Σαν σήμερα, στις 13 Νοέμβρη 1979, έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρης Ψαθάς. Με την τολμηρή και ευαίσθητη πένα του σχολίασε τα πάντα. Το ύφος του κοφτό, αστραφτερό, δροσερό, οι λέξεις καίριες, η χρήση του διαλόγου δραστική. Ως θεατρικός συγγραφέας ασχολήθηκε με την κωμωδία ηθών, ιδεών και με τη φάρσα.
Ο Δημήτρης Ψαθάς (1907-1979) γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου και ήρθε στην Αθήνα το 1923, όπου τελείωσε τις σπουδές του και αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία, στην ευθυμογραφία και στο θέατρο.
Το 1937 κυκλοφόρησε το πρώτο χιουμοριστικό βιβλίο του “Η Θέμις έχει κέφια” κι ευθύς τον επόμενο χρόνο “Η Θέμις έχει νεύρα”. Εκείνο, όμως, που τον έκανε πανελλήνια γνωστό ήταν η “Μαντάμ Σουσού”, η περιλάλητη ηρωίδα του ομώνυμου χιουμοριστικού μυθιστορήματός του.
Τη δραματική περίοδο της Ιταλογερμανικής Κατοχής ο Δημήτρης Ψαθάς περιέγραψε με το δικό του αμίμητο τρόπο στα βιβλία του “Χειμώνας του 41” (1945), “Αντίσταση” (1945), και “Το χιούμορ μιας εποχής” (1946). Ο συγγραφέας ταξίδεψε στη Γαλλία, Αγγλία, Αμερική, Τουρκία, Αίγυπτο και περιέλαβε τις εντυπώσεις του στα βιβλία του “Κάτω από τους ουρανοξύστες” (1950), “Στη χώρα των μυλόρδων” (1951) και “Παρίσι, Σταμπούλ κι άλλα εύθυμα ταξίδια” (1951). Επίσης, εξέδωσε ένα άλλο χιουμοριστικό μυθιστόρημα, που περιλαμβάνει σάτιρα των ηθών της εποχής, με τον τίτλο “Οικογένεια βλαμμένου” (1956) και σειρά εύθυμων διηγημάτων που τιτλοφορούνται “Παρ ολίγον να γελάσουμε” (1960).
Επιλογή χρονογραφημάτων του περιέλαβε σε τρία βιβλία με τους τίτλους “Από την εύθυμη πλευρά”, “Στο καρφί και στο πέταλο”, και “Πέρα βρέχει” (1960).
Παράλληλα με τη δημοσιογραφία ο Δημήτρης Ψαθάς επιδόθηκε με θριαμβευτική επιτυχία και στη συγγραφή κωμωδιών, μερικές από τις οποίες κατέρριψαν το ρεκόρ των παραστάσεων στην Ελλάδα. Οι κωμωδίες του, που παίχθηκαν απ όλους σχεδόν τους κεντρικούς θιάσους της Αθήνας και με τους μεγαλύτερους Έλληνες ηθοποιούς είναι “Το στραβόξυλο” (1940), “Ο εαυτούλης μου” (1941), “Οι Ελαφρόμυαλοι” (1942), “Μαντάμ Σουσού” (1942), “Σκίτσα της εποχής” (όπου περιλαμβάνονται τα μονόπρακτα “Ο Κηφισοφών”, “Γαλάζια χελώνα”, “Νευρικός κύριος”, “Τρελοί της εποχής” και “Ιφιγένεια. . . εν Μαύροις”, 1944), “Φον Δημητράκης” (1947), “Η ζωή είναι ωραία” (1952), “Ζητείται ψεύτης” (1953), “Μικροί Φαρισαίοι” (1954), “Ο φαύλος κύκλος” (1954), “Ένας βλάκας και μισός” (1956), “Προς Θεού μεταξύ μας” (1957), “Φωνάζει ο κλέφτης” (1958), “Εταιρία θαυμάτων” (1959), “Η Μαίρη τα λέει όλα” (1960), “Εξοχικόν κέντρον ο Έρως” (1960), “Εμπρός να γδυθούμε” (1962), “Χαρτοπαίχτρα” (1963), “Ξύπνα, Βασίλη” (1965), “Ο αχόρταγος” (1966), “Ο κουτσομπόλης” (1968), “Προίκα μου αγαπημένη” (1968), “Οι ατίθασοι” (1970), “Ο αφελής” (1973), “Το ανθρωπάκι” (1974).
Τα περισσότερα από τα θεατρικά του έργα έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες με τεράστια επιτυχία-η υψηλή θεαματικότητά τους από την τηλεόραση απ’ όπου προβάλλονται σήμερα αποδείχνει το αξεπέραστο ταλέντο του δημιουργού τους και τη μόνιμη επικαιρότητα των θεμάτων τους. Ο Δημήτρης Ψαθάς εξέδωσε επίσης και ένα ιστορικό χρονικό 500 σελίδων, συγκλονιστικό ντοκουμέντο από τη ζωή, τους διωγμούς και την αντίσταση του ελληνισμού της ιδιαιτέρας του πατρίδας, με τίτλο “Γη του Πόντου” (1966).
