Περίεργο ακούγεται το β’ σκέλος του τίτλου. Και βασικά, ποια είναι η «κυρία Μαύτα», και τι σημαίνει το «ν. 2» και γιατί να μην μείνεις στην ιστορία για αυτό; Το μυστήριο θα λυθεί στο τέλος του αφιερώματος.
Αρχικά, σκιαγραφούμε το πορτραίτο της «διακεκριμένης καλλιτέχνιδος του άσματος», όπως πολύ συχνά έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής της, Λούλας Μαύτα. Μιλάμε για 100 χρόνια από σήμερα! Μιας «πρώτης τάξεως» —όπως θα έλεγε κι ο συνθέτης Κώστας Κυδωνιάτης— καθ’ ομολογίαν «αρτίστας», που δέσποσε στη μουσική ζωή του τόπου μας στο 1ο μισό του 20ού αιώνα.
Πρώτα Χρόνια
Η Λούλα (Ευαγγελία) Μαύτα γεννήθηκε στα 1900 στον Πειραιά. Ήταν ένα από τα 12 παιδιά του Θεοδώρου Μαύτα και της Αθανασίας Καγιάσα. Από αυτά έζησαν τα 8 και η Μαύτα είναι το 7ο από αυτά. Το δε 8ο ήταν ο εκτελωνιστής και τσελλίστας, μαθητής του Ροδόλφου Γαϊδεμβέργερ στο Ωδείο του Πειραϊκού Συνδέσμου, Δημήτρης Μαύτας, δηλ. ο παππούς μου ο Δημητράκης, μητρόθεν. Ο πατέρας της Λούλας Μαύτα, ο Θοδωράκης, υπήρξε από τους πλέον καλλίφωνους του Πειραιά. Άλλωστε, όλοι στην οικογένεια Μαύτα ήταν φιλόμουσοι και μορφωμένοι. Όπως μαρτυρεί η οικογενειακή παράδοση, οι Μαυταίοι κατάγονταν από την Ύδρα και το επώνυμό τους ήταν Καλαφάτης. Ναύαρχος που σκοτώθηκε μαζί με τον Ιταλό φίλο του Βαλέστρα, επίσης καπετάνιο, στην μάχη της Μάλτας την περίοδο των ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 18ου αι.
Σπουδές
Η Λούλα Μαύτα σπούδασε τραγούδι με τον Κίμωνα Τριανταφύλλου (αδερφό του Αττίκ) και θεωρητικά με το Φιλοκτήτη Οικονομίδη στο Ωδείον Πειραιώς. Όπως διαβάζουμε στην Πειραϊκή εφημερίδα Χρονογράφος (29/6/1920) έτυχε αποκτήσεως διπλωμάτων ειδικού αρμονίας και ωδικής με την υψηλότερη ως τότε βαθμολογία· «Άριστα μετά τιμητικής διακρίσεως».
Από τον Σεπτέμβριο του 1920 η Μαύτα διορίσθηκε στο Ωδείον Πειραιώς ως διδασκάλισσα θεωρητικών μαθημάτων, πράγμα το οποίο επαληθεύεται και στο δημοσίευμα του Ελευθέρου Βήματος του Σαββάτου 21ης Ιουνίου του 1924, όπου αναφέρονται και οι διάφορες διακρίσεις που έλαβαν μαθητές του συγκεκριμένου Ωδείου στις θερινές εξετάσεις. Το δε καλοκαίρι του 1925 η Μαύτα αποφοιτά από την τάξη του Τριανταφύλλου με Άριστα και Α΄ Βραβείο. Χαρακτηριστικά ο/η συντάκτης/-τρια ALEX. PIROU της εφημερίδας Σημαία γράφει μεταξύ άλλων, ότι «η δεσποινίς Ευαγγελία Μαύτα απέδωκε το δύσκολον και ποικίλον κριτήριον πρόγραμμα, περιλαμβάνον συνθέσεις των Χάντελ, Σούμαν, Σούμπερτ, Μόζαρτ, Μπράμς, Βόλφ, Βέμπερ, Φωρέ, Ντυμπάρκ και Ντβόρακ, με αρκετήν επιτυχίαν. […] Έχει όμως αναμφισβήτητον τέχνην και όχι μόνον την τέχνην της επιτηδείας χρήσεως της φωνής, αλλά και την βαθυτέραν τέχνην της ερμηνείας […]». Για την ιστορία, την επιτροπή απάρτιζαν οι σημαντικότερες μουσικές προσωπικότητες της εποχής, με το διευθυντή του Ωδείου Πειραιώς Φ. Οικονομίδη ως πρόεδρο της επιτροπής και ως μέλη τους καθηγητές των Ωδείων Αθηνών, Πειραιώς και Ελληνικού, Μιχαήλ Βελούδιο, Ιωσήφ ντε Μπουστίντουϊ, Κ. Τριανταφύλλου, Σπ. Φαραντάτο, Ρ. Γαϊδεμβέργερ, Νικόλαο Παπαγεωργίου, Μ. Καλομοίρη, Κωστή Νικολάου, Ιβάν Μπούτνικωφ και Γ. Σκλάβο.
