Επιμέλεια: Εύα Νικολαΐδου
Όπως ένας αναγνώστης ξέρει πώς ένα καλό βιβλίο πρέπει να διαβάζεται απνευστί, έτσι κι ένας θεατής που θέλει να νιώσει ευχάριστες στιγμές, τρέχει να παρακολουθήσει έργα των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου.
Ο Μιχάλης, απόφοιτος του Εθνικού, στριμώχνει τα ταλέντα του. Έχουν ποικιλία, πλούτο, έμπνευση, χιούμορ. Αξέχαστες παραμένουν οι «Τρεις Χάριτες», μια τηλεοπτική σειρά που άφησε εποχή. Μόνο χαρισματικοί δημιουργοί θα την έφτιαχναν.
«Οι δάσκαλοί μου στην σχολή του Εθνικού Θεάτρου ήταν πολλοί και ειλικρινά ευγνωμονώ τον καθ’ έναν για εντελώς διαφορετικό λόγο.
Θεωρώ ότι ο κορυφαίος φιλόλογος που κυριολεκτικά μου άνοιξε τα μάτια και διέλυσε ένα προς ένα διάφορους μύθους και πλάνες που είχα στο μυαλό μου σχετικά με το “τι είναι θέατρο”, ήταν ο Τάσος Λιγνάδης. Δυστυχώς έφυγε από τη ζωή πολύ πολύ νωρίς και δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να ζητήσω τις συμβουλές του τα πρώτα δύσκολα χρόνια μου στο θέατρο. Μου έλειψε και μου λείπει. Πολύ.
Τα πρώτα μου βήματα σε μάθημα χορού τα έκανα με την Έλεν Τσουκαλά και τη Μαρία Χορς με μουσική υπόκρουση της πιο γλυκιάς πιανίστας που πέρασε απ’ το θέατρο, της Μπούλης Κυριακάκη. Τις πρώτες σπαθιές τις έκανα σε σπαθογραφίες Χριστόφορου Μπουμπούκη. Απ’ αυτούς πήρα το μεγαλύτερο μάθημα θεάτρου. Την πειθαρχία. Πρέπει να έχεις πάντα πειθαρχία και αυτοέλεγχο γιατί αλλιώς κινδυνεύει ακόμα και η σωματική σου ακεραιότητα. Και τέλος τις πρώτες μου πρόβες σε θεατρικά κομμάτια τις έκανα με έναν υπέροχο επαγγελματία, τον Αντρέα Φιλιππίδη, με την μυθική Ελένη Χατζηαργύρη και τον μονομανή και ασκητικό μάστορα Ιάκωβο Ψαρρά. Επιφανειακά ψυχροί και “επαγγελματικοί” οι δυο πρώτοι και πιο θερμός και “κουν-ικός” ο τρίτος.
Ο Ψαρράς βουτούσε μαζί μας στο κείμενο και κολυμπούσε κι αυτός δίπλα μας για να μας συγκρατεί όταν βουλιάζουμε. Ο Φιλιππίδης και η Χατζηαργύρη μας παρατηρούσαν να κολυμπάμε διορθώνοντας πού και πού. Αυτοί μου πήγαιναν και πιο πολύ γιατί κι εγώ πιστεύω ότι το θέατρο είναι σαν τον έρωτα. Μόνο βιωματικά το μαθαίνεις. Κι αν πνιγείς και δυο τρεις φορές δεν τρέχει και τίποτα.
Στο τρίτο έτος μπήκε στη ζωή μου ακόμα ένας θεατρικός μύθος. Η Αντιγόνη Βαλάκου. Η ενζενύ που έγινε Ηλέκτρα. Το σπουργιτάκι που έγινε Μήδεια. Μια γυναίκα ηφαιστειώδης, απρόβλεπτη και πολύ δυνατή. Μια γυναίκα που κουβαλούσε μια περίεργη ιερή τρέλα. Την σεβόμασταν και την φοβόμασταν λίγο. Έφερε μαζί της όλο το παλιό θέατρο. Δεν ξέρω αν το επεδίωκε αλλά εμείς είχαμε ένα δέος απέναντι της. Εγώ τουλάχιστον σίγουρα.
Δίδασκε στα κορίτσια της τάξης Τρωάδες και μου έκανε την τιμή να με πάρει βοηθό της σ’ αυτό το έργο. Αυτό το “βοηθητιλίκι” με δίδαξε άπειρα πράγματα για την δουλειά που πραγματικά θα έκανα. Γιατί το μέλλον μου δεν ήταν να γίνω ηθοποιός. Η ζωή με έκανε συγγραφέα και σκηνοθέτη.
Η Βαλάκου χωρίς να το ξέρει με έβαλε σ’ αυτό το δρόμο. Γιατί παρατηρούσα λέξη λέξη αυτό που έδειχνε στις μαθήτριες και τελικά κατάλαβα ότι αυτό που εξωτερικά μοιάζει ανεξέλεγκτο και θεόπεμπτο δεν είναι παρά μια σαφής και καθαρή δομή. Ακόμα και ο πιο δαιμονικός και εκρηκτικός ηθοποιός δεν παίζει “αυθόρμητα”. Ο ηθοποιός δεν μεθάει από ανεξέλεγκτη διονυσιακή τρέλα. Εκστασιάζεται ίσως αλλά όπως ο χορευτής, που πειθαρχεί απόλυτα στο μέτρο της μουσικής. Ο ηθοποιός παραδίνεται σε μια δομή, μια παρτιτούρα που έχτισε ο ίδιος πρόβα με την πρόβα πάνω στο θεατρικό κείμενο και την ακολουθεί με μια απελευθερωτική δουλεία.
Στον τελικό μου στόχο η δουλεία είναι αυτό που έμαθα από τη Βαλάκου. Το θέατρο είναι δουλεία. Όπως και ο έρωτας. Είσαι υπηρέτης μιας δομής. Αυτό έμαθα από τις Τρωάδες της Βαλάκου. Να δομώ. Αυτό κάνω από τότε με μεγαλύτερες και μικρότερες κατασκευές, στο θέατρο, την τηλεόραση, το σινεμά και όπου αλλού μου ζητήσει η ζωή.
Σ’ ευχαριστώ Αντιγόνη Βαλάκου. Ευχαριστώ όλους τους δασκάλους μου. Ευχαριστώ το ελληνικό θέατρο».