Just in

Όλα τα νέα
Imerodromos logo
 

Φώτης Αγγουλές: Μια σπουδαία ποιητική «φωνή» των αγώνων του λαού

«Σ’ ΕΣΑΣ, μ’ ΕΣΑΣ στις ερημιές και στ’ άθλια κακοτόπια, που, το ψωμί το πείνασα και το φαρμάκι τό ‘πια»..

«Σ’ ΕΣΑΣ, μ’ ΕΣΑΣ στις ερημιές και στ’ άθλια κακοτόπια, που, το ψωμί το πείνασα και το φαρμάκι τό ‘πια»

Πέρασαν χρόνοι δύσκολοι, πεινασμένοι, ματωμένοι για το λαό από τότε που o ποιητής – γέννημα θρέμμα του λαού – Φώτης Αγγουλές έγραψε αυτό το επίκαιρο, αφτιασίδωτης αλήθειας τετράστιχο, για τους βασανισμένους αλλά κι αγωνιζόμενους λαϊκούς ανθρώπους. Στις 28 του Μάρτη 1964 μέσα στο καράβι «Κολοκοτρώνης» σε ταξίδι από τη Χίο στον Πειραιά, αφήνει την τελευταία του πνοή ο φλογερός ποιητής. Ο Φώτης Αγγουλές γεννήθηκε το 1910 στο Τσεμέ της Μικράς Ασίας απέναντι από τη Χίο. Η οικογένειά του ξεριζώθηκε στην Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922. Η οικογένειά του, ο Αντώνης Χονδρουτάτης (Σιδερή τον φωνάζανε) κι η κυρά Γαρουφαλλιά μαζί με τον Φώτη, περνάνε στη Χίο. Ψαράς, αγρότης, με χωραφάκια, σπίτι και μανάβικο ο Σιδερής έτρεφε την πολυμελή φαμίλια. Ωσπου μύρισε… μπαρούτι. Η οικογένεια εγκαθίσταται στη Χίο. Ξεριζωμός, φτώχεια, πείνα. Εξυπνο, ευαίσθητο, ευφάνταστο, λίγο μελαγχολικό παιδί, ο Φώτης πάει στο Δημοτικό. Στο ημερολόγιό του, ο δάσκαλός του, Δημήτρης Χαψιάδης, έγραφε : «Ο Φώτης είναι παιδί προικισμένο. Σπάνια συνάντησα τέτοιον μαθητή (…) Είναι παιδί πνευματικών προσόντων». Η ανέχεια, ίσως και η ντροπή για τον εκ γενετής στραβισμό του, τον «διώχνουν» από το σχολείο, πριν τελειώσει τη δεύτερη τάξη. Δεν πλησιάζει καν το σχολείο. Μάταια ο δάσκαλος προσπαθεί να γυρίσει στο σχολείο. «Δεν θέλω άλλα γράμματα», επιμένει ο μικρός Φώτης . Παρότι 9χρονος διάβαζε κι έγραφε καλύτερα από μεγαλύτερους, καθώς η Μούσα της ποίησης εκ γενετής τον «προίκισε» με τα «μύρα» της. Το παιδί βγαίνει στη βιοπάλη. Με τον πατέρα ψαρεύει και πουλά την ψαριά. «Γαύρος» φώναζε ο πατέρας. «Μάγκας τσίλικος σαν ταύρος» συμπλήρωνε εκείνος. «Μαριδάκια» ο Σιδερής, «Να πάνε κάτου τα φαρμάκια», ο Φώτης . Πρώτος στις ρίμες. Εφηβος παρατά το ψάρεμα. Το 1928 πιάνει δουλειά στο τυπογραφείο που έβγαζε τη χιώτικη εφημερίδα «Ελευθερία». Σύντομα γίνεται καλός μάστορας, μα και διορθωτής πρώτος. Και καλοδιαβασμένος. Κοραής, Ψυχάρης, Σουρής και άλλοι σπουδαίοι δημιουργοί «τρέφουν» την αγάπη και έγνοια του για το λαό και το αυτοδίδακτο ποιητικό ταλέντο του. Το 1932 τυπώνει το πρώτο του πεζογραφο-ποιητικό βιβλίο — αφιερωμένο στον Τσεσμέ — «Ο Λαός της Πατρίδας μου», που βγάζει όλο τον καημό της ξεριζωμένης προσφυγιάς:

«Αμάν, αμάν! Στη γης πατώ, κι η γης πονεί, κι η γης αψά φωνάζει! Ποιος έχει πόνο στην καρδιά και δεν αναστενάζει;».