Για λόγους βιοπορισμού, η Μαύτα, πριν την αναχώρησή της για συνέχιση των σπουδών της στο εξωτερικό, εργαζόταν ως δασκάλα στη Στοιχειώδη Εκπαίδευση (Σαλαμίνα κ.α.), ως απόφοιτος του Αρσακείου και της Παιδαγωγικής Ακαδημίας.
Στα 1927 αναχώρησε για μετεκπαίδευση στην Ευρώπη. Από την Ακρόπολι του Βλάσση Γαβριηλίδη, της Παρασκευής 26/9/1930 στη στήλη των αφίξεων [sic] μαθαίνουμε, ότι επέστρεψε. «Επανελθούσα η δις Λούλα Μαύτα αριστούχος της Ακαδημίας της Βιέννης, ένθα επί τριάμισυ έτη παρηκολούθησε τας τάξεις των περίφημων καθηγητών της Βιέννης Ph. Försten και Gert. Foerstel δέχεται καθ’ εκάστην μαθητάς διά μονωδίαν εις Cours και ιδιαιτέρως, με υποχρεωτικά μαθήματα πιάνου, θεωρίας, Solfège, αρμονίας, οδός Εμμ. Μπενάκη 46» και στο Ελεύθερον Βήμα της Τετάρτης 20ης/1/1932 σε αναγγελία ρεσιτάλ της επιβεβαιώνουμε τις πόλεις που σπούδασε: «Η δις Λούλα Μαύτα, η διακεκριμένη Ελληνίς καλλιτέχνις του τραγουδιού, επιστρέφουσα από το καλλιτεχνικόν της ταξείδιόν της εις Βερολίνον, Βιέννην και Κολωνίαν […]. Συνοδευομένη εις το πιάνο από τον κ. Μητρόπουλον, […]».
Αρχή καλλιτεχνικής και διδακτικής πορείας
Η Λούλα Μαύτα υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Χορωδίας Αθηνών (1920), κληθείσα και στην πρώτη συνάντηση στα ανάκτορα του πρίγκηπα Γεωργίου, μιας που η εν λόγω Χορωδία ιδρύθηκε κατόπιν επιθυμίας της πριγκίπισσας Αλίκης. Οι παρευρισκόμενοι αποφάσισαν την ίδρυση μουσικού ομίλου με μέλη της καλλιτεχνικής επιτροπής τους Γ. Νάζο (πρόεδρο) και Γ. Ευσταθίου-Λυκούδη και Φ. Οικονομίδη (μέλη). Ο τελευταίος μάλιστα ανέλαβε τη διδασκαλία και διεύθυνση του ομίλου. Ως σολίστ με τη Χορωδία Αθηνών η Μαύτα έλαβε μέρος μεταξύ άλλων στην Α’ εκτέλεση στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια του Ρέκβιεμ του Μότσαρτ στο Θέατρο Ολύμπια (31-3-1925) και στην Πανελλήνια Πρώτη του Βασιλέα Δαβίδ του (Χ)ονεγκέρ, σε μτφρ. Γ. Σκλάβου και μουσική δ/νση Φ. Οικονομίδη (15 Φεβρ. 1932) στο θέατρο «Ολύμπια». Συνέπραττε η Συμφωνική Ορχήστρα Ωδείου Αθηνών και οι Αιμίλιος Βεάκης (αφηγητής), Κλειώ Καραντινού (μεσόφωνος) και Κ. Τριανταφύλλου (τενόρος).
