Σάββατο 4 Μάρτη 1944
Χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες προσπαθούν να εισβάλουν από δυο διαφορετικά σημεία στην πόλη. Ακολουθούν πολύωρες συγκρούσεις με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, οι οποίοι καταφέρνουν και αναχαιτίζουν τους εισβολείς, που οπισθοχωρούν προς την Αθήνα και προς τον Κορυδαλλό. Το ίδιο βράδυ συγκαλείται κοινή σύσκεψη στην Κοκκινιά από στελέχη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και αποφασίζουν γενική επιφυλακή και ενημέρωση του λαού της πόλης. Η Κομματική Οργάνωση της Κοκκινιάς του ΚΚΕ, αποφασίζει να γίνει την επόμενη ημέρα συλλαλητήριο του λαού της Κοκκινιάς ενάντια στην τρομοκρατία των Ταγμάτων Ασφαλείας.Κυριακή 5 Μάρτη 1944
Οι Κοκκινιώτες απαντούν με μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Παράλληλα απαιτούν συσσίτιο για τα παιδιά. Στο τέλος του συλλαλητηρίου η πόλη δέχεται επιδρομή, πάλι από δυο κατευθύνσεις. Από τη Λεύκα, στη Θηβών, με δύο φορτηγά γεμάτα χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες. Κατάφεραν να φτάσουν μέχρι την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Η δεύτερη επίθεση γίνεται από το Γ. Νεκροταφείο με τρία καμιόνια γεμάτα γερμανοτσολιάδες. Οι μάχες εξαπλώνονται μέχρι την Παιδική Στέγη και εκεί το 3ο Τάγμα του ΕΛΑΣ Κοκκινιάς καταφέρνει να διασπάσει τους επιδρομείς. Το πρώτο φορτηγό διαφεύγει προς την παλαιά Κοκκινιά μέσω της οδού Σμύρνης, το δεύτερο προς το Κουτσουκάρι, όπου εκεί το «υποδέχονται» ΕΛΑΣίτες οπλισμένοι με χειροβομβίδες και το τρίτο φορτηγό οπισθοχωρεί προς την Αθήνα. Ο λαός της Κοκκινιάς πανηγυρίζει που οι ΕΛΑΣίτες καταφέρνουν για δεύτερη ημέρα να αναχαιτίσουν την επίθεση των ντόπιων συνεργατών των Γερμανών. Από αυτή την επιτυχία του ΕΛΑΣ αλλά και από το μαζικό συλλαλητήριο που οργάνωσε η Κομματική Οργάνωση Κοκκινιάς του ΚΚΕ, ο διορισμένος από τον Ιωάννη Ράλλη, Δήμαρχος της Πόλης Γρηγόρης Χατζής, παραιτείται.Δευτέρα 6 Μάρτη 1944
Την επόμενη μέρα ο Πειραιάς αντιδρά και κατεβαίνει σε μαζική πανεργατική απεργία κατά της τρομοκρατίας του λαού της Κοκκινιάς. Η συμμετοχή κι η αλληλεγγύη των εργατών και του λαού προς τους Κοκκινιώτες αγωνιστές είναι καθολική. Νεκρώνει το λιμάνι, τα συνεργεία, τα ραφτάδικα, τα υφαντουργεία, τα σαπουνάδικα, τα λαδάδικα… σε όλο τον Πειραιά. Εκτός από την αλληλεγγύη των εργατών και του λαού προς τους Κοκκινιώτες, οι απεργιακές κινητοποιήσεις μπλοκάρουν και σημαντικές δυνάμεις των Γερμανών, των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Χωροφυλακής, στο κέντρο του Πειραιά και δεν μπορούν να εισβάλουν στην Κοκκινιά. Όμως η μέρα δεν ήταν ήσυχη για την Κοκκινιά. Νωρίς το πρωί δύο φορτηγά με ταγματασφαλίτες προσπαθούν να μπουν στην πόλη από το Γ΄ Νεκροταφείο. Τους εμποδίζουν δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ και τους τρέπουν σε φυγή προς τον ελαιώνα δίπλα στο νεκροταφείο Σε λιγότερο από μία ώρα, από το ίδιο σημείο, η πόλη δέχεται σχεδιασμένη επιδρομή. Καταφθάνουν δέκα φορτηγά με περίπου 600 