Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

 Αναζωογονημένο Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας

    Το 23ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, υπό τη σταθερή πλέον  καλλιτεχνική διεύθυνση της Κατερίνας Κασιούμη, αναδεικνύει και πάλι το..

    Το 23ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, υπό τη σταθερή πλέον  καλλιτεχνική διεύθυνση της Κατερίνας Κασιούμη, αναδεικνύει και πάλι το διεθνές του πρόσωπο, πρωτοποριακό, ερευνητικό αλλά και κλασικό,  με ομάδες από διαφορετικές χώρες και ποικιλία χορογραφιών.

Έτσι, η Καλαμάτα συνεχίζει να βρίσκεται στον ευρωπαϊκό χάρτη των πόλεων που προωθούν τον πολιτισμό καθώς, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Cultural and Creative Cities Monitor επιλέχτηκε, μεταξύ χιλίων ευρωπαϊκών πόλεων του Eurostat’s Urban Audit, στις 168 που επιδεικνύουν διαπιστωμένη συμμετοχή στην προώθηση του πολιτισμού και της δημιουργικότητας (μαζί με την Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα από ελληνικής πλευράς), καταλαμβάνοντας στην πληθυσμιακή κατηγορία της τη 15η θέση μεταξύ 64 ευρωπαϊκών πόλεων ως προς την «πολιτιστική της ζωντάνια».

Πέραν της επιτυχούς πορείας της Καλαμάτας ως την τελική τριάδα για Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2021 (και, ως την τελευταία στιγμή αδιαφιλονίκητο φαβορί) που δημιούργησε νέα πολιτιστικά ανοίγματα που απομένει να υλοποιηθούν σύντομα,  το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού της πόλης –το οποίο έφτασε αισίως στον 23o χρόνο λειτουργίας του-  της έχει προσδώσει εξέχουσα θέση  στον φεστιβαλικό χάρτη της Μεσογείου και την έχει καταστήσει πολιτιστικό προορισμό. Πράγματι, όπως σημειώνει και η Υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου στο εισαγωγικό της σημείωμα στο φετινό, δίγλωσσο, εξαίρετο Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Χορού το τελευταίο έχει αποδείξει με έμπρακτο τρόπο «τους όρους με τους οποίους το τοπικό καταφέρνει να ξεπεράσει τους γεωγραφικούς περιορισμούς, να απευθυνθεί στο σύνολο της χώρας και τελικά η απεύθυνση αυτή να γίνει διεθνής».

Από την παράσταση «Yama» της ομάδας Vetigo Dance Company

Η παραπάνω αξιολόγηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο δημιουργεί πρόσθετο βάρος στις δημοτικές της αρχές ως προς την γενικότερη προώθηση του πολιτισμού στην πόλη αλλά και καθήκον της Πολιτείας να υποστηρίξει τα μέγιστα το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού, μέρος όχι μόνον ενός ευρύτερου εκπαιδευτικού δικτύου που ανθεί στην πόλη αλλά και αφορμή για ανάπτυξη ενός ποιοτικού-πολιτιστικού διεθνούς τουρισμού.

Φέτος, το Μέγαρο Χορού Καλαμάτας, στην κεντρική του σκηνή ή στο στούντιο, βρίσκεται σε πλήρη άνθηση ενώ παράλληλες εκδηλώσεις λαμβάνουν χώρα  στο Πνευματικό Κέντρο, στο Θέατρο του Κάστρου αλλά και στις πλατείες της πόλης ή στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας. Ξένα και ελληνικά χορευτικά συγκροτήματα και ομάδες εναλλάσσονται με καταιγιστικούς ρυθμούς ενώ παράλληλα γίνονται προβολές στο αίθριο του Μεγάρου.

Μπαλέτο της Λορραίνης

Την έναρξη έκανε το πολυπρόσωπο «Εθνικό Χορογραφικό Κέντρο – Μπαλέτο της Λορραίνης» με τρεις διαφορετικής στόχευσης και είδους χορογραφίες. Η πρώτη, με τίτλο «Rose – variation» της Mathilde Monnier δημιουργήθηκε ως «Rose» το 2001 για το Βασιλικό Μπαλέτο της Σουηδίας και αναδημιουργήθηκε –με τον νέο τίτλο- για το Μπαλέτο της Λορραίνης το 2014, προσβλέποντας τώρα στην αποδόμηση του λεξιλογίου του κλασικού μπαλέτου. Είκοσι χορευτές, ντυμένοι στα ροζ – με κάποιους να σπάνε τη μονοχρωμία φορώντας λευκά- ακολουθούν τους ήχους της «Σονάτας για πιάνο αρ. 17» του Μπετόβεν που ερμηνεύει επί σκηνής, ντυμένος κι αυτός στα ροζ, ο Tanguy de Williencourt σε καλυμμένο στα ροζ πιάνο.  

