Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Χρήστος Καρούζος: Ένας σπουδαίος αρχαιολόγος – υπερασπιστής της πολιτιστικής κληρονομιάς μας

Ο Χρήστος Καρούζος πρωτοστάτησε, μαζί με άλλους 21 Εφορους και επιμελητές Αρχαιοτήτων στην επιχείρηση – άθλο των εργαζομένων, αρχαιολόγων, φυλάκων, εργατών και φοιτητών εθελοντών για την απόκρυψη και διάσωση των αρχαιοτήτων την περίοδο της κατοχής

Στις 30 του Μάρτη 1967, σε ηλικία 67 χρόνων, έφυγε από τη ζωή ο διακεκριμένος αρχαιολόγος Χρήστος Καρούζος.
Ο Χρήστος Καρούζος
Ο Χρήστος Καρούζος γεννήθηκε στην Άμφισσα  στις 14 Μάρτη 1900,  ήταν γιός του Ιωάννη Καρούζου και της Βιολέτας Στασινού. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, σε ηλικία 16 χρονών, έρχεται στην Αθήνα και εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών (1916) και ταυτόχρονα προσχωρεί στον Εκπαιδευτικό Ομιλο όπου αρχίζει τον αγώνα του για την Παιδεία και την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας μαζί με τον Δημήτρη Γληνό. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία και συνέχισε τις σπουδές του, για δυο χρόνια (1928 – 1930), στο Μόναχο και το Βερολίνο.  Το 1931 παντρεύτηκε την επιφανή Αρχαιολόγο Σέμνη Παπασπυρίδη. Το 1925 ο Χρήστος Καρούζος γίνεται Εφορος Αρχαιοτήτων. Με την έκρηξη του πολέμου μπήκε επιτακτικά το ζήτημα της προστασίας των αρχαιοτήτων. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία, υπακούοντας στη γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης Μεταξά, να αποφεύγεται καθετί που θα μπορούσε να θεωρηθεί προπαρασκευή για πόλεμο, δεν είχε λάβει κανένα μέτρο προστασίας των αρχαίων σε περίπτωση σύγκρουσης με την Ιταλία.  Δυο μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου συστάθηκε επιτροπή για την προστασία του περιεχομένου του Νομισματικού Μουσείου. Στις 11 Νοέμβρη 1940 η Διεύθυνση Αρχαιολογίας του Υπουργείου Παιδείας εκδίδει εγκύκλιο με τίτλο και περιεχόμενο: «Γενικαί τεχνικαί οδηγίαι δια την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναέριους κινδύνους», με λεπτομερείς οδηγίες για τον τρόπο προστασίας των αρχαίων. Αμέσως κινητοποιήθηκαν οι 22 Εφοροι και επιμελητές Αρχαιοτήτων, ανάμεσά του ο Χρήστος Καρούζος, η γυναίκα του Σέμνη και ο Γιάννης Μηλιάδης, ο μετέπειτα Εθνοσύμβουλος στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ),  και οι καθηγητές Πανεπιστημίου, Αναστάσιος Ορλάνδος, Διευθυντής του Εθνικού Μουσείου και Γεώργιος Σωτηρίου, Διευθυντής του Βυζαντινού Μουσείου.   Με υπουργικές αποφάσεις σχηματίζονται Επιτροπές Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων 18 μουσείων του Κράτους. Η επιχείρηση – άθλος των εργαζομένων, αρχαιολόγων, φυλάκων, εργατών και φοιτητών εθελοντών για την απόκρυψη και διάσωση των αρχαιοτήτων έχει αρχίσει. Μέχρι τον Μάη του 1941, λίγο πριν μπουν τα γερμανικά στρατεύματα στην Αθήνα, η επιχείρηση είχε τελειώσει. Ο Χρήστος Καρούζος συμμετείχε  στις Επιτροπές των Μουσείων Κεραμικού, Πειραιά, Θηβών και Χαλκίδας. Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στην Ελλάδα, συνέχισε τις εργασίες του, όπως και προπολεμικά. Διευθυντής του ήταν ο αρχαιολόγος Βάλτερ Μπρέντε, φανατικός ναζί, βαθμοφόρος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, με το βαθμό του τοπικού αρχηγού για την Ελλάδα, που μέριμνά του ήταν η εξυπηρέτηση των σκοπών του κατακτητή. Τα στρατεύματα κατοχής, αμέσως μετά την εισβολή τους, δημιούργησαν ειδική στρατιωτική «Υπηρεσία Προστασίας της Τέχνης»! Προϊστάμενος αυτής της υπηρεσίας ορίστηκε ο αρχαιολόγος – συνταγματάρχης Χανς Ούρλικ φον Σκόνεμπεργκ, ο οποίος ασχολήθηκε ειδικά με τα ρωμαϊκά μνημεία της Θεσσαλονίκης. Ο Χρήστος Καρούζος , σε συνέντευξή του στο περιοδικό «ΜΕΝΤΩΡ» της Αρχαιολογικής Εταιρείας (16 Ιούνη 1945), υπογραμμένη με τα αρχικά Μ.Α.Β., διηγείται:

«Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, οι αρχαιολόγοι τους απαιτήσανε πρώτα – πρώτα να ανοίξουμε αμέσως τα μουσεία, λέγοντας στην αρχή πως ο πόλεμος τελείωσε πια, ύστερα πως τα αρχαία θα πάθουν κρυμμένα, ύστερα πως στον πόλεμο οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στην τέχνη. Η επίμονη αντίσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας μας, γλύτωσε τα σπουδαιότερα μουσεία μας από την καταστροφή και τη λεηλασία. Γιατί όπου βρήκαν ευκαιρία, όχι πολύ συχνά ευτυχώς, τα έκαμαν και τα δύο. Πέτυχαν να ανοίξουν το Μουσείο του Κεραμικού, που το είχαν κάμει αυτοί: Σε λίγες μέρες Γερμανοί αξιωματικοί έκλεψαν μπροστά στα μάτια του Γερμανού αρχαιολόγου , που τους οδηγούσε, έναν ωραίο πήλινο αρχαϊκό πίνακα, με παράσταση πρόθεσης του νεκρού. Σε διάφορα άλλα επαρχιακά Μουσεία (Μέγαρα, Θήβα, Χαιρώνεια, Τανάγρα, Αλμυρό, Λάρισα, Βέροια, Θέρμο, Κόρινθο, Αργός, Δήλο, Σίφνο, Κνωσό, Χανιά, Σάμο), Γερμανοί και Ιταλοί, αφού μπήκαν ή εγκαταστάθηκαν στα μουσεία, αλλού έσπασαν βιτρίνες και αποθήκες, αλλού έκαψαν την ξυλεία, αλλού πήραν ό,τι αρχαία μπόρεσαν. Οι φύλακές μας στάθηκαν όλοι, σχεδόν, αξιοθαύμαστα πιστοί στο καθήκον τους, με κίνδυνο όχι μόνο της δικής τους ζωής, αλλά και όλου του σπιτιού τους. Μερικά έπαθαν ανεπανόρθωτες καταστροφές για να κάμουν αυτοί τα «απόρθητα» οχυρώματά τους (Βασιλικός τάφος Κνωσού, Ακρόπολη Ασίνης, βωμός ανακτόρου Τίρυνθος, Ναός Ποσειδώνος – Σούνιο, ανατίναξη του Λαβυρίνθου της Γύρτυνος, του μινωικού βασιλικού τάφου των Ισοπάτων, τείχη του Κόνωνος). Η Αρχαιολογική μας Υπηρεσία δεν άφησε καμία ευκαιρία που να μην απευθυνθεί στη στρατιωτική τους «υπηρεσία προστασίας της τέχνης» και να τους καταγγείλει, με σπάνια παρρησία και με πολύ έντονα έγγραφα, τα εγκλήματα τους. Οι αρχαιολογικοί σταυρωτήδες, όμως, που υπηρετούσαν εκεί, μόνη έγνοια είχαν το πώς θα γλιτώσουν το μέτωπο. Η γενναιότητά τους ξεθύμαινε με έγγραφα απερίγραπτης τραχύτητας και θρασύτητας, με τα οποία κατά κανόνα έριχναν πάντα την ευθύνη στους Ελληνες και φοβέριζαν τους αρχαιολογικούς μας υπαλλήλους για τη δυσφήμιση του στρατού κατοχής. Αρκετοί φύλακες φυλακίσθηκαν και βασανίστηκαν, επειδή είχαν τολμήσει να κάμουν τέτοιες καταγγελίες. Ας αφήσουμε τις παράνομες λαθραίες ή τις φανερές ανασκαφές τους».

Ο Βυζαντινολόγος Μαρίνος Καλλιγάς (1906 – 28.3.1985)
Στη διάρκεια της κατοχής ο Χρήστος Καρούζος αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (1942) και μαζί με τον Μαρίνο Καλλιγά, τον Γιάννη Μηλιάδη και άλλους αγωνιστές μέλη του ΕΑΜ Αρχαιολόγων, μαζί με τον καθημερινό αγώνα να εμποδίσουν τις καταστροφές και τις λεηλασίες των αρχαιολογικών θησαυρών, ξεκινούν το 1943, την πρώτη απόπειρα καταγραφής της λεηλασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Το Υπουργείο Παιδείας εκδίδει αυτή την καταγραφή το 1946 με τίτλο «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής». Οι 166 σελίδες της έκθεσης χωρίζονται σε επτά κεφάλαια:

