Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

59ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Οι οργισμένοι Βαλκάνιοι (μέρος πρώτο)

Περνάς τα Τέμπη και το τοπίο αλλάζει. Φτάνεις Θεσσαλονίκη και μυρίζει στον αέρα… Η πόλη που φιλοξενεί ένα από τα..

Περνάς τα Τέμπη και το τοπίο αλλάζει. Φτάνεις Θεσσαλονίκη και μυρίζει στον αέρα… Η πόλη που φιλοξενεί ένα από τα σημαντικότερα διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου της γηραιάς ηπείρου είναι μια βαλκανική πρωτεύουσα. Και ένα από τα πιο πετυχημένα τμήματα του φεστιβάλ – αν κρίνει κανείς από τη συμμετοχή του κοινού, τις προβολές που είναι σχεδόν όλες sold out  και τις ουρές που σχηματίζονται μπροστά στα ταμεία σε αναμονή κάποιας ακύρωσης – είναι το βαλκανικό. Με διαρκή παρουσία τα τελευταία χρόνια 24 χρόνια, προβάλει  κάθε φορά τις καλύτερες πρόσφατες παραγωγές των βαλκανικών χωρών, φέρνει στη Θεσσαλονίκη νέους βαλκάνιους δημιουργούς για να συνομιλήσουν με το κοινό και κάθε χρόνο έχει ένα θεματικό αφιέρωμα στον κινηματογράφο των Βαλκανίων. Φέτος, με τον τίτλο «Πριν από το κύμα» έγινε μια εκτενής παρουσίαση  οκτώ ρουμανικών ταινιών του προηγούμενου αιώνα, μικρά διαμάντια μεγάλων δημιουργών που χάραξαν το δρόμο για τον σύγχρονο ρουμάνικο κινηματογράφο, μία από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές κινηματογραφικές σχολές του 21ου αιώνα.

Για δέκα μέρες στην αίθουσα «Σταύρος Τορνές» στην Αποθήκη 1 του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, το χώρο που στεγάζει μαζί με τον κινηματογράφο «Ολύμπιον» το φεστιβάλ, προβλήθηκαν δέκα μεγάλου μήκους  ταινίες από γνωστούς και άγνωστους δημιουργούς. Ταινίες που αφηγούνταν ιστορίες από αυτή την απομακρυσμένη γωνιά της Ευρώπης που ζει στο δικό της χρόνο, ιστορίες που φέρουν τα σημάδια πολέμων, εμφύλιων συγκρούσεων και μιας άγριας οικονομικοκοινωνικής αναπροσαρμογής που οδήγησε ολόκληρους πληθυσμούς στα όρια τους και στη μετανάστευση. Απόψεις και θέσεις αντικρουόμενες για αυτό που ήταν κάποτε μια κοινή πατρίδα, κριτική ματιά στο παρόν και το παρελθόν κοινωνιών που αγωνίζονται να ξανα-βρουν την ταυτότητα τους.

Στο πρώτο μέρος δυο ταινίες από δυο πρώην γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες – το Μαυροβούνιο και το Κοσσυφοπέδιο. Δυο διαφορετικές ματιές, η μία να εστιάζει στο παρόν και η άλλη να θέλει να καταγράψει το πρόσφατο παρελθόν.

Έχεις τη νύχτα – You have the night

Σκηνοθεσία: Ιβάν Σάλατιτς

Πρωταγωνιστούν: Τζάσνα Ντζούριτζικ, Μπόρις Ισάκοβιτς, Νικόλα Μανόλτζοβιτς

Η Σάντζα χάνει τη δουλειά που είχε σε ένα κρουαζιερόπλοιο της Αδριατικής. Αφού περιπλανιέται στους δρόμους του Μπάρι αποφασίζει να γυρίσει στο μόνο μέρος που έχει: το σπίτι της σε μια παραλιακή πόλη στο Μαυροβούνιο. Εκεί θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τη θλίψη, την απόγνωση και τα  αδιέξοδα μιας κοινωνίας που αιμορραγεί: τα ναυπηγεία που συντηρούσαν την κοινότητα και ήταν σημείο αναφοράς για τους κατοίκους της πτώχευσαν, η προκυμαία είναι άδεια και οι άνθρωποι κυκλοφορούν σαν φαντάσματα ανάμεσα στα κτίσματα από μπετόν που καλύπτονται σιγά – σιγά από φυτά, δίνοντας στο τοπίο μια δυστοπική νότα.

