Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Μίμης Φωτόπουλος: Ένας σπουδαίος ηθοποιός

Τριάντα πέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα (29 Οκτώβρη 1986) που «έφυγε» από τη ζωή ο σπουδαίος ηθοποιός, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης,..

Τριάντα πέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα (29 Οκτώβρη 1986) που «έφυγε» από τη ζωή ο σπουδαίος ηθοποιός, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, ο άνθρωπος που ακόμη χαρίζει το γέλιο στους θεατές, ο Μίμης Φωτόπουλος.

Υπήρξε ένας διαχρονικός μάγκας, ποιητής και δημιουργός, που με την προσωπική στάση ζωής και με όχημα την τέχνη του υπηρέτησε το όνειρο ενός δικαιότερου κόσμου. Ένας γνήσια λαϊκός και πολύπλευρος καλλιτέχνης, αμετακίνητος στη σοσιαλιστική ιδεολογία του, ο Μίμης Φωτόπουλος υπηρέτησε επί πενήντα χρόνια το θέατρο, βιώνοντας την άμεση και ουσιαστική επικοινωνία του με τις καρδιές των θεατών, εισπράττοντας ταυτόχρονα την αγάπη τους, είτε παίζοντας τον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου, είτε στους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, είτε παίζοντας στα «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ, είτε στον «Εχθρό του λαού» του Ίψεν, κρατώντας πάντα τη σοφία ενός γνήσιου μάγκα. Δίκαια θεωρείται ως ένας λόγιος, αλλά, ταυτόχρονα, βαθιά λαϊκός ηθοποιός, με υποκριτικό σήμα αναγνωρίσιμο από το πλατύ κοινό.

Ο ίδιος πίστευε ότι έγινε καλός κωμικός λόγω της παιδικής του θλίψης και από τις αναμνήσεις των προσφύγων, κυνηγώντας με πάθος τις μικρές στιγμές ευτυχίας με τη χάρη, τη δημιουργικότητα και την πρωτοτυπία ενός «Καλού στρατιώτη Σβέικ». Έφυγε» έχοντας ζήσει μια ζωή γεμάτη, αληθινή, ουσιαστική, πλήρη δημιουργίας και ιδανικών. Μια ζωή που αντιστρατεύτηκε «αυτούς που θέλουν να γίνει η ζωή του λαού μας νάιλον, από τις τροφές, μέχρι τις ιδέες» – όπως είχε πει σε συνέντευξή του στον «Ριζοσπάστη».

«Γεννήθηκα των Βαΐων. Σημαδιακή μέρα. Ώς τα 33 μου χρόνια η ζωή δεν ήταν σπαρμένη με βάγια, αλλά με αγκάθια. Και σε μια στιγμή, στο απόγειο της κινηματογραφικής μου καριέρας, μπήκα σαν Μεσσίας στη Λάρισα. Βέβαια, δεν μπήκα «επί πώλου όνου», αλλά οι θαυμαστές μου σήκωσαν στα χέρια ένα μικρό «οστενάκι» που είχα. Αυτό ήταν το πρώτο γλυκό ποτήρι που ήπια ύστερα από τόσα και τόσα πικρά. (…) Αν υπάρχουν μοιραίες μικρές αγγελίες, τότε η μικρή αγγελία που διάβασα ήταν η μοιραία της ζωής μου. Έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε και ακόμα δεν μπορώ να εξηγήσω πώς μου ‘ρθε, έτσι στα καλά καθούμενα, να δώσω εξετάσεις στη Δραματική. Ώς εκείνη τη στιγμή δεν είχα πατήσει σε θέατρο παρά μονάχα 2 φορές. Τη μια είχα δει τον Βασίλη Αργυρόπουλο και την άλλη τα Καλουτάκια. Εκείνο που λάτρεψα ήταν ο κινηματογράφος. Πιστεύω ότι εκείνο που με θάμπωσε ήταν οι δύο τίτλοι: φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και σπουδαστής της Δραματικής Σχολής του Βασιλικού Θεάτρου. Μεγάλη υπόθεση. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ του «Το ποτάμι της ζωής μου»).