Στο Ωδείο Αθηνών η Μαύτα δίδαξε συνολικά 16 χρόνια, σολφέζ, θεωρία, μονωδία και μελοδραματική, κατά περιόδους από το 1923 έως το 1958. Από τις τάξεις της μονωδίας και μελοδραματικής πέρασαν μεταξύ άλλων, αποφοιτώντας ή όχι οι: Ρηνούλα Λαμπρινίδου, Λέλα Ζαχαρία, Αλεξάνδρα Λέκκα-Σακκαλή και Φραγκίσκος Βουτσίνος, ενώ στα θεωρητικά και στα δύο Ωδεία (Αθηνών και Πειραιώς) και ο συνθέτης και ακαδημαϊκός Μενέλαος Παλλάντιος, ο μαέστρος Ανδρέας Παρίδης και ο τσελλίστας και τρομπονίστας των κατοχικών και μετακατοχικών χρόνων Τάσος Κυπραίος ανάμεσα σε άλλους.
Ίδρυση Συλλόγου «οι Φίλοι της Μουσικής»
Η Μαύτα είχε στενή φιλία με την πνευματική «αφρόκρεμα» της εποχής της, όπως τους ποιητές Άγγελο Σικελιανό και Ανδρέα Εμπειρίκο, ενώ υπήρξε επιστήθια φίλη της επίσης σοπράνο Αλεξάνδρας Τριάντη, όπου σε ανάμνηση των φοιτητικών τους χρόνων στη Βιέννη και του εκεί Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» σκέφθηκαν τη συγκρότηση και ίδρυση και στην Ελλάδα ανάλογου ομώνυμου Συλλόγου, ως και έπραξαν στα 1953. Έτσι, η Μαύτα διετέλεσε μέλος του 1ου Δ.Σ. (1954) θέση την οποία διατήρησε έως τα 1976, από το δε 1967 έως το 1971 υπήρξε γ.γ. του Δ.Σ. του Συλλόγου (στον οποίο και οφείλουμε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών). Για αυτήν την μέγιστη πρόσφορά της στους Έλληνες και την πατρίδα, ο «Σύλλογος» στην ιστοσελίδα του την χαρακτηρίζει «οραματίστρια».
Σημαντικές εμφανίσεις της – μοναδική προσφορά στην Νεοελληνική Έντεχνη Μουσική
Η Λούλα Μαύτα, μετέπειτα Καλογερά, εκτός των παραπάνω, έδωσε πολλές πρώτες εκτελέσεις διαφόρων ελληνικών και ξένων έργων, κυρίως «ληντ» («τραγουδιών») με την συνοδεία στο πιάνο των κολοσσών Δημήτρη Μητρόπουλου και Τζίνας Μπαχάουερ. Άλλοι εξαίρετοι πιανίστες «συνοδοί» της υπήρξαν το ζεύγος Φαραντάτου, ο Δημήτρης Μαρής, η Αλίκη Λυκούδη, ο Κώστας Κυδωνιάτης κ.λπ. Σε κάποια από τα ρεσιτάλ που έδωσε στην αίθουσα συναυλιών του Ωδείου Αθηνών, στην Λέσχη Καλλιτεχνών, στα παληά «Ολύμπια» της οδ. Ακαδημίας, στο Ωδείο και στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, στα «Διονύσια» της Θεσσαλονίκης κ.α. τη δεκαετία του ’30 και αργότερα, ερμήνευσε ολόκληρους κύκλους τραγουδιών ως επί το πλείστον σε Πανελλήνιες Πρώτες, κυρίως των: Δημητρίου Λεβίδη, Πέτρου Πετρίδη, Γεωργίου Πονηρίδη, την «Ωραία Μυλωνού» και το «Κύκνειον Άσμα» του Σούμπερτ, ή τα «Τσιγγάνικα Τραγούδια», έργο 103 του Μπραμς, αλλά και τραγούδια των Δημ. Μαρή, Ανδρ. Νεζερίτη, Μάριου Βάρβογλη, Θ. Καρυωτάκη, Σπ. Σαμάρα, Διον. Λαυράγκα, Γ. Λαμπελέτ, Δ. Μητρόπουλου, Αιμ. Ριάδη, Μ. Καλομοίρη κ.