Οι ανθρώπινες σχέσεις αποτυπώνουν τη διάλυση: χωρισμένοι γονείς που δεν ξέρουν πώς να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, παιδιά που δεν ψάχνουν πια τίποτα γιατί δεν υπάρχει τίποτα να βρουν. Σπίτια που μοιάζουν με ενοικιαζόμενες θερινές κατοικίες το χειμώνα, χωρίς κανένα στοιχείο που να προσδίδει οικειότητα. Ένας ζοφερός κόσμος δοσμένος σε όλους τους τόνους του μπλε, του πράσινου και του γκρι.

Η αφήγηση της ταινίας είναι ελλειπτική: γυρισμένη καθώς είναι στην γενέθλια πόλη του σκηνοθέτη, η κάμερα της  περιπλανιέται ανάμεσα στα πρόσωπα και τα τοπία χωρίς να δίνει εξηγήσεις, αφήνοντας να μιλήσουν τα κάδρα από μόνα τους. Όμορφα πλάνα που προσπαθούν να συμπυκνώσουν την πραγματικότητα της βαλκανικής περιφέρειας, χωρίς όμως πάντα να το καταφέρνουν. Μια φιλότιμη προσπάθεια να καταγραφεί ποιητικά η βαρβαρότητα της νεοφιλελεύθερης επέλασης μέσα από τις οικείες φιγούρες ενός πρόσφατου παρελθόντος που μοιάζει τραγικά μακρινό.

Άγριος Νοέμβρης – Cold November

Σκηνοθεσία: Ισμέτ Σιζαρίνα

Πρωταγωνιστούν:  Κουστρίμ Χότζα, Αντριάννα Ματόσι, Εμίρ Χατζιαφιτζμπέγκοβιτς

Η πρώτη ταινία της μικρής χώρας που στάθηκε η αφορμή για την ΝΑΤΟϊκή επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία που δεν ασχολείται με την περίοδο του πολέμου, το 1999, αλλά πάει λίγο πιο πίσω, το 1992, την εποχή που οργανώθηκε το κίνημα της παθητικής αντίστασης των Κοσσοβάρων ενάντια στην κεντρική διοίκηση της Γιουγκοσλαβίας του Μιλόσεβιτς, με την οργάνωση παράλληλων υποστηρικτικών κοινωνικών δομών και τελικό στόχο της την απόσχιση και ανεξαρτησία του Κοσσόβου. Καθώς η Γιουγκοσλαβία έχει ήδη αρχίσει να διαλύεται, με τον πόλεμο να μαίνεται στην Κροατία, οι Κοσσοβάροι επιλέγουν να παραιτηθούν από τις κρατικές υπηρεσίες με τίμημα τον μισθό τους. Μοιάζουν σίγουροι πως αυτό δεν θα κρατήσει πάνω από δυο μήνες και οι Αμερικάνοι με την Ευρωπαϊκή Ένωση θα σπεύσουν να τους βοηθήσουν, όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περίμεναν. Πολλές οικογένειες οδηγούνται σε οικονομικό αδιέξοδο,  σε σπίτια χωρίς φαγητό και θέρμανση, ενώ ο χειμώνας έρχεται βαρύς.

Ο Φαντίλ θα ακολουθήσει μια άλλη οδό: σκεφτόμενος την αγαπημένη του γυναίκα, τα δυο τους παιδιά και τον παράλυτο πατέρα του, αποφασίζει να μην υποβάλει παραίτηση και να συνεχίσει να εργάζεται στην υπηρεσία αρχείων όπως και πριν. Αυτό τον φέρνει σε αντιπαράθεση με τους συμπατριώτες του, που τον περιθωριοποιούν – έως και ο μπατζανάκης του σταματάει να του μιλάει – και τον απειλούν, ενώ οι σχέσεις του με τους σέρβους προϊστάμενους του επιδεινώνονται καθημερινά.