γκεσταπίτες, χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες. Μέσω της οδού Κυδωνιών, αργά-αργά προσπαθούν να φτάσουν όσο πιο μέσα γίνεται στην Κοκκινιά. Την πρώτη αντίσταση τη συναντούν από τις ταράτσες των εργατικών πολυκατοικιών. Εκεί βρίσκεται οχυρωμένη η διμοιρία του Μιχάλη Ραφαηλάκη που η σθεναρή της άμυνα καθυστερεί σημαντικά τους επιδρομείς. Στη συνέχεια οι φασίστες επιδρομείς δέχονται επίθεση από τη διμοιρία του «μπάρμπα-Γιώργου» (Γιώργος Κιστριάδης) στην Κυδωνιών (Πέτρου Ράλλη, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η ΕΥΔΑΠ). Από τις ισχυρές επιθέσεις που δέχονται οι επιδρομείς στην Παιδική Στέγη, αναγκάζονται να σπάσουν τη φάλαγγά τους σε δύο μέρη (ό, τι ακριβώς έγινε και την προηγούμενη ημέρα). Η πρώτη φάλαγγα πάει προς το Κουτσουκάρι, όπου συνεχώς δέχεται επιθέσεις από τα στενά, από τις διμοιρίες του Κώστα Διαμαντή και του Νίκου Παπαδόπουλου. Τελικά οι φασίστες επιδρομείς σκορπίζουν σε άτακτη φυγή. Η δεύτερη φάλαγγα, που είναι πολύ μεγαλύτερη σε όγκο, οπισθοχωρεί προς την περιοχή των Άσπρων Χωμάτων. Εκεί δέχεται επιθέσεις από τις διμοιρίες του Θοδωρή Μπιζάνη και του Μιχάλη Ραφαηλάκη ο οποίος είχε μεταφερθεί εκεί από τις εργατικές πολυκατοικίες. Λίγο πιο κάτω βρίσκεται και το 1ο τάγμα του 5ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ το οποίο σταματά την επίθεση που πήγε να δεχτεί η πόλη από τη Λεύκα στη Θηβών. Η έκθεση του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι ένα αυτοκίνητο με χωροφύλακες φτάνει στο Κρατικό Νοσοκομείο Σαπόρτα στην παλαιά Κοκκινιά που έχει διακομιστεί ο νεκρός χωροφύλακας από τη συμπλοκή της προηγούμενης ημέρας. Στο Νοσοκομείο Σαπόρτα οι χωροφύλακες συλλαμβάνουν κάποιους επισκέπτες και ορισμένους από το προσωπικό. Σε πεζή φάλαγγα μέσω της οδού Θηβών κατευθύνονται προς τον Πειραιά με τους αιχμαλώτους. Ξαφνικά δέχονται επίθεση από τα στενά της οδού Θηβών από το 1ο Τάγμα του ΕΛΑΣ (Σ. Κύβελος – Ν. Χιωτάκης), που ελευθερώνει τους αιχμαλώτους και τραυματίζει δέκα χωροφύλακες. Άλλη μια επίθεση στην πόλη έχει αναχαιτιστεί. Παρά τους τραυματισμούς, τις συλλήψεις, την τρομοκρατία και το φόβο για το τι ξημερώνει την επόμενη ημέρα, ο λαός της Κοκκινιάς πανηγυρίζει. Βλέπει τα παλικάρια του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ να αψηφούν το θάνατο για να μην πατήσουν οι Ναζί στην Κοκκινιά. Το βράδυ οι ΕΑΜίτες γεμίζουν την πόλη με συνθήματα στους τοίχους, ενώ τα «χωνιά» του ΕΑΜ ακούγονται σε κάθε γωνιά της πόλης.Τρίτη 7 Μάρτη 1944

Τετάρτη 8 Μάρτη 1944
Όλη τη νύχτα οι Ναζί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους είναι ταμπουρωμένοι στο σχολείο (Γρεβενών και Ραιδεστού). Περιμετρικά υπάρχουν φρουρές από Ναζί με οπλοπολυβόλα. Οι γύρω δρόμοι περιφρουρούνται από Ναζί και ταγματασφαλίτες. Όλο το βράδυ κάνουν μικρές επιδρομές στην πόλη, τρομοκρατούν και συλλαμβάνουν Κοκκινιώτες. Ψάχνουν στα σπίτια για μαχητές του ΕΛΑΣ και μέλη του ΕΑΜ. Οι Ναζί βγάζουν τα δικά τους χωνιά και τρομοκρατούν τον κόσμο με