Στη διάρκεια της Κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Τα Δεκεμβριανά, η εξορία του στην Ελ Ντάμπα, το εμφυλιακό κλίμα, οι διώξεις των ΕΑΜιτών ηθοποιών, τον κρατούν για δύο χρόνια μακριά από την πρωταγωνιστική του θέση. Η Συμφωνία της Βάρκιζας τον βρίσκει πίσω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου. Στα τέλη Μάρτη του 1945, παίρνει το δρόμο του γυρισμού. «Εμείς που ήρθαμε τελευταίοι» – γράφει στην αυτοβιογραφία του – «είχαμε περάσει πάνω από δυόμισι μήνες στην έρημο. Είχαμε δοκιμάσει πολλούς εξευτελισμούς, πολλούς πόνους, πολλά βάσανα. Και στα σύρματα είχαμε αφήσει ένα ματωμένο κομμάτι της ζωής μας».

Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο

Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του «Το ποτάμι της ζωής μου» 

Μέναμε στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας στο Κολωνάκι. Ο θυρωρός της, μακρινός μας συγγενής, μας φιλοξενούσε στο δωμάτιό του, από τότε που το μικρό νοικοκυριό μας το ’καψαν εμπρηστικές βόμβες, αφήνοντας το κτίσμα ανέπαφο. Κάτι εγγλέζικα τανκς είχαν σταθεί στη γωνιά του σπιτιού μας και ρίχνανε.

Εμένα με πιάσανε παραμονή Πρωτοχρονιάς του ’45. Ξαφνικά ένα βάναυσο χέρι μού χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν ταξιθέτη. Δεν είχαμε δουλέψει ποτέ στο ίδιο θέατρο, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ, μα τον ήξερα εξ όψεως και εκ φήμης. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστολής.

Αυτόν τον άνθρωπο, χωρίς να τον ξέρεις, μόνο να τον έβλεπες, ανατρίχιαζες από αηδία. Μιλούσε και σκόρπαγε κύματα αντιπάθειας, κι όταν σου χαμογελούσε, ένιωθες ανακατωσούρα στο στομάχι και στο πετσί σου περπατούσανε κοπάδια οι σαρανταποδαρούσες.

«Τι τρέχει, κύριε Αποστόλη;»

«Τίποτα. Μια μικρή ανάκριση». Κι έκανε νόημα σ’ έναν ανθυπολοχαγό που τον συνόδευε.

Ο ανθυπολοχαγός έβγαλε μια πιστόλα δυο πιθαμές, τη γύρισε προς το μέρος μου, με βάλανε μπροστά και προχωρήσαμε. Σε κανέναν από τους γύρω δεν έκανε εντύπωση το γεγονός. Τέτοια πράγματα ήταν συνηθισμένα εκείνη την εποχή.

Προχωρήσαμε έτσι για λίγο και μετά ο Αποστολής έγνεψε στον ανθυπολοχαγό να κρύψει το πιστόλι και του ’δώσε να καταλάβει πως δεν ήμουν και τόσο επικίνδυνος. Συμμορφώθηκε. Φτάσαμε στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, που στο ισόγειό του είχε εγκατασταθεί το συσσίτιο των ηθοποιών. Ήταν εκεί κι ένας υποβολέας. Ο Αποστολής κάτι του είπε στ’ αυτί κι αυτός, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί ντρεπότανε φαίνεται -είχαμε συνεργαστεί αρμονικά πολλές φορές-του πέταξε ένα «ναι». Αμέσως με πήρανε βιαστικά και φύγαμε. Κάτι αποτυχημένοι που είχαν έλθει για συσσίτιο δεν είπαν λέξη. Κανένας δε μου μίλησε.«Μα τι συμβαίνει, κύριε Αποστόλη;»

«Προχώρα!»