ά. Αυτού του βεληνεκούς οι καλλιτέχνες στα ρεσιτάλ τους συμπεριελάμβαναν και δημοτικά τραγούδια εναρμονισμένα από τους συνθέτες της Εθνικής μας Σχολής ή έδιναν ακόμη και ολόκληρες συναυλίες για τη διάδοση της Ελληνικής Μουσικής. Η Μαύτα εμφανίσθηκε πολλάκις και ως σολίστ με την Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών υπό την μπαγκέττα του Μητρόπουλου, του Οικονομίδη, του Μπουστίντουϊ, του Μπούτνικωφ κ.ά. ερμηνεύοντας έργα των Μότσαρτ, Βέμπερ, Μάλερ [τα «Τραγούδια για τα Νεκρά Παιδιά» (Μοιρολόγια)] σε Πρώτη Πανελλήνια κ.λπ. Στα μέσα του ’30 επίσης, τραγούδησε την Σόλβειγ, στον Ιψενικό «Πέερ Γκυντ» που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο, σε μετάφραση Όμηρου Μπεκέ, δ/νση ορχ. Μητρόπουλου, σκηνοθεσία Ροντήρη, χορογραφία Άγγελου Γριμάνη κ.λπ.
Το 1937 σταματάει την καλλιτεχνική της πορεία για προσωπικούς οικογενειακούς λόγους, η δε επανεμφάνισή της δέκα χρόνια αργότερα εξυμνήθη από τον ημερήσιο τύπο. Η Ελληνική Ώρα λ.χ. της 16ης Μαΐου του 1947 έγραψε: «Δέκα χρόνια πέρασαν από τότε. Πρόκειται για την μεγάλη αρτίστα κ. Λούλα Μαύτα-Καλογερά. Ο γράφων είχε την ευτυχία να παρακολουθήση το πρόγραμμα της συναυλίας στην αγγλικανική εκκλησία. […] Η επιτυχία της υπήρξε αριστουργηματική και ιδεώδης. Η όλη δε εμφάνισίς της παρουσίασε ένα ενδιαφέρον που έφερε τα μηνύματα της επιτυχίας της μακρύτερα από τα στενά όρια της πρωτευούσης. Ιδιαιτέρως η στήλη αυτή ένοιωσε συγκίνησι για την επάνοδο της φτερωτής δημιουργίας της τέχνης της κ. Λούλας Μαύτα-Καλογερά. Πώς να ξεχάσει ο γράφων το «Μαρία Βιενγκελίεντ» και τόσα αριστουργήματα. […]».
Η γιαγιά μου, η Λούλα Μαύτα-Καλογερά «έφυγε» σε βαθειά γεράματα 94 ετών, στις 5 Φεβρουαρίου του 1994, αποτραβηγμένη από καιρού, από την καλλιτεχνική ζωή της πόλης. Πάντα προσηνής, γλυκειά, οξυδερκής, πρόθυμη να βοηθήσει και να συμβουλέψει τους νέους μουσικούς, όπως μπορούσε. Δυστυχώς η φωνή της αποτυπώνεται μόνον σε ένα δίσκο 45 στροφών, όπου ερμηνεύει το «Νανούρισμα» του Πονηρίδη και το δημώδες άσμα σε διασκευή Ν. Λάβδα, «Αφήνω γεια στις Όμορφες». Και στα δύο συνοδεύεται από ορχήστρα υπό τη δ/νση του Γρ. Κωνσταντινίδη. Πρόκειται για ηχογραφήσεις από τα μέσα της δεκαετίας του ’30.