Από την παράσταση «Rose- variation» του Εθνικού Χορογραφικού Κέντρου- Μπαλέτου της Λορραίνης.

Με σύγχρονα, μερικώς διαφοροποιημένα κοστούμια, οι χορευτές δημιουργούν αρμονικά γεωμετρικά σχήματα ενώ κάποιοι ξεφεύγουν για να δημιουργήσουν χορευτικά υποσύνολα επιδεικνύοντας την άψογη μπαλετική τεχνική τους. Η Ματίλντ Μονιέ χειρίζεται με αισθητικούς όρους και διαύγεια μια υφέρπουσα αποδόμηση των κλασικών όρων του μπαλέτου σε μια σκηνή που κατακλύζεται ενδυματολογικά και φωτιστικά στους ρομαντικούς τόνους του ροζ μη κρύβοντας την ελαφρά της ειρωνεία απέναντι στις κλασικές χορογραφίες.

Η σύντομη παλαιά (του 1980) χορογραφία της Τρίσα Μπράουν («Opal Loop / Cloud Installation #72503») που ακολούθησε έχοντας κάνει πρεμιέρα στην Εθνική Όπερα της Λορραίνης το 2015, ανέδειξε μια νέα δυναμική συνιστώντας «αυτοσχεδιαστική» πρόκληση για τους τέσσερις χορευτές βυθισμένους σταδιακά στην ομίχλη – γλυπτό του Φουτζίκο Νακάγια ενώ η τρίτη χορογραφία, η «Sounddance» του περίφημου Μερς Κάννινγχαμ αποτέλεσε την πραγματική αναμέτρηση των κλασικών χορευτών με τις πλέον μοντέρνες χορογραφίες παρόλο που η συγκεκριμένη χρονολογείται από το 1975 ενώ το Μπαλέτο της Λορραίνης την συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριό του μόλις το 2014.  Εδώ η μουσική του Ντέηβιντ Τιούντορ δημιουργεί συνεχείς εντάσεις καθώς οι χορευτές ξεπετιούνται πίσω από ένα χρυσό παραπέτασμα-πολύπτυχη κουρτίνα εισβάλλοντας στη σκηνή με απογειωτικό ρυθμό έως ότου αναρροφηθούν ξανά πίσω από την κουρτίνα.

Από την παράσταση «Opal Loop/cloud Installation» του Εθνικού Χορογραφικού Κέντρου- Μπαλέτου της Λορραίνης

 

Παρά τον δυναμισμό και την άψογη τεχνική, οι χορευτές δεν μπόρεσαν να απαλλαγούν από την κλασική μπαλετική τους εκπαίδευση και, αντί να αποδώσουν την κοφτή, μοντέρνα κινησιολογία που απαιτούσε η χορογραφία, στρογγύλευαν τις αιχμές είτε με την κούρμπα της πατούσας είτε με τη θέση των δακτύλων του χεριού και την κάμψη του καρπού που πρόδιδαν την καταγωγή τους αλλά και λείαιναν τον δυναμισμό της συγκεκριμένης χορογραφίας.

Από την παράσταση «Sounddance» του Εθνικού Χορογραφικού Κέντρου- Μπαλέτου της Λορραίνης

Η παρουσία, ωστόσο, το γαλλικού σχήματος, δεν παύει να αποτελεί μια εντυπωσιακή έναρξη σε ένα Φεστιβάλ φιλόξενο σε κάθε μορφή χορού, κλασικίζουσα ή εναλλακτική.

Ρασίντ Ουραμντάν και Εθνικό Χορογραφικό Κέντρο της Γκρενόμπλ.

Την  εναλλακτική μορφή χορού πρόσφερε μια άλλη γαλλική εθνική χορευτική ομάδα, εκείνη της Γκρενόμπλ, με το «Tordre» («συστρέφω») που δημιούργησε και χορογράφησε ο πολύς Rachid Ouramdane.

Δύο χορεύτριες επί της σκηνής του Στούντιο του Μεγάρου, με μετρημένη, σχεδόν περιπατητική, αρχικά κινησιολογία ως ντουέτο θα προχωρήσουν στα σόλο του  όπου η κάθε μια θα προχωρήσει σε μια σε βάθος αναζήτηση του δικού της εαυτού μέσω της κίνησης. Τα δύο διαφορετικά σώματα φαινομενικά δεν συναντιούνται πουθενά. Ωστόσο, η κάθε μία εξωτερικεύει τη δική της αναμέτρηση με το σώμα της, με τους δικούς της δαίμονες, με το χειρισμό αυτού που συνιστά αιτία φυγής από και αποδοχής του εαυτού. Και νομίζω ότι στο τέλος υπάρχει η συνάντησή τους μέσω μιας αμοιβαίας αποδοχής που σημαίνει και αποδοχή του εαυτού.

