Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Κάρολος Κουν: Πρωτοπόρος και ανανεωτής του Ελληνικού θεάτρου

Τριάντα πέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο του μεγάλου σκηνοθέτη, καινοτόμου του ελληνικού θεάτρου, Καρόλου Κουν . Εφυγε από τη ζωή..

Τριάντα πέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο του μεγάλου σκηνοθέτη, καινοτόμου του ελληνικού θεάτρου, Καρόλου Κουν . Εφυγε από τη ζωή στις 14 Φεβρουαρίου 1987.

Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στην Προύσα το 1908. Οι γονείς του μετακόμισαν στην Κωνσταντινούπολη, όταν ο Κουν ήταν μωρό. Ο ίδιος έλεγε: «Αν και γεννήθηκα στην Προύσα, δεν τη γνώρισα. Από μικρός βρέθηκα στην Πόλη κι εκεί μεγάλωσα. Από κει αρχίζουν οι αναμνήσεις, εκεί δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ερεθισμοί, τα πρώτα συναισθήματα, η πρώτη επαφή με την έξω για μένα πραγματικότητα. Μεγάλωσα σαν Ρωμιός, μέσα σ’ ένα ρωμαίικο αστικό σπίτι». Τελειώνοντας τη Ροβέρτιο Σχολή της Κωνσταντινούπολης, το 1927 πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης και σπουδάζει Αισθητική. Το 1929 έρχεται στην Ελλάδα και προσλαμβάνεται ως καθηγητής των Αγγλικών στο Κολέγιο Αθηνών. Αντί του μαθήματος, ωθεί τους μαθητές να γράφουν διαλόγους. Αυτή ήταν η αρχή απ’ όπου ξεπήδησαν σκετσάκια και άλλα έργα που έγραφαν οι μαθητές, παρασύροντας και καθηγητές τους, αλλά και οι ερασιτεχνικές παραστάσεις των μαθητών, με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του δασκάλου τους.

Επί 55 χρόνια, ο Κάρολος Κουν έδινε το καθημερινό καλλιτεχνικό παράδειγμά του, με τη μεγάλη μόρφωσή του, τη γλωσσομάθειά του, την ανήσυχη σκέψη του, τη ριζοσπαστική αντίληψή του, αλλά και με τον λιτό, σεμνό, ταγμένο στο θέατρο, τρόπο της ζωής του, τονίζοντας πάντα στους συνεργάτες του, από την ίδρυση (1942) του «Θεάτρου Τέχνης»: «Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί, κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας».

Στις 300 ανέρχονται οι σκηνοθεσίες του Κ. Κουν. Μόνον οι παραστάσεις του (σχολικές, ημιεπαγγελματικές και επαγγελματικές), από το 1930 μέχρι το 1942 ανέρχονται σε 45, αριθμός που αρκεί για όλη τη ζωή ενός σκηνοθέτη. Σε 730 ανέρχονται οι ηθοποιοί – «μαθητές» του (στη σχολή και στη σκηνή του «Θ.Τ.»). Σε 160 οι καλλιτεχνικοί συνεργάτες των παραστάσεών του. Ουκ ολίγοι είναι εκείνοι που με τη διδαχή και την παρότρυνση του Κουν έγιναν σπουδαίοι καλλιτέχνες: Πρωταγωνιστές, θεατρικοί συγγραφείς, μεταφραστές, σκηνοθέτες, συνθέτες του θεάτρου. Και έγιναν, με το αδιάλειπτο, καθημερινό καλλιτεχνικό παράδειγμά του, με τη μεγάλη μόρφωσή του, τη γλωσσομάθειά του, την ανήσυχη σκέψη του, τη ριζοσπαστική αντίληψή του. Και με τον λιτό, σεμνό, ταγμένο στο θέατρο, τρόπο της ζωής του, που τους έπεισε για εκείνο που τόνιζε, ιδρύοντας το 1942, καταμεσής της εφιαλτικής Κατοχής, το «Θέατρο Τέχνης» (στο οποίο μετείχαν ΕΑΜίτες): «(…) 

Σε διάλεξή του το 1943 για τον όμιλο των φίλων του «Θεάτρου Τέχνης» είχε πει μεταξύ άλλων για τον κοινωνικό ρόλο του θεάτρου:

«Η Τέχνη είναι μεγάλη. Θα την πλησιάσουμε με ευλάβεια και σεβασμό. Δεν έχουμε το δικαίωμα να την κατεβάσουμε στο ανάστημά μας. Αυτή η τάση, ιδίως στο θέατρο, είναι κάτι το συνηθέστατο. Κατά γενικό κανόνα κανένας ηθοποιός δεν θεωρεί κανένα ρόλο πάνω απ’ τις δυνάμεις του. Ετσι σχεδόν μια έμφυτη τόλμη για το κάθε τι, μια τόλμη που πηγάζει από τη βαθύτερη αμάθεια, και τον πιο φτηνό αριβισμό.