Α) Κλοπές Β) Αυθαίρετες ανασκαφές Γ) Καταστροφές (σε αρχαιολογικούς τόπους και ιστορικά μνημεία, ανεξάρτητα προς τις κλοπές και ανασκαφές Δ) Ζημιές από πολεμικές ενέργειες Ε) Υλικές Ζημιές. (καταστροφές και αρπαγές διαφόρων αντικειμένων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που δεν είχαν αρχαιολογική αξία) ΣΤ) Προστασία δια των Αρχαιοτήτων (Εγκαταστάσεις στρατιωτικών τμημάτων μέσα ή κοντά σε αρχαιολογικούς χώρους ώστε να προστατευτούν καλυπτόμενοι πίσω από τα αρχαία) και Ζ) Αυθαιρεσίες και βαναυσότητες κατά νόμων, προσώπων και πραγμάτων.

Κάθε κεφάλαιο υποδιαιρείται σε τρία μέρη, όπου εκτίθενται οι σχετικές ενέργειες: α) Γερμανών β) Ιταλών, γ) Βουλγάρων. Η ταξινόμηση των γεγονότων και των τοποθεσιών έγινε γεωγραφικά, αρχής γενομένης από την Αθήνα. Στο τέλος δημοσιεύονται ενδεικτικά έγγραφα (ολόκληρα ή αποσπάσματά τους), που είχαν διακινηθεί μεταξύ των αρχών κατοχής και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τα οποία αποκαλύπτουν τις διαθέσεις των δυνάμεων κατοχής.

Σύμφωνα με την έκθεση, οι Γερμανοί διέπραξαν κλοπές και αφαίρεσαν αρχαιότητες μεγάλης επιστημονικής και καλλιτεχνικής αξίας από τα εξής μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους: Κεραμεικού, Πειραιά, Σκαραμαγκά, Βούλας, Βάρης, Κορωπίου, Κερατέας, Σουνίου, Ελευσίνας, Αίγινας, Μεγάρων, Θήβας, Λιβαδειάς, Ευπαλίου, Γαλαξιδίου, Τανάγρας, Χαιρώνειας, Κωπαΐδας, Δελφών, Χαλκίδας, Ερέτριας, Κορίνθου, Αργους, Λακωνίας, Κυθήρων, Βασιλικού Μεσσηνίας, Πεταλιδίου Μεσσηνίας, Θερμού, Μονής Βελάς, Ν. Αγχιάλου, Λάρισας, Καλαμπάκας, Χασίων(Μονή Αναλήψεως), Μονής Γκούρας, Θεσσαλονίκης, Ποτιδαίας, Κομοτηνής, Μυτιλήνης, Σάμου, Τηγανίου, Μήλου, και Καστελίου Κισσάμου, Κνωσού, Αγίας Τριάδας, Γόρτυνας, Φαιστού (Κρήτη).

Ανάμεσα στις αθλιότητες των κατακτητών που καταγράφονται με λεπτομέρεια, αναφέρονται ενδεικτικά και χαρακτηριστικά:

Κεραμεικός, Την 9 Νοέμβρη1941: μπροστά στα μάτια του Γερμανού αρχαιολόγου Getauer  εκλάπη μαλανόμορφος γραπτός πίνακας «εξαιρετικής τέχνης μετά παραστάσεως προθέσεως νεκρού».

Ελευσίνα«Μορφωμένοι Γερμανοί στρατιωτικοί κατόπιν επισταμένης μελέτης του Μουσείου απεφάσισαν και εξετέλεσαν κλοπήν , αφού προηγουμένως κατεσκεύασαν και το προς την κλοπήν κατάλληλον εργαλείον. Εθραυσαν δηλαδή δια καταλλήλως προητοιμασμένου κοντού το παράθυρον της παρά το Μουσείον αποθήκης και δια του κοντού αφήρεσαν αγγεία και ειδώλια  εξ αυτής. Γενόμενοι δε αντιληπτοί έφυγον επί μοτοσικλέτας.  Αναιδής και αχαρακτήριστος είναι επίσης η δικαιολογία, την οποίαν έδωσεν η γερμανική υπηρεσία προστασίας καλλιτεχνημάτων δια του από 27.2.42 εγγράφου της (Kraiker) όπερ έχει επί λέξει ως εξής: «Η προκειμένη περίπτωσις δέον να μη θεωρηθή ως κλοπή, δι ής θα επλούτιζον οι δράσται. Τούτο συνάγεται εκ του γεγονότος ότι πρόκειται περί μορφωμένων ανθρώπων οίτινες έχουν ενδιαφέρον διά την ελληνικήν αρχαιότητα, όπερ συνάγεται εκ του ότι εγνώριζον την Αγγλικήν και έκανον χρήσιν του αγγλιστί γεγραμμένου οδηγού. Οι αποκομίσαντες θα είχον προφανώς την πρόθεσιν ν’ αποκτήσουν ενδεχομένως διά του τρόπου τούτου έν ενθύμιον»»!!!