Φτάσαμε στην οδό Ακαδημίας, ανοίξαμε μια πόρτα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και μπήκαμε σε μια ευρύχωρη κάμαρα. Στο βάθος, μπροστά σ’ ένα γραφείο, καθόταν ένας αξιωματικός. Συζητούσε με δυο κυρίες που καπνίζανε με πάθος, έχοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Ήταν δυο ηθοποιός «γηράσασαι εν πολλαίς αμαρτίαις» αλλά και πολύ εθνικόφρονες. Με τη μια από αυτές είχαμε βρεθεί δυο τρεις φορές στον ίδιο θίασο. Με το που με είδε, γύρισε το κεφάλι αλλού. 0 Αποστολής κάτι ψιθύρισε του αξιωματικού. Ατάκα του ’φύγε το κωμικό χαμόγελο του Δον Ζουάν προς τις δυο κυρίες.

«Ώστε έτσι λοιπόν; Λαοκρατία;»

«Δε σας αντελήφθην…»

«Εσύ δε φώναζες στους δρόμους “Λαοκρατία”;»

«Ποτέ. Όχι πως δεν ήθελα να φωνάξω, αλλά αντιπαθώ γενικά τις φω­νές. Μ’ αρέσει να μιλώ λίγο, σιγά και απλά».

«Το βεβαιώνει ο κύριος από δω που είναι αξιόπιστος μάρτυς».

«Ο Αποστολής;»

«Μάλιστα».

«Μα αυτός ήτανε στο ΕΑΜ του θεάτρου».

«Ήτανε, αλλά προχτές ανένηψε».

«Κατάλαβα».

«Πάρτε τον!»

Με πήρανε. Και σε λίγο να με στα βάθη ενός κρατητηρίου. Στον πόλεμο το χρησιμοποιούσαν για καταφύγιο. Βρισκόμουν σ’ ένα αστυνομικό τμήμα που στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δυο ώρες αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο, που δεν είχαμε αέρα να ανα- πνεύσουμε. Ο Αποστολής, προτού με «αποχωριστεί», με ρώτησε:

«Θέλεις να πάω στο σπίτι σου να πω τίποτα;»

«Σ’ ευχαριστώ. Τι να τους πεις; Πες τους πως με πιάσανε. Μένω προσωρινά στην οδό Καρνεάδου».

Θα ’τανε στις εννιά το βράδυ, όταν έξω από το τμήμα ακούστηκε φρενάρισμα αυτοκινήτων. Ένας είπε:

«Φορτηγά».

Φορτηγά μέσα στη νύχτα και παραμονή Πρωτοχρονιάς δεν μπορεί να είχαν έλθει για μετακόμιση. Τα μόνα αντικείμενα εκεί ήμασταν εμείς. Μπήκανε μερικοί αστυνομικοί κρατώντας λάμπες πετρελαίου.

«Όσοι ακούνε τα ονόματά τους ν’ ανεβαίνουν επάνω».

Μας ζώσανε φίδια. Οι μετακινήσεις κρατουμένων μέσα στη νύχτα είναι πάντα ύποπτες. Ήρθε κι η σειρά μου. Στο διάδρομο της πολυκατοικίας, ως τιμητικό άγημα να πούμε, δυο σειρές Εγγλέζοι με αυτόματα στο χέρι. Έξω δύο φορτηγά δικά τους. Μας βάλανε από είκοσι πέντε σε κάθε φορτηγό. Και δύο Εγγλέζοι με αυτόματα μας φυλάγανε. Κατά τις δέκα φτάνουμε στο Γουδί. Στη διαδρομή ένας από τους Εγγλέζους μάς έψαξε και μας πήρε ό,τι πολύτιμο είχαμε πάνω μας.

Ένα δαχτυλίδι που είχα το έβγαλα και το ’κρυψα με τρόπο στο στόμα μου. «Σκέψου να μας ψάξουν και για χρυσά δόντια», σκέφτηκα με ανησυχία. Δε μας ψάξανε.