Από την παράσταση «Tordre» της Χορευτικής Ομάδας της Γκρενόμπλ

Η Βρετανή Άννι Χάναουερ έχει πρόσθετο χέρι και αυτό αποτελεί αναγκαία προέκταση του φυσικού της σώματος. Επομένως, η χορογραφία της θα πρέπει να διευθετήσει την ιδιαιτερότητα, το αρχικά ξένο θα πρέπει να εναρμονιστεί με το σύνολο, να συνομιλήσει πραγματικά με το άλλο χέρι, τα δικά του δύο μηχανικά δάκτυλα να συνταιριάξουν με τα πέντε του κανονικού χεριού μέσα από μια ευθραυστότητα, απόλυτη εσωτερικότητα, τελική αρμονία.

Στην αντίπερα όχθη, η Λιθουανή Λόρα Γιοντκιτέ δεν «χορεύει» με την κλασική έννοια αλλά περιδινείται ασταμάτητα, με εναλλαγές και διαφοροποιήσεις, αλλά ευρισκόμενη διαρκώς σε ένα στροβίλισμα, τη συστροφή του τίτλου, μοιάζοντας να μην επικοινωνεί με τη σκηνή, με το κοινό, αλλά σαν να έχει περιπέσει σε πραγματική κατάσταση έκστασης η οποία οδηγεί έξω και πέρα από τον εαυτό παραπέμποντας σε πνευματιστικές πρακτικές όπως αυτές των αυθεντικών περιστρεφόμενων δερβίσηδων. Ένα κείμενο που ακούγεται προς το τέλος εξηγεί ότι σε αυτή την περιδίνηση η Λόρα εύρισκε από μικρή στήριξη και παρηγοριά. Το αποτέλεσμα πάντως είναι μια εντυπωσιακή δεξιοτεχνική χορογραφία που στην επαναληπτικότητα και διάρκειά της κρύβει-αποκαλύπτει μια διαφορετικού είδους επανερχόμενη «πληγή» και ταυτόχρονα την ίασή της μέσω της δύναμης του σώματος.

Μια παράσταση που στην εξέλιξή της συν-κίνησε πολλαπλά τους θεατές.

 

Noa Wertheim – Vertigo Dance Company

Η ουσιαστικά μοντέρνα χορογραφία ήλθε ωστόσο, μέχρι στιγμής, από το Ισραήλ με το «Yama» (2016) της Νόα Βέρτχαϊμ η οποία, μαζί με τον σύζυγό της Άντι Σά’αλ είναι συν-ιδρύτρια (1992) της Ομάδας Vertigo με έδρα την Ιερουσαλήμ.

Πρόκειται για μια θεαματική όσο και απόλυτα συντονισμένη παράσταση με εννέα χορευτές ντυμένους στα μαύρα αλλά με διαφοροποιήσεις καθώς τα σαλβάρια των αντρών δεν ήσαν ομοιόμορφα ενώ οι φούστες-φορέματα των γυναικών κινούνταν από λιτές γραμμές έως με πλούσιους φραμπαλάδες δίνοντας έτσι διαφορετική αίσθηση στις όποιες ομοιόμορφες κινήσεις τους.

Από την παράσταση «Yama» της ομάδας Vertigo Dance Company

Οι τρεις τοίχοι της Κεντρικής σκηνής του Μεγάρου, απαλλαγμένης από το όποιο σκηνικό αντικείμενο,  ήσαν επίσης καλυμμένοι με μαύρα. Χορογραφία εμπνευσμένη, με συνεχείς εναλλαγές, σταδιακές εισόδους όλων των χορευτών και διακριτικές εξόδους ώστε μικρά υποσύνολα να δημιουργούν χορευτικές καταστάσεις που έθεταν τον θεατή σε αναμονή για το συμβάν. Κινησιολογία βουβά εκρηκτική που, υπό τους ήχους της εκπληκτικής, γεμάτης ένταση σύγχρονης αλλά και μυστηριακής,  με ανατολίτικες αιχμές μουσικής του Ran Bagno, δανειζόταν στοιχεία από διαφορετικούς χορούς (συρτάκι, τάνγκο, κ.ά.)  που τα σώματα σχημάτιζαν χορευτικά ως υποψία, αφήνοντας τους  σύντομα να εκπνεύσουν μέσα σε μια νέα χορογραφία. Αυτά είναι ελάχιστα περιγραφικά στοιχεία από το θέαμα-εμπειρία που προσέφερε η Ομάδα Vertigo. Στο τέλος, όπως οι ρυθμοί, οι διαφορετικοί χοροί, οι κινήσεις έλιωναν μέσα σε κάτι άλλο που γεννιόταν, έτσι μια χορεύτρια, αφού την αλείψουν με μια κολλώδη ουσία, καθώς χορεύει θα αρχίσει αυτή να λιώνει, να αποκόπτεται από το σώμα της, σαν το ίδιο της το σώμα να διαλύεται, παραπέμποντας στην περίφημη παράσταση του Ρομέο Καστελλούτσι «Hey Girl!» (2006).