Αθήνα: Τον Αύγουστο του 1941 εγκαταστάθηκαν στο χώρο του Ολυμπίου των Αθηνών, για δυο μήνες, γερμανικές στρατιωτικές φάλαγγες, αναζητούσες προστασία στον αρχαιολογικό χώρο. Τον χειμώνα του 1941 – 42 γερμανική πυροβολαρχία εστάθμευε στην πλατεία της Παλαιάς Αγοράς απέναντι από την βιβλιοθήκη Αδριανού.

Ολυμπία: Από την 19.6.43 μέχρι την 8.9.43 μέσα στο ιερό της Αρχαίας Ολυμπίας ανάμεσα στα ερείπια γερμανικές μηχανοκίνητες φάλαγγες, άρματα μάχης και τεθωρακισμένα αυτοκίνητα μετέτρεψαν τον χώρο σε σταθμό αυτοκινήτων…

Η ίδια η Ακρόπολη μετατράπηκε πολλές φορές σε πορνείο, ακόμα και σε δημόσιο ουρητήριο: «Δια τους στρατιωτικούς της κατοχής όλα τα μνημεία της Ακροπόλεως ήσαν ουρητήρια, κατά προτίμησιν δε ο Παρθενών. Την νύκτα της 27-28 Νοεμβρίου 1942 στρατιωτικός των στρατών κατοχής εκόπρισεν εις το εσωτερικόν του Παρθενώνος». Στις σχετικές διαμαρτυρίες των Ελλήνων Αρχαιολόγων ο Kraiker με θράσος απαντά ότι «δεν υπάρχουν αρκετά ευκρινώς τοποθετημέναι πινακίδες, αίτινες να υποδεικνύουν που υπάρχουν WC»!!!

Ο Γιάννης Μηλιάδης εξετάζει την Αθηνά αρ. 140 του Μουσείου Ακροπόλεως, μετά την εξαγωγή της από την κρύπτη της το 1947 – (Από το βιβλίο του Β. Πετράκου «Τα αρχαία της Ελλάδος στον πόλεμο 1940 -1944»)
Το 1945 ξεκίνησε το έργο της επανέκθεσης των συλλογών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, κάτι που τελικά ολοκληρώθηκε το 1964. Ο Χρήστος Καρούζος εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών το 1955. Πλούσιο είναι και το συγγραφικό του έργο: Η μετάφραση του «Μαρξισμός και Φιλοσοφία» (1927) του Καρλ Κορς, με το ψευδώνυμο Χρήστος Καστρίτης εκδίδει το «Η φιλοσοφία» (1928), μετάφραση του πρώτου κεφαλαίου του Αντι-Ντύρινγκ του Εγκελς, με το ψευδώνυμο Χρήστος Λογάρης υπογράφει τη μελέτη «Η έκδοση του Σοφιστή» στον αναμνηστικό τόμο του Δημήτρη Γληνού (1946) Μετέφρασε σημαντικά κείμενα των Κ. Krumbacher, «Η βυζαντινή λογοτεχνία» (1927), W. Kranz, «Ο νεώτερος ουμανισμός στη Γερμανία» (1928) και Κ. Schoeder, η «Μεταφυσική της Ιστορίας» (1928). Το 1930 εκδίδει την πρώτη του μελέτη «Ο Ποσειδών του Αρτεμισίου». Το 1941 δημοσιεύεται το πολύ σπουδαίο κείμενό του στον αναμνηστικό τόμο του Χρήστου Τσούντα με τίτλο: «Περικαλλές άγαλμα εξεποίησ’ ουκ αδαής».

ΠΗΓΕΣ:

ΖΗΜΙΑΙ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΕΚ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΩΝ ΚΑΤΟΧΗΣ, Αθήναι 1946, έκδοση του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας – Διεύθυνσις Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων.

«Τα Αρχαία της Ελλάδος κατά τον Πόλεμο 1940 – 1944», Βασιλείου Χ. Πετράκου, Αθήνα 1994,

Εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 29.1.2006, «Ελληνική Αρχαιολογική Κληρονομιά – Την καταλήστευσε ο γερμανικός φασισμός», του Κ. Τουμασάτου, και 19.5.2013 «Ναζί εναντίον Πολιτιστικής Κληρονομιάς «… μη ορρωδούντες και προ αυτού έτι του Παρθενώνος … » του Γρηγόρη Τραγγανίδα.

*Η φωτογραφία στον τίτλο δίπλα στον Χρήστο Καρούζο είναι από την απόκρυψη του Κούρου του Σουνίου στο όρυγμα που είχε διανοιχθεί μπροστά από το βάθρο του. (Φωτογραφικό Αρχείο Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου).

ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ 30.3.2017

Απόψεις