Η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια κάθοδος του πρωταγωνιστή της στην κόλαση.  Ο Φαντίλ έχει μπλεχτεί στο δίκτυ της εθνικιστικής διαμάχης χωρίς να το επιλέξει, καθώς γι’αυτόν πρώτη και βασική αξία είναι η οικογένεια του, το ταίρι του που λατρεύει, ο έφηβος γιος του που παλεύει να τον μάθει να παίζει μουσική, η μικρή του κόρη, ο ανάπηρος πατέρας του. Αισθάνεται ανήμπορος όταν τον καλούν να διαλέξει ανάμεσα σε αυτούς και την εθνική του αξιοπρέπεια και, εκμηδενισμένος από την τροπή που έχουν πάρει οι σχέσεις του με τους σέρβους συνάδελφους του, ζει μια καθημερινή βαναυσότητα εκβιασμών και από τις δυο πλευρές που προσπαθεί να απαλύνει η γυναίκα, η οποία και τον είχε προτρέψει στην αρχή να μην παραιτηθεί.

Απ’όπου και να πιάσει κανείς την ιστορία των τελευταίων δεκαετιών σ’αυτό το μέρος που κάποτε ήταν Γιουγκοσλαβία, πονάει. Κι υπάρχουν τόσες ιστορίες και τόσα βιώματα μάλλον όσα και οι κάτοικοι της. Ο καθένας επιλέγει τη δική του οπτική για να αφηγηθεί την Ιστορία και την ιστορία του. Την οπτική του πολυπολιτισμικού σχήματος ή αυτή της εθνικής διαφοράς. Στο Κοσσυφοπέδιο, μια ακόμα πολύπαθη γωνιά της παλιάς ομοσπονδίας, η κυριαρχούσα οπτική είναι μάλλον η εθνικιστική. Σε αυτό το σημείο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως ο Σιζαρίνα έκανε αρκετά βήματα στο να προσεγγίσει την άλλη πλευρά: καταγράφει με τρυφερότητα τη σχέση της Μπιάνκα, της Σέρβας προϊστάμενης του Φαντίλ, με τον πατέρα του με τον οποίο ήταν για χρόνια συνάδελφοι και αγαπημένοι φίλοι και την προσπάθεια της να προφυλάξει τον Φαντίλ. Και με χιούμορ τον εφηβικό πόθο του έφηβου γιου του Φαντίλ για την όμορφη Σέρβα που ζει στον επάνω όροφο και αναζητάει απεγνωσμένα τον γάτο της. «Ακόμα και μέσα στη δίνη του πολέμου, ένας νεαρός Κοσσοβάρος μπορεί να γοητευτεί από μια όμορφη Σέρβα» είπε ο σκηνοθέτης απαντώντας σε ερώτηση μετά την προβολή της ταινίας του στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Σφιχτό, κλειστοφοβικό γύρισμα, μια μουντή χρωματική παλέτα με την ώχρα να κυριαρχεί, εσωτερικά πλάνα μέσα σε κτίρια, εκεί που δυναμώνουν ή διαλύονται οι ανθρώπινες σχέσεις, μια ιστορία που προσπαθεί να ξεφύγει από την πεπατημένη. Δυνατή η ερμηνεία του πρωταγωνιστή Κουστρίμ Χότζα, γνωστού από τη συμμετοχή του σε πολλές αμερικάνικες σειρές. Ατυχής η επιλογή του πολύ γνωστού ηθοποιού – πλην όμως εθνικιστή Βόσνιου – Εμίρ Χατζιαφιτζμπέγκοβιτς στο ρόλο του αδίστακτου σέρβου προϊστάμενου του Φαντίλ ως προς το μήνυμα που περνάει – μια εμπορική επιλογή για να υπάρχει ένας σταρ την ταινία, όπως είπε ο σκηνοθέτης σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Γιάννη Κόντο.

http://yanniskontos.blogspot.com/2018/10/ismet-sijarina-i-want-to-make-piece-of.html

 

Απόψεις