απειλές. Προσπαθούν να στρέψουν το λαό της Κοκκινιάς κατά του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Φωνάζουν ότι αν δεν επιτεθεί ο ΕΛΑΣ δεν θα πειράξουν κανέναν. Δείχνουν καθαρά ότι οι ίδιοι είναι τρομοκρατημένοι. Από νωρίς το πρωί μέσα στο σχολείο, ο Ι. Πλυντζανόπουλος φορώντας στολή Ελληνα αξιωματικού διαλέγει ποιοι από τους αιχμαλώτους Κοκκινιώτες θα μεταφερθούν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Το ίδιο πρωί οι ταγματασφαλίτες εκτελούν στην πλατεία Αγίων Αναργύρων τους συλληφθέντες, από τις 5 Μάρτη 1944, υπαστυνόμο Νίκο Σαββαϊδη, το δάσκαλο Γιώργο Βενέτα, τον Δημήτρη Τσακανίκα και τον Τσακάρα. Αργά το απόγευμα Ναζί και ταγματασφαλίτες αποχωρούν από την Κοκκινιά με την κουστωδία τους, μεταφέροντας 300 αιχμάλωτους στο Χαϊδάρι. Ο λαός της Κοκκινιάς μετά από λίγο ξεχύνεται στους αιματοβαμμένους δρόμους και τα μπαρουτοκαπνισμένα κτίρια της πόλης για να πανηγυρίσει. Πανηγυρίζει που οι επιδρομείς Ναζί και ταγματασφαλίτες δεν άντεξαν να μείνουν ούτε μια ολόκληρη ημέρα στην Κοκκινιά. Τα «χωνιά» του ΕΑΜ πιάνουν αμέσως δουλειά, ανεβάζουν το ηθικό του λαού, ζητώντας εκδίκηση για τα 300 παλικάρια της Κοκκινιάς που πήραν οι κατακτητές στο Χαϊδάρι. Οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν ξαναπάτησαν οργανωμένα στην Κοκκινιά μέχρι τις 17 Αυγούστου 1944, ημέρα που η Κοκκινιά ζει τη πιο φριχτή μέρα της ιστορίας της, το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Στη μάχη της Κοκκινιάς , οι καταχτητές και οι συνεργάτες τους ηττήθηκαν όχι τόσο στρατιωτικά, όσο ηθικά και ιδεολογικοπολιτικά. Η σχετική έκθεση του 6ου συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρει ότι οι εισβολείς είχαν 34 νεκρούς και περισσότερους από 100 τραυματίες, ενώ ο ΕΛΑΣ έχασε 8 παλικάρια και τραυματίστηκαν 20. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι ο οπλισμός που διέθετε ο ΕΛΑΣ και με τον οποίο αντιστάθηκε στις μάχες ήταν 42 περίστροφα, 1 οπλοπολυβόλο με 1300 σφαίρες, 1 πολυβόλο Τόμσον με 50 φυσίγγια και 50 χειροβομβίδες. Αυτή η μάχη, είναι ένας σημαντικός σταθμός στην ιστορία του απελευθερωτικού αγώνα της πατρίδας μας, γιατί πρώτη φορά τμήματα του ΕΛΑΣ των πόλεων έδωσαν νικηφόρα μάχη εκ παρατάξεως, με τους Γερμανούς κατακτητές και τους ντόπιους φασίστες Γερμανοτσολιάδες. Μετά τη Μάχη της Κοκκινιάς στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου έκλεισαν τους 300 Κοκκινιώτες στα υπόγεια του «μπλοκ 3» και στο πάνω πάτωμα του «μπλοκ 4». Στις 9 Μάρτη 1944, 50 κρατούμενοι μεταφέρονται στα νταμάρια του Χαϊδαρίου όπου και εκτελούνται. Ανάμεσά τους και 37 Κοκκινιώτες, από τους οποίους οι 5 ήταν από την Αρμένικη κοινότητα της πόλης. ΠΗΓΕΣ: — Χρονικό Μνήμης του Δήμου Νίκαιας «Το Μπλόκο της Κοκκινιάς», 2004 — «ΕΙΣΦΟΡΑ – στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα», Σπύρου Κωτσάκη (Νέστορα), Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» — Ριζοσπάστης 8.3.1996Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟ, στις 8 Μάρτη του 2017