Στριμωγμένοι από τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν έναντι της τρόικας και τις κοινωνικές αντιδράσεις από την υλοποίηση των μνημονίων, οι κύριοι Αντώνης Σαμαράς και Ευάγγελος Βενιζέλος συναντώνται αύριο για να συζητήσουν το ένα και μοναδικό θέμα που τους απασχολεί, το πως δηλαδή θα καταφέρουν να παραμείνουν στην κυβερνητική εξουσία για να ολοκληρώσουν το «έργο» που ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας, για λογαριασμό των οικονομικών συμφερόντων που εκπροσωπούν και των δανειστών.
Η συνάντηση του πρωθυπουργού με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης γίνεται λίγες μέρες πριν τη συνάντηση του κυβερνητικού οικονομικού επιτελείου με την τρόικα στο Παρίσι, αλλά και τις συναντήσεις του κ. Σαμαρά με τον υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας, Πιερ Μοσκοβισί, ο οποίος αναλαμβάνει το χαρτοφυλάκιο των Οικονομικών στη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον πρόεδρο της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιουγκέρ.
Οι προαναφερόμενες συναντήσεις, σε Παρίσι και Βρυξέλλες, έχουν επενδυθεί με διάφορα σενάρια σχετικά με το τι θα ζητήσει η κυβέρνηση και τι είναι διατεθειμένοι να δώσουν οι «εταίροι».
Τα μέσα ενημέρωσης πλημύρισαν με ειδήσεις, πληροφορίες, φήμες και εικασίες, που είχαν ως κοινό παρονομαστή την απόφαση της κυβέρνησης να ζητήσει από τους δανειστές την άδεια για μια χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω, κυρίως, μιας μείωσης της φορολογίας φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων.
Βεβαίως, κυβέρνηση και δανειστές έχουν να αντιμετωπίσουν το μείζον πρόβλημα του δημόσιου χρέους. Όμως για την αντιμετώπιση του θέματος προηγούνται τα τεστ αντοχής των τραπεζών και η γνωμοδότηση της τρόικας σχετικά με την πορεία εφαρμογής των προαποφασισμένων. Έτσι, το θέμα παραπέμπεται για τον Οκτώβρη, ή το Νοέμβρη.
Όμως, όπως γράφουμε στην εισαγωγή, το μοναδικό θέμα της συνάντησης Σαμαρά Βενιζέλου είναι (επί της ουσίας) η παραμονή στην κυβερνητική εξουσία και η ολοκλήρωση του έργου που ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας.
Ο επακριβής προσδιορισμός της ακολουθητέας οικονομικής πολιτικής, από τα μνημόνια και τις άλλες συμφωνίες μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών, σε συνδυασμό με τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι κυβερνητικοί εταίροι για την κατά γράμμα εφαρμογή των συμφωνημένων, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αλλαγής. Επομένως κάθε συζήτηση περί φοροαπαλλαγών και ανάπτυξης μόνο για εσωτερική κατανάλωση έχει λόγο.
Αυτό κάνει λοιπόν η κυβέρνηση. Γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα για μια ουσιαστική αλλαγή της πολιτικής της, επιδίδεται σε μια επικοινωνιακή εκστρατεία με στόχο να εμφανίσει τον εαυτό της μοναδικό εγγυητή της «πολιτικής σταθερότητας», για την αποφυγή μιας οποιασδήποτε «λύσης», η οποία θα οδηγούσε στην απώλεια των «κεκτημένων» και θα δημιουργούσε συνθήκες οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης.
Επομένως, τα όσα θρυλούνται περί των προθέσεων της να «συγκρουστεί» με τους εκπροσώπους των δανειστών δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Η πλήρης συμμόρφωση στο γράμμα και το πνεύμα των μνημονίων είναι δεδομένη. Ακόμα και αν πετύχει να αποσπάσει την άδεια για μια περιορισμένης έκτασης φοροελάφρυνση, ετοιμάζει ήδη τα «ισοδύναμα» μέτρα για να καλύψει την όποια απώλεια εσόδων προκύψει.
Σήμερα, παραδείγματος χάριν, η «Ναυτεμπορική» αναφέρει ότι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έχει έτοιμο σχέδιο για την ενοποίηση του ΦΠΑ στα επίπεδα του 19% ή του 21%, με ταυτόχρονη κατάργηση όλων των εξαιρέσεων. Η ενοποίηση του ΦΠΑ συνεπάγεται αύξηση της επιβάρυνσης, επομένως και των τιμών, σε ό,τι φορολογείται σήμερα με ΦΠΑ 13%, δηλαδή στα μη παρασκευασμένα είδη διατροφής, στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης και φυσικού αερίου, στα εισιτήρια των μέσων μαζικής μεταφοράς, στα κόμιστρα των ταξί, στην ιατρική και τη νοσοκομειακή περίθαλψη κ.α.
Δηλαδή, ότι θα γλυτώσουμε από το φόρο εισοδήματος θα το πληρώσουμε, με το παραπάνω, μέσω του αυξημένου ΦΠΑ!
Οπως κάνει και με τον περιβόητο ΕΝΦΙΑ. Μετά την αρχική αναδίπλωση μπροστά στο κύμα των διαμαρτυριών, προχώρησε στην εξαπάτηση των φορολογουμένων με ανακοινώσεις περί άρσης των αδικιών και αποκατάστασης των λαθών που περιείχαν τα πρώτα εκκαθαριστικά. Αποσιωπώντας, σκοπίμως, το γεγονός ότι το ποσό που ήταν προϋπολογισμένο να εισπράξει, τα 2,65 δισ. ευρώ, θα παραμείνει αμετάβλητο. Μας λένε, δηλαδή: «Συγγνώμη, κάναμε λάθος, σας χρεώσαμε παραπάνω. Θα επανορθώσουμε λοιπόν το λάθος και θα σας χρεώσουμε τα ίδια…».
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο χειρισμός του θέματος της Προεδρικής εκλογής, με την πρόθεση της κυβέρνησης να υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Φώτη Κουβέλη, όπως έγραψε την Κυριακή η «Καθημερινή». Βεβαίως, πρέπει να πούμε ότι στο θέμα αυτό βρίσκει «συμπαίκτη» στο πρόσωπο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία έχει περιορίσει τη λαϊκή απαίτηση για τον τερματισμό της μνημονιακής πολιτικής και την ανατροπή της κυβέρνησης, σε ένα «πολιτικό αλισβερίσι» με μοναδικό αντικείμενο τη συγκέντρωση των απαραίτητων 120 βουλευτών.