Κάλλας ή σωστότερα Μαριάννα Καλογεροπούλου και Λούλα Μαύτα. Μια προσωπική παρέμβαση για αποκατάσταση της αλήθειας.
Το περσινό έτος, 2023, γιορτάστηκαν με κάθε τρόπο στην Ελλάδα και το εξωτερικό τα 100 χρόνια από τη γέννηση της τραγουδίστριας του αιώνα, Μαρίας Κάλλας. Έτσι είδαμε, ακούσαμε και διαβάσαμε παντός είδους αφιερώματα.
Πώς σχετίζονται όμως Κάλλας και Μαύτα; Στο κύριο ντοκυμανταίρ περί τις 3 ώρες που προβλήθηκε από το διαδικτυακό κανάλι της Εθνικής Λυρικής Σκηνής τέλη του 2023, ενώ πριν είχε παρουσιαστεί σε ειδική εκδήλωση στο ΙΣΝ, ο παρουσιαστής και σχολιαστής του εν λόγω, κ. Άρης Χριστοφέλης, διακεκριμένος κόντρα-τενόρος και δάσκαλος πολλών τραγουδιστών, στα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας, όταν η Κάλλας δηλ. είναι 13-14 ετών και ακόμη Καλογεροπούλου, μας γνωρίζει, ότι η πρώτη απόπειρα που έκανε η μητέρα της για να ξεκινήσει τραγούδι η μικρή Μαριάννα στο Ωδείο Αθηνών, ήταν στην τάξη της Λούλας Μαύτα.
Αυτολεξί η ιστορία καταγράφεται στο βιβλίο της Lyndsy Spence “Casta Diva”, Μαρία Κάλλας, η κρυφή ζωή της σε μετάφραση Χρύσας Φραγκιαδάκη (εκδ. Παπαδόπουλος, 2021), σ. 26, από όπου και αντιγράφω: «Έτσι η Μαρία πήγε στο Ωδείο, χτύπησε την πόρτα της Λούλας Μαύτα και τραγούδησε την «Παλόμα». Η βαρειά φωνή της προκάλεσε την κριτική ενός παρευρισκομένου, ο οποίος παρατήρησε: «Τραγουδά σαν άντρας… σαν να της έχει κολλήσει μια καραμέλα στο λαιμό». Κατόπιν η Μαύτα της είπε: «Εδώ δεν είναι το κατάλληλο μέρος για σένα. Πήγαινε σε έναν απλό καθηγητή πρώτα, μάθε μουσική, και έλα πάλι να σπουδάσεις κοντά σε έναν καθηγητή τραγουδιού».
Έκπληκτος άκουσα και είδα τον κ. Χριστοφέλη στο ντοκυμανταίρ να κάνει κάποια εντελώς συκοφαντικά, προσβλητικά και ασεβή σχόλια για την Μαύτα, λέγοντας, ότι η Μαύτα έμεινε στην ιστορία ως η δασκάλα που δεν διέγνωσε το ταλέντο της Κάλλας, κι ότι, κι ο ίδιος είναι δάσκαλος τραγουδιστών και έρχεται πολλές φορές στη δυσάρεστη θέση να πει σε υποψήφιους μαθητές του, ότι «δεν κάνουν» για τραγουδιστές και δε μπορεί να τους αναλάβει, αλλά ευτυχώς που δεν του έχει τύχει ως τώρα μια Κάλλας, για να μην μείνει κι αυτός στην ιστορία ως… η «κυρία Μαύτα νούμερο 2».
