Ο Αριστείδης Μόσχος , ο άφταστος δεξιοτέχνης στο σαντούρι, ο ακούραστος δάσκαλος της παραδοσιακής μας μουσικής, έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, 8 Νοεμβρίου 2001.
Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1930. Ήταν το πέμπτο από τα δέκα παιδιά της οικογένειάς του, που κατάγονταν από το Πεντάλοφο Μεσολογγίου.
«Το Αγρίνιο κατά το μεσοπόλεμο ήταν μια ακμάζουσα πολιτεία» έλεγε αυτοβιογραφούμενος. «Ήτανε οι αντιπροσωπείες ξένων εταιρειών καπνών. `Όταν το κρέας είχε 4 δραχμές, αυτά είχαν 120 η οκά. Λεφτά.
Ο πατέρας μου είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του στην Πεντάλοφο 400 στρέμματα χωράφια. Τα πούλησε, πήγε στο Αγρίνιο κι έκανε επιχειρήσεις. Είχε δυο κέντρα. Ένα Καφέ Αμάν κι ένα Καφέ Σαντάν. Στο πρώτο παίζανε Πολίτες, Σμυρνιοί, Αρμένηδες. Στο άλλο υπήρχε ευρωπαϊκή ορχήστρα της εποχής εκείνης. Ο πατέρας μου ήταν ένα κλαρίνο διακεκριμένο αλλά και πολυσύνθετο. Δεν περιοριζόταν να παίζει μόνο τσάμικα και τέτοια. `Επαιζε ρουμάνικα, ουγγαρέζικα, μαρς αμερικέν, βαλς, κύματα του Δουνάβεως… Ολα τα είδη. Έρχονταν στο μαγαζί να τον ακούσουν όλα τα μεγάλα ονόματα του Αγρινίου. Ζήτημα να έπαιζε ένα τέταρτο τη βραδιά. Ανέβαινε πάνω λιγάκι για να μη χάσει τους πελάτες. Και πέφταν χιλιάρικα. Για να τον πλησιάσουν από τα χωριά να του πουν να πάει να παίξει σε γάμους, έπρεπε να έχουν ένα γνωστό, ένα φίλο. Είχε τα λεφτά και τα αξιοποίησε.
Ο αδερφός μου ο μεγάλος, που έπαιζε και βιολί, είχε πάει τρεις-τέσσερις φορές στην Ευρώπη και έφερνε γυναίκες από το Φολί-Μπερζέ, το Μουλέν Ρουζ, το Καζινό ντε Παρί. Είχαμε πολλούς Γάλλους τότε εκεί κι έφερνε τις “σαντέζες”, που λέγαμε, τις γαλλίδες τραγουδίστριες. Από την άλλη, στο καφέ-αμάν έρχονταν συγκροτήματα από την Αθήνα.
Ο Σαλονικιός, ο Ογδόντας, η Ρίτα Αμπατζή, Μαρίκα Πολίτισσα, Εσκενάζη, Ρούκουνας, Μήτσος Αραπάκης, Καλλέργης. Κι όλα τα καλά σαντούρια. Τους άκουγα εγώ αλλά δε μου έκαναν εντύπωση. `Ημουνα και μικρός, 6-7 χρονών. Μέχρι που ήρθαν οι Ρουμάνοι. Θά ‘μουνα 8 χρονών. `Ηταν ένας Νέστορας Μπάτσι. Μεγάλωσα μέσα στη μουσική, έμαθα τα πάντα γύρω από τα είδη της, άκουσα όση μουσική δεν είχε ακούσει κανείς τότε και σε τέτοια ηλικία, αλλά όταν άκουσα αυτόν, μαγεύτηκα. Λέω “πατέρα θέλω σαντούρι”. Κλάματα, κακό. Για να αποφύγει, λέει σε έναν φίλο του επιπλοποιό “κάνε του ένα ψεύτικο”. Μου έκανε κάτι που έμοιαζε με σανίδα, το είδα εγώ – που είχα δει και το καλό το σαντούρι πώς ήτανε – καμία σχέση. Αναγκάστηκε και ήρθε ο μεγάλος μου αδερφός από την Αθήνα και μου έφερε σαντούρι. Ε, αυτό ήτανε».
Ο καλλιτέχνης, που με αφοσίωση υπηρέτησε για μισό και πλέον αιώνα την ελληνική μουσική παράδοση, έζησε αρκετές πίκρες και αγωνία για την υπόθεση της παραδοσιακής μουσικής εκπαίδευσης. Το όνειρο ζωής του, έγινε πραγματικότητα το 1985. Ήταν το Λαϊκό Σχολείο Παραδοσιακής Μουσικής, στο οποίο διδάσκονται δεκάδες μουσικά όργανα. Ωστόσο πολιτεία, δε συμμερίστηκε αυτή την προσπάθεια, καθώς πολλές ήταν οι φορές που το σχολείο βρέθηκε μπροστά σε τεράστια οικονομικά αδιέξοδα, με κίνδυνο να σταματήσει τη λειτουργία του. Κι αν αυτό αποτράπηκε ήταν χάρη στη συνεχή επίμονη και ακούραστη προσπάθεια του δασκάλου.
Στα 16 χρόνια λειτουργίας του αυτό το φυτώριο των εκατοντάδων σπουδαστών της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής – διαφόρων ηλικιών – έδωσε πολλούς επαγγελματίες μουσικούς, ενώ δημιούργησε το δικό του αξιόλογο συγκρότημα, που έχει εκπροσωπήσει πολλές φορές επάξια την Ελλάδα σε διάφορες διοργανώσεις στο εξωτερικό. Το συγκρότημα μαζί με το Αρ. Μόσχο έχει λάβει πολλές τιμητικές διακρίσεις από συλλόγους, σωματεία και δήμους.
«Το μόνο που έχω χορτάσει είναι βραβεία, περγαμηνές και λόγια», έλεγε και συμπλήρωνε: «Σε κάθε εθνική γιορτή ακούω λόγια μεγάλα: “Ο Μόσχος είναι ζωντανή παράδοση”, “Φυλάει Θερμοπύλες”. Του Ευαγγελισμού αναγκάστηκα να πω: “Καλά τα λέτε σήμερα. Όμως δεν ξέρω αν θα τα θυμάστε και αύριο ή θα τα ξαναθυμηθείτε πάλι στις 28 Οκτωβρίου”. Είμαι πολύ πικραμένος».