(…) Το θέατρο, όπως εμφανίζεται, δεν είναι Τέχνη, δεν έχει σκοπό να ανυψώσει το πνευματικό επίπεδο του λαού μας, δεν επιδιώκει να μορφώσει ολοένα περισσότερους ανθρώπους ψυχικά πλατιά. Το θέατρο, όπως είναι, ενδιαφέρεται απλώς να τέρψει και να δημιουργήσει αυτό που λέγεται κοινά “εμπορικές επιτυχίες”. (…) Το πλατύ κοινό είναι ναρκωμένο, εμείς το ναρκώσαμε. Κι αν βαθύτερα, όπως κάθε άνθρωπος, ζητά κάτι καλύτερο, δεν έχει συναίσθηση ακόμα όχι το τι ζητά, αλλά μήτε το ότι ζητά κάτι.

Ασφαλώς το θέατρο, όπως υπάρχει σήμερα με το φτηνό βεντετισμό από τη μία μεριά και τον επιχειρηματία από την άλλη, δε θα προσπαθήσει ποτέ να του ξυπνήσει μια τέτοια αίσθηση. Οι καλλιτέχνες για να ενσαρκώσουν κάτι ανώτερο, πρέπει να το καταλάβουν και να το πιστέψουν.

(…) Χρειάζεται απ’ αρχής να μορφωθεί ο καλλιτέχνης. Να μάθει να αγαπά, και πρώτα απ’ όλα, να σέβεται τη δουλειά του. Να νιώσει το βάρος της αποστολής του. Η Κοινωνία, από την άλλη μεριά, πρέπει να του δώσει τα μέσα να καλλιεργηθεί, να πλουτύνει τον ψυχικό του κόσμο και να του προσφέρει μια υποφερτά άνετη ζωή.

(…) Υπάρχει επιτακτική ανάγκη ενός συνολικού αγώνα, κι ας μη γελιόμαστε, για αγώνα πρόκειται, ενάντια σε κάθε σαθρή εκδήλωση στο θέατρο. Ηθοποιοί, όσοι μπορούν να προσαρμοστούν σε μια πιο υγιή κατάσταση, κριτικοί, θεατές, ας συσπειρωθούνε κι ας αποτελέσουνε ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μόνο από τέτοιες συνολικές προσπάθειες που μπορούν να εμπνεύσουν ένα γενικό φανατισμό, θα βρει το θέατρο τη γιατρειά του και θα γλιτώσει από το βραχνά του επιχειρηματία από τη μία μεριά, του βεντετισμού από την άλλη, κι από όλα τα αντικαλλιτεχνικά μέτρα που, ίσως και κάποτε δικαιολογημένα, παίρνουν οι μικρότεροι ηθοποιοί για να προασπίσουν τους εαυτούς τους.

Εμείς, για να εξουδετερώσουμε αυτά τα κακά, δημιουργήσαμε πρώτα πρώτα για να αποφύγουμε την καταστρεπτική επίδραση του επιχειρηματία στη δουλειά μας, το σωματείο “Θέατρο Τέχνης”, με σκοπό να αποκλειστεί η ατομική κερδοφορία για κάθε συνδεδεμένο με το θέατρο. Από την άλλη, για την καταπολέμηση του βεντετισμού, θέσαμε σαν αρχή μας ότι το θέατρό μας θα είναι ένα θέατρο συνόλου και οι συνεργάτες του θα αμείβονται σχεδόν ίσα».

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα κείμενο του Νίκου Γκάτσου για τον καινοτόμο ρόλο του Κουν στο θέατρο, γραμμένο το 1959 με τίτλο «Το αστέρι και η λεοπάρδαλις»:

«Καθώς περνάν τα χρόνια, κι οι εποχές μας ξεγελάνε κάθε φορά με τα άνθη και τα χιόνια της απιστίας τους, η παράξενη μορφή του Καρόλου Κουν, περιφρονώντας την τέφρα του καιρού, αποκτά ολοένα και περισσότερο την έκταση και τη σημασία ενός συμβόλου. Ο άνθρωπος αυτός, ο παντοτινά ξένος ανάμεσά μας, που με τη βαθιά του εκλεκτική συγγένεια κατόρθωσε να συλλάβει την εσωτερική αγωνία του σύγχρονου κόσμου, πριν αυτή γίνει καθολική συνείδηση, και που δεν δίστασε, σε ανύποπτους ακόμα καιρούς, να κλονίσει τις πατροπαράδοτες πεποιθήσεις μας για την αξία του μέτρου και του ρυθμού – δικαιώνεται σήμερα σαν πρωτοπόρος και ανανεωτής του Ελληνικού θεάτρου.

