Το περιστατικό σημειώθηκε στις 21 Νοεμβρίου, λίγες μέρες αφότου τα ΜΑΤ έκαναν επίδειξη ισχύος στην ΑΣΟΕΕ και στα Εξάρχεια και προέβαιναν σε μαζικές συλλήψεις νεαρών που κατήγγειλαν ξυλοδαρμούς και απρόκλητες επιθέσεις.
Στη μιάμιση το μεσημέρι ο Π.Χ. (τα πλήρη στοιχεία του είναι στη διάθεση της εφημερίδας) είχε μόλις τελειώσει το μάθημά του στο ΙΕΚ Ακμή και περίμενε στη στάση του λεωφορείου δίπλα από το υπουργείο Πολιτισμού για να πάει στο σπίτι του στο Χαλάνδρι, όταν μέσα σε πέντε λεπτά δύο κλούβες σταμάτησαν μπροστά του. «Με πλησιάζει μια διμοιρία, με περικυκλώνουν 30 ΜΑΤατζήδες και μου ζητάνε την ταυτότητά μου. Τη δείχνω αλλά δεν τους αρκεί. Με στήνουν στη στάση με ανοιχτά χέρια και πόδια και μου κάνουν σωματικό έλεγχο».
Περικυκλωμένος από τριάντα άτομα, ο 20χρονος αρχίζει να φοβάται. «Μου έλεγαν ‘‘πότε βγήκες από τη φυλακή; Αν έχεις ναρκωτικά, πες το τώρα!’’. Μάταια ψέλλιζα ότι δεν έχω κάνει ποτέ φυλακή, ότι είμαι πρωτοετής σπουδαστής και ότι δεν έχω ναρκωτικά. Εκείνοι συνέχιζαν: ‘‘Ελα, λέγε, γιατί εκεί που θα σε στείλουμε θα τα μάθουμε όλα!’’. Τότε ένας με διατάζει: ‘‘Γδύσου. Θέλω να μείνεις με τις κάλτσες και το μποξεράκι’’».
Ο 20χρονος νιώθει ότι δεν έχει άλλη επιλογή, ένας αστυνομικός κάνει έλεγχο στο εσώρουχό του και σχολιάζει «Τώρα δεν ξέρω αν σου αρέσει αυτό…».
Τα χειρότερα δεν έχουν καν αρχίσει. «Ετσι όπως με είχαν γυμνό, με πλησιάζει κάποιος σε κοντινή απόσταση και μου λέει: ‘‘Βλέπεις, ρε αρχίδι, δεν έχω ούτε σήμα ούτε αριθμό. Αν θέλω σε σκοτώνω τώρα και σε στέλνω γυμνό στη μάνα σου’’».
Και όλα αυτά ακριβώς μπροστά στη στάση ενός λεωφορείου, όπου δίπλα περιμένει κόσμος. «Δεν παρενέβησαν, δεν ξέρω και τι έβλεπαν, σας λέω ότι είχα γύρω μου τριάντα ΜΑΤατζήδες. Κάποια στιγμή άκουσα μια κυρία να φωνάζει ‘‘τι κάνετε στο παιδί;’’ και κάποιος της απάντησε ‘‘φύγε από ’δώ, μωρή καργιόλα, μη σε σαπίσω στο ξύλο’’».
Ο σπουδαστής δεν αντιδράει στις χυδαίες προκλήσεις, δεν μιλάει καν, αλλά «κάποιος μου βάζει το κλομπ στην κοιλιά και μου λέει ‘‘Εχεις φάει ποτέ κλομπ; Συνέχισε έτσι και θα φας καλά’’».
Κάποια στιγμή τον αφήνουν να ντυθεί και του δίνουν εντολή να μπει στην κλούβα. «Εκεί είπα στον εαυτό μου ‘‘τελείωσες’’. Αν μου συμπεριφέρονταν έτσι μπροστά στον κόσμο, τι θα γινόταν όταν θα έμπαινα στην κλούβα; Γύρισα στον αστυνομικό που όλη αυτή την ώρα κρατούσε την ταυτότητά μου και του λέω ‘‘έχω έλλειψη ενζύμου, αν μυρίσω ναφθαλίνη θα πεθάνω’’ και τα επόμενα λεπτά τούς ακούω να λένε ‘‘καλύτερα όχι στην κλούβα, πηγαίντε τον στο πάρκινγκ!’’».
Τι κλούβα; Τι πάρκινγκ; Ο Π.Χ. το μόνο που σκέφτεται είναι ότι δεν θα γλιτώσει το ξύλο και οι αστυνομικοί παρατάσσονται δεξιά, αριστερά, μπρος και πίσω του και τον οδηγούν σε ιδιωτικό πάρκινγκ αυτοκινήτων στην οδό Μπουμπουλίνας, 500 μέτρα από τη στάση.
«Δεν κατάλαβα γιατί με πήγαν εκεί. Με είχαν στην είσοδο, όρθιο επί πολλή ώρα, ενώ κόσμος μπαινόβγαινε και έπαιρνε τα αυτοκίνητά του. Ο ιδιοκτήτης τού πάρκινγκ δεν αντέδρασε καθόλου, σαν αυτό που μου συνέβαινε να γίνεται καθημερινά».