«Σ’ άλλους καιρούς, πιο ειρηνικούς και ήσυχους» -γράφει στο οπισθόφυλλο της συλλογής χρονογραφημάτων του «Στο καρφί και στο πέταλο»- «δεν είχε μεγαλύτερη φιλοδοξία ο χρονογράφος παρά να αποσπάσει απ’ τον αναγνώστη του ένα χαμόγελο. Έτσι στο είδος αυτό αναδείχτηκαν, παλιότερα, δεξιοτέχνες του χιούμορ, ανάμεσα στους οποίους και γνωστότατοι λογοτέχνες μας που ανέβασαν την ποιότητα του είδους με ύφος λογοτεχνικό, λυρικό και φιλοσοφημένη παρατήρηση. Σήμερα, μαζί με πολλά που άλλαξαν στον τόπο μας, άλλαξε και το χρονογράφημα, που έγινε θετικότερο και ρεαλιστικότερο καθώς παρακολουθεί τη ζωή σ’ όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις της. Ζούμε σίγουρα σ’ εποχή μεγάλης κρίσης – κρίσης ηγεσίας, ηθικών αξιών, χαρακτήρων. Μέσα σε μια τέτοια εποχή ο συγγραφέας των σημειωμάτων αυτών νόμισε ότι είχε χρέος να παρακολουθεί από τη στήλη του στα «Νέα» τη ζωή εγγύτερα και ν’ ασκεί την κριτική του στους διάφορους τομείς. Υπογραμμίζοντας τα στραβά και τ’ ανάποδα, προσπάθησε να δείξει, με τον τρόπο του, το μη σωστό, άσχετα αν πολλές φορές ένιωθε – και νιώθει – ότι βροντά στων κουφών την πόρτα. Άδικος ο κόπος; Δεν είμαι τόσο απαισιόδοξος. Γιατί, άσχετα με το άμεσο αποτέλεσμα, νομίζω χρέος μου να συνεχίσω κατά τον ίδιο τρόπο στη δουλειά μου, πότε εύθυμα και πότε σοβαρά – μια στο καρφί και μια στο πέταλο – με τη βεβαιότητα ότι ο τόπος μας, οπωσδήποτε, δεν κατοικείται μόνο από κουφούς.»
«Πρωί – πρωί. Έν’ αυτοκίνητο γεμάτο σκίζει τους δρόμους της Αθήνας. Μισόγυμνοι είναι οι άνθρωποι. Με πρόσωπα χλομά κοιτάνε απ’ το παράθυρο, ζητώντας να χαρούν για ύστερη φορά τους δρόμους, τους ανθρώπους, τα κτήρια, τα τραμ, όλη αυτή την κίνηση μιας πόλης που λέγεται ζωή και φεύγει μπρος στα μάτια τους με γρηγοράδα. Κι οι πρωινοί διαβάτες βλέπουν. Μέσα οι Γερμανοί, με τα όπλα τους στα χέρια, γύρω – τριγύρω σε τούτα τα κορμιά που πάνε για σφαγή. Σαν πρόβατα. Τα μάτια απελπισμένα. Κι αν πρόφτασες να δεις, δεν θα ξεχάσεις ποτέ το παράπονο του ανθρώπου που του στερούνε τη ζωή, ενώ ακόμα μέσα του σφριγάνε οι χυμοί της και καίει ο πόθος να χαρεί τον ήλιο που ξεπροβάλλει φέρνοντας σ’ όλα τα άλλα πλάσματα της γης το φως και την ελπίδα. Άλλοτε έτσι. Άλλοτε βλέπεις άλλα. Απ’ τα παράθυρα του μαύρου φορτηγού κοιτάνε μάτια όλο πείσμα και απόφαση. Ξέρουν πως θα πεθάνουνε κι αυτοί, όμως κρατάνε την ύστερη αγωνία σφιχτά μέσα στα δόντια τους και βρίσκουν το κουράγιο να φωνάξουν: Έχετε γεια! Ένα χέρι ανεμίζει στον αέρα και χάνεται. Κλαις. Βλέπεις πως πάνε θαρρετά στον θάνατο αυτοί, γιατί πιστεύουνε βαθιά πως το ζεστό τους αίμα είναι ανάγκη να ποτίσει κάποιαν Ιδέα που τη λένε Λευτεριά κι έγραψαν οι νόμοι της ζωής να θρέφεται με αίμα για να ρίξει τους ανθούς. Δουλεύει στο Σκοπευτήριο Καισαριανής. Ποτάμι τρέχει το αίμα, ποτάμι τρέχουν τα δάκρυα στην Αθήνα. Απ’ όπου περνάτε, είπε ο Χίτλερ στους πιστούς του, θ’ αφήνετε πίσω σας μόνο μάτια να κλαίνε. Κι οι Γερμανοί που λατρεύουν τον θεό τους, κατά γράμμα κρατάν τις εντολές του. . .
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)