Από την παράσταση «Yama» της ομάδας Vertigo Dance Company

Μια από τις ωραιότερες χορευτικές εμπειρίες που μπορώ να θυμηθώ για την πρωτότυπη κίνηση, τον δυναμισμό, την ικανότητα να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή έως την τελευταία στιγμή.

Αντιγόνη Γύρα και Κινητήρας

Μια παράσταση «δρόμου», ο «Ανύποπτος χρόνος» της Αντιγόνης Γύρα στηρίζεται στην οργάνωση-χωροθέτηση-χορογράφηση πλήθους σε δημόσιο χώρο. Πράγματι, μια ομάδα επαγγελματιών και ερασιτεχνών που συνεργάζονται με τον «Κινητήρα», διάσπαρτη αρχικά ανάμεσα στον κόσμο,  κινήθηκε κυκλικά στην κεντρική πλατεία της Καλαμάτας δημιουργώντας έναν όγκο που άλλαζε κατεύθυνση ενώ μεμονωμένα  μέλη του ακολουθούσαν είτε ανάποδη πορεία είτε ξέφευγαν για λίγο από τον κυρίως όγκο, επιδιδόμενα σε μικρές χορευτικές περφόρμανς. Οι εναλλαγές απειροελάχιστες και χωρίς συγκεκριμένη νοηματοδότηση παρά το γεγονός ότι στη δραματουργία συνεργάστηκαν η Άννα Τσίχλη και ο Χρήστος Πολυμενάκος, στο ομώνυμο ποίημα του οποίου οφείλει την έμπνευσή της η όλη δημιουργία. Σε κάποια στιγμή, είναι αλήθεια, μοιράζονται σε κάποιους θεατές ή τυχαίους περαστικούς μικρά χαρτάκια ποικίλης προέλευσης με πάνω τους γραμμένους κάποιους στίχους. Είναι αυτό αρκετό; Και σε ποιους δίνονται; Οι συμμετέχοντες δεν θα πρέπει να έχουν ξεχωρίσει τους θεατές τους από τους αδιάφορους περιπατητές που κοντοστέκονται, απορούν, λαμβάνουν τα άχρηστα γι’ αυτούς χαρτάκια χωρίς να έχουν ουδόλως ενταχθεί στο δρώμενο;

Από την παράσταση «δρόμου» «Ανύποπτος χρόνος» της Αντιγόνης Γύρα

Ναι, αυτό το χορογραφημένο πλήθος ως ακατέργαστος όγκος μπορεί να μην είναι πρωτότυπο ως ιδέα, έχει όμως το ενδιαφέρον του όπως ενδιαφέρον είχαν οι κάποιοι μετασχηματισμοί του σε αλυσίδες που αυτό-διαρρηγνύονται. Ενδιαφέρον επίσης ο τρόπος με τον οποίο κάποια στιγμή βγάζουν από τσάντες και σακίδια άσπρες διαφανείς φόρμες και τις φορούν ο καθένας με διαφορετικό ρυθμό και τρόπο για να επανασυνταχθούν στη συνέχεια και να συνεχίσουν την κυκλική ή τεθλασμένη πορεία τους. Όμως, και πάλι, ένα τέτοιο δρώμενο, αρκετά εκτενές σε διάρκεια,  θα έπρεπε να γίνεται σαφέστερο στο μήνυμά του – αν ήθελε να έχει κάποιο. Και, σε τελευταία ανάλυση, ένα δρώμενο σε δημόσιο χώρο, αποκτά αξία όταν βρίσκει τρόπους να εντάσσει έξυπνα τους διαφορετικής προέλευσης, ηλικίας, εξοικείωσης με τέτοια θεάματα  θεατές του στην υπόθεση που υπηρετεί. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη τελικά στη δράση του «Κινητήρα» ματαιώνοντας την προσμονή.

Το Φεστιβάλ Χορού συνεχίζεται και τις επόμενες μέρες υποσχόμενο νέες διεθνείς –και ελληνικές – εκπλήξεις.

 

© φωτογραφιών: Arno Paul  (Rose-variation, OpalLoop),  Laurent Philippe (Sounddance), Patrick Imbert (Tordre), Gadi Dagon (Yama), Έκτωρ Τσατσούλης (Ανύποπτος χρόνος)

 

* Καθηγητής Σημειωτικής του Θεάτρου και Θεωρίας της Επιτέλεσης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών.

Απόψεις