Δέκα αστυνομικοί, που εναλλάσσονται σε βάρδιες, φυλάνε τον σπουδαστή που είναι ακουμπισμένος στον τοίχο και όποτε σηκώνει τα μάτια του, το βλέμμα τους είναι καρφωμένο πάνω του.«Δεν θα μας κοιτάς πάνω από δύο δευτερόλεπτα», του λένε, του απαγορεύουν να απαντήσει στο κινητό του και φωτογραφίζουν την ταυτότητά του. Κάποια στιγμή τού πέφτει η τσάντα και δύο αστυνομικοί της ΟΠΚΕ πιάνουν τα όπλα τους.«Είστε τρελοί; Πάτε να βγάλετε όπλο στο παιδί;», τους λέει ένας ΜΑΤατζής.
Ολη αυτή την ώρα ακούει ότι θα τον πάνε στη ΓΑΔΑ, αλλά όταν έρχεται το περιπολικό τον μεταφέρουν στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων. «Εκεί μετά από τρεις ώρες μου επιτρέπουν να μιλήσω στο κινητό μου και με διαβεβαιώνουν ότι σε πέντε λεπτά θα μπορώ να φύγω». Πράγματι σε λίγα λεπτά τού επιτρέπεται να αποχωρήσει, αλλά ο χλευασμός των αστυνομικών θα κρατήσει λίγο ακόμα. «Απ’ έξω είναι το περιπολικό που με μετέφερε και ρωτάω τους αστυνομικούς ‘‘πώς μπορώ να βγω στη λεωφόρο Αλεξάνδρας;’’. Μου δείχνουν το σημείο από το οποίο με έφεραν και όταν τους λέω ‘‘πάλι εκεί; Από κει ήρθα’’ γελούσανε μαζί μου…».
Ο Π.Χ. φοβάται ακόμα· όταν φεύγει από τη σχολή και περνάει μπροστά από αστυνομικούς, κοιτάζει αλλού. Νομίζει ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να περάσει τα ίδια και χειρότερα. «Και να σκεφτείτε ότι αστυνομικός ήθελα να γίνω…».
Το πάρκινγκ έχει τη δική του σκοτεινή ιστορία
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας νέος αναφέρει ότι μεταφέρεται στο πάρκινγκ της οδού Μπουμπουλίνας· το είχαν καταγγείλει ο Ζήσης και η Ειρήνη, οι φοιτητές που συνελήφθησαν στην περιοχή των Εξαρχείων μετά την πορεία για το Πολυτεχνείο.
«Στην αρχή μάς μετέφεραν σε ένα ιδιωτικό πάρκινγκ δίπλα στο υπουργείο Πολιτισμού. Ηταν και άλλοι πολλοί προσαχθέντες, μας φωτογράφιζαν, μας χλεύαζαν, μας έβαζαν να γονατίσουμε με δεμένα τα χέρια στη σειρά. Εβριζαν όποιον δεν γονάτιζε. Ηταν σαν να πηγαίναμε για εκτέλεση. Εγώ όταν είδα το γκαράζ είπα ‘‘δεν έχουμε ελπίδες’’. Οποιος τολμούσε να μιλήσει έτρωγε ξύλο. Εκεί μέσα πολλά παιδιά χτυπήθηκαν για ανεξήγητους λόγους. Μέτα από όλον αυτόν τον εξευτελισμό μάς μετέφεραν στη ΓΑΔΑ», είχε πει η Ειρήνη στην «Εφ.Συν.».
Στο ίδιο πάρκινγκ έχει αναφερθεί (omniatv) ο Λάμπρος Γούλας, περιγράφοντας τη σύλληψή του: «Κάναμε δεξιά στην Μπουμπουλίνας και λίγο πριν φτάσουμε στο υπουργείο Πολιτισμού ακούω τον έναν που λέει “μην τον πάτε στο υπουργείο, έχει κάμερες, βάλτε τον εδώ πέρα”», καθώς και η Ομάδα Νομικής Βοήθειας που παρέχει νομικές συμβουλές στους συλληφθέντες και έχει καταγράψει σωρεία παραβιάσεων θεμελιωδών δικαιωμάτων τους.
Οι καταγγέλλοντες υποστηρίζουν ότι το πάρκινγκ χρησιμοποιείται για να μπορούν στη συνέχεια οι αστυνομικοί να αναγνωρίζουν στα δικαστήρια τους προσαχθέντες, αφού τους έχουν φορτώσει με τις κατηγορίες της εξύβρισης, της αντίστασης κατά της αρχής κ.ά.
Οχι σε αστυνομικά τμήματα, ούτε στη ΓΑΔΑ, αλλά σε ένα πάρκινγκ στην οδό Μπουμπουλίνας, στην οδό που την περίοδο της χούντας ήταν η «ταράτσα» και τα υπόγεια των βασανιστηρίων της Ασφάλειας, εκεί άρχισε το μαρτύριο του Ζήση, της Ειρήνης, του Λάμπρου και άλλων νέων, εκεί τελείωσε το μαρτύριο του Π.Χ. Εκεί που, όπως φαίνεται, η «αναγκαστικότητα της βίας» αποτελεί την «κανονικότητα» που επαγγέλλεται η κυβέρνηση, αφήνοντας τα αστυνομικά όργανα να δρουν ανεξέλεγκτα και χωρίς αναστολές, καταρρακώνοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και διασπείροντας τον τρόμο.