Σε δημόσια διαβούλευση βρίσκεται από χτες το σχέδιο νόμου με το οποίο η κυβέρνηση μονιμοποιεί το μνημονιακό μέτρο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού χωρίς συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη μόνιμη συμπίεσή του, για να υπηρετεί την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται από το 2028 ο καθορισμός του κατώτατου να γίνεται μέσω μαθηματικού τύπου και μέχρι τότε με τις γνωστές διαβουλεύσεις του υπουργείου με μια «επιτροπή» που συστήνει.
Όλα αυτά στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2022/2041 «για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση», που αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο για την εργοδοσία σε όλα τα κράτη – μέλη. Άλλωστε, με βάση αυτήν την Οδηγία 21 από τις 27 χώρες της ΕΕ εφαρμόζουν τον ίδιο τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού, δηλαδή με νομοθετική θέσπιση.
Στην πραγματικότητα, και με το νέο νομοθέτημα ο καθορισμός του κατώτατου μισθού μέσω του μαθηματικού τύπου εξασφαλίζει ότι οι αμοιβές των εργαζομένων θα βρίσκονται κάτω από τη μέγγενη της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της οικονομίας, άρα της διαρκούς συμπίεσής τους για την ένταση της εκμετάλλευσης, που η εκάστοτε κυβέρνηση θα κρατά σε λειτουργία για λογαριασμό της κερδοφορίας του κεφαλαίου.
Οσον αφορά τον μαθηματικό τύπο, ο οποίος θα εφαρμόζεται από το 2028 και μετά για την ετήσια αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, αυτός περιλαμβάνει το ετήσιο ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή για τα νοικοκυριά που βρίσκονται στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας και του μισού ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών κατά την ίδια χρονική περίοδο (δηλαδή κατά την περίοδο από 1η Ιούλη του προηγούμενου έτους μέχρι 30 Ιούνη του τρέχοντος έτους). Και οι δύο δείκτες θα καθορίζονται από την ΕΛΣΤΑΤ, προσδίδοντας «αντικειμενικό χαρακτήρα» στον καθορισμό του κατώτατου μισθού, προστατεύοντας δηλαδή την εργοδοσία από τις διεκδικήσεις των εργαζομένων και των σωματείων τους.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζονται «διαφάνεια» και «προβλεψιμότητα» στην αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, ώστε να μην έρχονται …προ εκπλήξεων οι επιχειρηματικοί όμιλοι.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στον ίδιο νόμο προβλέπονται εξαιρέσεις ακόμα κι απ’ αυτό το καθεστώς, πώς δηλαδή θα μπαίνει «φρένο» στην όποια αναπροσαρμογή – αύξηση του κατώτατου μισθού.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι μια Επιστημονική Επιτροπή που δημιουργείται στο πλαίσιο του νέου μηχανισμού θα μπορεί να προτείνει να μη γίνεται αύξηση του κατώτατου μισθού για το επόμενο έτος «αν συντρέχουν λόγοι». Στους λόγους αυτούς που μπορεί να επικαλεστεί η Επιτροπή για να αποτραπεί η αύξηση του κατώτατου μισθού περιλαμβάνονται οι εξής: «α) η οικονομία βρίσκεται σε σημαντική ύφεση ή β) υπάρχει σημαντική απόκλιση του εθνικού πληθωρισμού (Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή γ) υπάρχει σημαντική ανισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών ή δ) δεν δικαιολογείται από τα επίπεδα και τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην παραγωγικότητα και τη δυναμική της ή την απόκλιση του κατώτατου μισθού από το εξήντα τοις εκατό (60%) του ακαθάριστου διάμεσου μισθού ή ε) υπερβαίνει τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας ή στ) δεν δικαιολογείται από έκτακτες περιστάσεις».
Και μόνο η απαρίθμηση των …διαζευκτικών λόγων που μπορεί η κάθε κυβέρνηση να επικαλεστεί δείχνει ότι η τράπουλα είναι «σημαδεμένη» από την αρχή μέχρι το τέλος για λογαριασμό της εργοδοσίας: Είτε θα περιορίζει τις αυξήσεις, επικαλούμενη την «αντικειμενικότητα» του μαθηματικού τύπου, είτε θα τις απαγορεύει, επικαλούμενη τουλάχιστον έναν από τους παραπάνω έξι λόγους, οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν ανά πάσα στιγμή στην καπιταλιστική οικονομία.
Μέγιστη απάτη και κοροϊδία αποδεικνύεται και ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι «πρόθεσή της είναι να ενισχύσει τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας». Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σχετικό άρθρο που ενσωματώνει την ευρωπαϊκή Οδηγία και προβλέπει την παρουσίαση ενός σχεδίου δράσης μέσα στο διάστημα ενός έτους από την ψήφιση του νόμου, «τα μέτρα του Σχεδίου Δράσης αφορούν ιδίως (…) την ενθάρρυνση της αποτελεσματικότητας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της ικανότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και των οργανώσεων των εργοδοτών να διεξάγουν συλλογικές διαπραγματεύσεις». Ενθάρρυνση …για να προσέλθουν οι εργοδότες να κάνουν διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα – αυτή είναι η συνεισφορά της κυβέρνησης προς τους εργαζόμενους σε μια αγορά εργασίας όπου η κάλυψη από Συλλογικές Συμβάσεις δεν ξεπερνά το 25%! Και την ίδια στιγμή εξακολουθεί να αρνείται να νομιμοποιήσει μέτρα που ξηλώθηκαν με τα μνημόνια και τα οποία πραγματικά προστατεύουν τους εργαζόμενους και τις ΣΣΕ, όπως η υποχρεωτικότητα, η μετενέργεια, η ευνοϊκότερη σύμβαση, οι τριετίες κ.λπ.
Αναδημοσίευση από τον Ριζοσπάστη της Παρασκευής 8 Νοέμβρη 2024.