Μας ΒΓΑΛΑΝΕ στο ύπαιθρο τρεις τρεις και περιμέναμε – δε θυμάμαι πόση ώρα. Υπήρχαν εκεί άνθρωποι που τους είχαν φέρει από άλλα αστυνομικά τμήματα. Μερικοί ήτανε νηστικοί και δυο και τρεις μέρες. Άλλοι τραυματισμένοι, άρρωστοι, ανάπηροι, άλλοι μόνο με τις πιτζάμες, γιατί τους είχαν αρπάξει μέσα από τα νοσοκομεία. Εκείνη τη μέρα, επειδή έκανε κρύο, μέσα από το παντελόνι φορούσα κι εγώ τις πιτζάμες μου. Μάλλινες κόκκινες πιτζάμες που μου τις είχε φτιάξει η μάνα μου από μια ρόμπα της. Τις είχαν δει οι εθνοφύλακες στο τμήμα και τις χαρακτήρισαν ως «κόκκινη σημαία».

«Τι θα μας κάνουν, ρε παιδιά;» ρώτησε ένας από μας.

Πήρε μερικές απαντήσεις. Άλλες τραγικές, άλλες γεμάτες χιούμορ και σαρκασμό.

«Στο Γουδί μας φέρανε, θα μας εκτελέσουν. Είναι ο συνήθης τόπος των εκτελέσεων…»

«Όχι, μωρέ. Μας μαντρώσανε για να κάνουμε όλοι αντάμα πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Όπου να ’ναι οι Εγγλέζοι θα φέρουν και ψητές γαλοπούλες…»

Μας μετέφεραν σ’ ένα τεράστιο μισοκατεστραμμένο γκαράζ. Μας άρπαξαν ό,τι λεφτά είχαμε πάνω μας. Σε ορισμένους έδωσαν και αποδείξεις! Έχω ακόμα την απόδειξη για τα τρία σελίνια που τους παρέδωσα. Μας δώσανε από μια κουβέρτα.

Το αγιάζι έμπαινε από παντού. Στριμωχτήκαμε ο ένας κοντά στον άλλο. Καθόμουν κάτω, στο τσιμέντο, ζαρωμένος σε μια γωνιά, ξυλιασμένος από το κρύο. Κι όταν ένιωθα πως ήμουν έτοιμος να κοκκαλώσω, σηκωνόμουν κι έκανα βόλτες μαζί με τους άλλους. Κι έτσι μπήκε ο ευτυχισμένος νέος χρόνος.

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς μπήκε ένας πανύψηλος Γερμανός αιχμάλωτος και μας ράντισε με μια άσπρη σκόνη – «DDT» λεγόταν όπως μάθαμε αργότερα. Νηστικοί ναι, ψειριασμένοι ποτέ. Αλλά εμάς δε μας βασάνιζαν τόσο πολύ οι ψείρες, που ήδη μας πολιορκούσαν, όσο η λαχτάρα για λίγο νερό και λίγο κατούρημα. Μερικοί, που δεν μπορούσαν να κρατηθούν άλλο, πήγαιναν και κατουραγαν στις γωνίες. Κι η μπόχα για πεντακόσιες τόσες ψυχές εκεί μέσα ήταν αφόρητη.

Γύρω στο μεσημέρι μας βάλανε στην ουρά να πάμε για νερό και για ανακούφιση. Στις πέντε -five o’clock- μας ξαναβγάλανε στην αυλή, μας πετάξανε από μια κονσέρβα ανά τρεις νομάτους, μας ρίξανε και λίγα σκοροφαγωμένα μπισκότα και μας είπαν: «Φάτε».

Στέκομαι μπροστά σ’ ένα παράθυρο και βλέπω λίγη Αθήνα. Ύστερα βλέπω να περνάει ένα παιδάκι. Τι εκπληκτικό κομμάτι ομορφιάς να βλέπεις ένα παιδάκι. Σκέφτομαι: «Όλα τα παιδιά είναι λεύτερα. Αλλά όταν μεγαλώσουν;»

 

 

***

Απόψεις