Θα θέλαμε από εδώ λοιπόν, να ενημερώσουμε τον ίδιο, τον σεναριογράφο, τον υπεύθυνο όλης της ταινίας και αυτόν που ενέκρινε αυτά τα αγενή σχόλια, ότι όπως διαβάζουμε στο πορτρέτο της… «κυρίας Μαύτα» που σκιαγραφούμε αρχικά, αλλά και σε προηγούμενη μελέτη μας στο μουσικολογικό περιοδικό «Πολυφωνία», τ.15, των εκδ. Κουλτούρα, η Μαύτα ήταν μια ολοκληρωμένη μουσικός, γνώστρια βαθειά και των ανωτέρων θεωρητικών τα οποία ζήταγε ως προαπαιτούμενα για να σε δεχθεί ως «ιδιαίτερο» μάθημα, αλλά και δίδασκε εκτός του τραγουδιού. Ομοίως ήταν Αρσακειάς, γεγονός που της έδινε περαιτέρω γνώσεις ακαδημαϊκές και εγκύκλιες και εξ οικογενείας γνωρίζουμε, ότι εάν δεν είχε ολοκληρωθεί η μεταφώνηση στα 18, δεν σε έπαιρνε στην τάξη της. Πώς θα γινόταν αλλιώς δηλ.; Τι να διδάξει σε ένα παιδί 13-14 χρ. που δεν ήξερε την μουσική αυτή καθ’ εαυτή και η φωνή του ήταν ασχημάτιστη ακόμη; Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να το καταστρέψει. Ήταν ενάντια στις αρχές της αυτό.
Η Μαύτα είχε μια πάρα πολύ καλή τάξη, γνώση του αντικειμένου της και ήταν η καλύτερη, όπως διαβάζουμε σε κριτικές, «ληντερίστα» της εποχής της στην Ελλάδα, μαζί με την Τριάντη. Άλλωστε, άλλο πράγμα γράφει στο απόσπασμα που παρέθεσα από το βιβλίο της Spence κι αλλιώς το «πλασάρει» ο κ. Χριστοφέλης.
Επίσης, σε ιστορικά ντοκυμανταίρ, για λόγους αρχής και δεοντολογίας δεν επιτρέπεται ο παρουσιαστής να κάνει προσωπικά σχόλια ούτε και επί προσωπικού τινών ιστορικών προσώπων ζωντανών ή μη και δη συγκρινόμενων με τον εαυτόν του και την προσωπική ή επαγγελματική του πορεία. Δεν είναι επιστημονική μια τέτοια προσέγγιση και εμπίπτει στο κουτσομπολιό και τον κιτρινισμό. Πόσω μάλλον όταν στην μουσική ζωή του τόπου μας, εξόν της Λούλας Μαύτα, από μητρός μας εδώ και 50 χρόνια μέχρι ημών των ιδίων και ημετέρας αδερφής, προσφέρουμε στην ελληνική μουσική συνεχίζοντας το όραμα και την πίστη της γιαγιάς μας και νοιώθοντας υπερηφάνεια που φέρουμε και αυτό το ιστορικό επώνυμο στις αποσκευές μας, μαζί με το πατρικό μας. Δίπλα σε μια φωτογραφία της Μαύτα δε, που δημοσιεύουν οι δημιουργοί και βρίσκεται μπροστά στο παραβάν της όρθια με μακρύ φόρεμα, γράφουν με μεγάλα γράμματα λάθος το επώνυμο ως ΜΑΦΤΑ. Σχόλιον ουδέν… Για την ιστορία πάντως, η γιαγιά μας λάτρευε την Κάλλας και τη φωνή της και όλοι μας, τα ξαδέρφια μας κι εμείς, μεγαλώσαμε με τους δίσκους της και την ιστορική της ηχογράφηση της «Νόρμα» του Μπελλίνι την οποία όλοι μας ακούγαμε από τη γέννησή μας αδιαλείπτως στο σπίτι της.
Ελπίζουμε με το παρόν, να δώσαμε ένα το δυνατόν πλήρες ιστορικό για το ποια ήταν η σοπράνο Λούλα Μαύτα-Καλογερά και τι προσέφερε στην Νεοελληνική Έντεχνη Μουσική, τους μαθητές της και τον Σύλλογο των «Φίλων της Μουσικής» και να αποδείξαμε —αν και ανεπίτρεπτα και ασυνήθιστα για εμένα σε α’ ενικό αυτές τις ελάχιστες φορές επί προσωπικού που το χρησιμοποίησα— πόσο τιμητικό είναι να ρέει στις φλέβες μας και αίμα Μαυταίικο και να μείνει κάποιος στην ιστορία ως «η κυρία Μαύτα ν. 2»._