η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Τάκης Τζαμαργιάς ευτύχησε τόσο ως προς το σκηνικό της στήσιμο όσο και ως προς τις ερμηνείες της. Ευτύχησε διότι η σκηνοθεσία όσο και οι ερμηνείες των ηθοποιών κατάφεραν να καλύψουν εντέχνως τις δραματουργικές ατέλειες.

Σε ένα ενδεικτικά διανοουμενίστικο σκηνικά περιβάλλον του Εδουάρδου Γεωργίου, με συσσώρευση πολλαπλών αντικειμένων που γεμίζουν τον χώρο, χωρίς όμως αυτός να παύει να είναι λειτουργικός, και κατάλληλους φωτισμούς του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου, με χαρακτηριστικά και ιδιαίτερα προσεγμένα στις νοηματοδοτήσεις τους κοστούμια του σκηνογράφου και με τους ήχους της μουσικής του Γιώργου Χριστιανάκη, η παράσταση έχει ρυθμό και νεύρο.

Πολλά οφείλονται στη σωστή καθοδήγηση και στην άρτια ερμηνεία όλων των ηθοποιών που διατηρούν την υφέρπουσα ένταση  ακόμη και στις πλέον ήπιες εικόνες. Δίνοντας προεκτάσεις ακόμα και πέραν των προβλεπομένων από το κείμενο.

Άψογο ερμηνευτικά το ζεύγος των γονιών: ο Μανώλης Μαυροματάκης ως πατέρας Κρίστοφερ δίνει το δικό του ρεσιτάλ με τις εναλλαγές σαρκασμού και ευαισθησίας, σχεδιάζοντας έναν χαρακτήρα που σχεδόν πείθει για τα επιχειρήματα που διατυπώνει αν την ίδια στιγμή δεν υπέσκαπτε υποκριτικά τα λόγια που το κείμενο βάζει στο στόμα του προσώπου που υποδύεται. Ιδιαίτερης δύναμης ‒που ανά στιγμές νομίζεις ότι αιωρείται ανάλαφρα σε ένα ψευδο-σύμπαν με την ιδιάζουσα εκφορά και την κινησιολογία της‒ η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη ως μητέρα Μπεθ.

Ο Ντάνιελ του Δημήτρη Κουρούμπαλη γίνεται, υποκριτικά, πολύ πιο αποκαλυπτικός απ’ ότι το κείμενο προβλέπει, δίνοντας ουσία στο παράλληλο πρόβλημα, γεγονός που ο ηθοποιός επιτυγχάνει με τις εκφράσεις του προσώπου του όσο και την κινησιολογία του και, πρώτιστα, με τη διαρκή ενέργεια που εκπέμπει από σκηνής. Η Ελένη Μολέσκη ερμηνεύει τον ρόλο της Ρουθ με μικρό κράτημα στις πρώτες σκηνές για να βρει τους ρυθμούς της στη συνέχεια. Ο Μάνος Καρατζογιάννης δίνει στον Μπίλυ όλες τις διαβαθμίσεις του δραματικού προσώπου με μέτρο, με την προσποιητή φωνή του κωφού, με ρυθμική στη συνέχεια νοηματική, χωρίς ανέξοδες υπερεκφράσεις στις οποίες θα μπορούσε να τον παγιδεύσει ο ρόλος, αναδεικνύοντας πειστικά ότι πρόκειται για το λιγότερο προβληματικό άτομο της οικογένειας.

Τέλος, η Βασιλική Τρουφάκου στον ρόλο της Σύλβια δίνει το προσωπικό της ρεσιτάλ: κινούμενη μεταξύ των δύο κόσμων, ομιλούντων και μη, κρατάει αξιοθαύμαστη ισορροπία ενώ οι εκφράσεις του προσώπου της και οι τονικότητες της φωνής της όταν δέχεται τις επιθέσεις του Κρίστοφερ αποτελεί σκηνή υποδειγματικής υποκριτικής διαχείρισης. Έξοχη.

Ο Τάκης Τζαμαργιάς κατέθεσε μια μεστή σκηνοθεσία σε ένα σύγχρονο έργο καθιστώντας ακόμη και τις δραματουργικές ατέλειές του σκηνικά προτερήματα.

Τη δυναμική στους διαλόγους μετάφραση έκανε η Έρι Κύργια.

Οι φωτογραφίες είναι του Νίκου Πανταζάρα.

* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Απόψεις