Πρωτοπόρος, γιατί μόνος αυτός στην περιοχή του είχε την τόλμη να ασεβήσει σε δύο μεγάλα είδωλα του κοινού, την ωραιολογία και την ωραιοπάθεια, και ανανεωτής, γιατί στο βάθρο που άφησαν κενό οι φανατικές αυτές εχθρές του Διονύσου έστησε, ζυμωμένη με το αίμα του, την ανησυχία μιας άλλης αλήθειας, πιο φλογερής, πιο δύσκολης, και τελικά πιο ανθρώπινης. Χωρίς τον Κουν, το Ελληνικό θέατρο θα συνέχιζε φυσιολογικά την πορεία του προς την άνοδο και θα πραγματοποιούσε μερικές απ’ τις πιο λαμπρές ως τώρα επιτεύξεις του, αλλά δεν θα είχε ποτέ γνωρίσει τον ακατέργαστο θησαυρό μιας αντίληψης που ενσωματώνεται σιγά – σιγά στη θεατρική μας παράδοση και αποτελεί τη μόνη υπολογίσιμη κληρονομιά για το μέλλον. (…)

Αναζητώντας τις ρίζες του σε ένα σκοτεινό κι ανεξερεύνητο δρυμό, με μόνα του τεχνικά εφόδια κάποιες υποδείξεις του Στανισλάβσκι και του Μάγερχολντ, ο Κουν πήρε στα χέρια του έργα και χαρακτήρες πασίγνωστους, και με το πολυδουλεμένο αυτό υλικό έπλασε μια αυθαίρετη κοινωνία ανθρώπων, που, με εξαρθρωμένες κινήσεις, με άναρθρες φράσεις και κωμικούς πολλές φορές μορφασμούς, κατόρθωνε να μας φέρνει πάντοτε σε βαθύτερη επικοινωνία με τους συγγραφείς και σε αμεσότερη επαφή με την ευαισθησία της εποχής μας. (…)

Ο πανικός κι η αγωνία δεν είναι δώρο ή κατάρα του καθενός, κι ο Κουν που, με τη βαθιά του καλλιτεχνική καλλιέργεια, την τέλεια τεχνική του κατάρτιση και την έμφυτη ικανότητά του να ζωντανεύει ανθρώπους πάνω στη σκηνή, θα μπορούσε να συνθηκολογήσει άνετα και να εκμεταλλευτεί όσο κανένας άλλος τη στιλπνή επιφάνεια, προτίμησε την επώδυνη σκοτεινιά του βυθού, την άσκοπη αναζήτηση ενός χαμένου μαργαριταριού μέσα στη λάσπη. (…)

Πίσω από τους πιο ουδέτερους ρόλους, πίσω από τους πιο ασήμαντους ηθοποιούς, παραφυλάνε ανάλλαχτοι οι πρωταγωνιστές του παράδοξου αυτού κόσμου, περιμένοντας, με ένα νόημα του δημιουργού τους, να βγουν από τη σιωπηλή τους αφάνεια και να ξαναρχίσουν την περιπέτεια της ζωής (…) Τον απελπισμένο αυτόν αγώνα τους, την πάλη να συμφιλιωθούν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ο δαίμονας κι ο άγγελος, το περιστέρι κι η λεοπάρδαλις, η τρυφερότητα και το πάθος – κανείς δεν τον έκαμε υπόθεση της ζωής του όπως ο Κουν, και κανείς από τη γενιά του δεν μπόρεσε, όπως αυτός, να τον ζωντανέψει σε όλο το μεγαλείο και τη φρίκη του.

Για όσους θέλουν να βλέπουν και να δέχονται, η προσφορά του Κουν στο Ελληνικό θέατρο δεν είναι προσφορά ενός σπουδαίου ή μέτριου ερμηνευτή, αλλά μοναδική καταβολή ενός καλλιτέχνη, που έρχεται ολόισια από τη μεγάλη γενιά των δημιουργών».

 

Απόψεις