Η «Μιχαλού» και η γνωριμία με το ΚΚΕ Προκηρύσσονται αναπληρωματικές βουλευτικές εκλογές για τις 5 Νοεμβρίου 1933. Ο ανταποκριτής του «Ριζοσπάστη» στη Χίο στέλνει για δημοσίευση, στις 25 Οκτωβρίου, άρθρο του για την εκλογική μάχη του Ενιαίου Μετώπου Εργατών Αγροτών, ενάντια στα κόμματα των εφοπλιστών, αλλά κι ένα σημείωμά του περί της κυριακάτικης χιώτικης σατιρικής εφημερίδας «Μιχαλού», αναφέροντας μεταξύ άλλων:

«Τη βγάζει ένας τυπογράφος της “Ελευθερίας”. Αντιγράφω από το 21 φύλλο, 8 Ιουλίου: (…) “Συντάκτης και διευθυντής,/ και για το φρέσκο, κι Ιδρυτής,/ είναι ο ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ ,/ κι αν τη διεύθυνσή του θες/ θα είναι Ποστ Ρεστάν εις Χίο/ βραδυπορούν ταχυδρομείο”. Αυτός ο Αγγουλές τα λέει στα ίσια αλλά δεν έχει ταξική συνείδηση. Θέλει δουλειά να διαφωτισθεί. Είναι καλό στοιχείο. Ισως και ψηφοφόρος. Εδωσε κάμποσα για τους εξόριστους στην Αμοργό. Εχει μεγάλη επιρροή στους νέους με τον τρόπο και τα λόγια του. Του γύρεψα να γράψει κάτι για το Μέτωπο και μου είπε πως δε γράφει και για τίποτα άλλο από τον περασμένο χρόνο. Τον ρώτησα αν έχει διαβάσει το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” και μου απάντησε: “Του Μαρξ ή του Ενγκελς;” Θα τον πάρω από δίπλα μέχρι τις εκλογές».

Ετσι άρχισε η γνωριμία και σχέση του Φώτη Αγγουλέ με το ΚΚΕ. Ιούνιος του 1936. Καλείται να παρουσιαστεί στη Χωροφυλακή, για ένα άρθρο, στην «Ελευθερία», ενάντια στον Μουσολίνι. Δικάζεται (20 Ιουλίου) για παράβαση του νόμου περί Τύπου και καταδικάστηκε σε τρεις μήνες κράτηση και 10.000 δραχμές πρόστιμο, αλλά μυαλό δεν βάζει… Από τα μέσα του 1936 μέχρι το 1939, παράλληλα με τη βιοπάλη, διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό «Νησί». Γύρω του συσπειρώνονται οι πιο προοδευτικοί νέοι και οι καλύτεροι λογοτέχνες του νησιού. Ο Φώτης συνεχώς «διαφωτίζεται» και «διαφωτίζει» με τις ιδέες και την ποίησή του. Αγώνας και εγκλεισμός σε κολαστήρια
Μετά την αποφυλάκισή του
Στις 4 Μαΐου 1941 οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Χίο. Με καΐκι, με τιμονιέρη έναν κομμουνιστή, ο Αγγουλές , με άλλους αντιφασίστες φεύγει για τη Μέση Ανατολή. Φθάνει στο Κάιρο και αποσπάται στο τυπογραφείο που εξέδιδε το στρατιωτικό περιοδικό «Ελλάς». Στο Κάιρο ερωτεύεται και παντρεύεται την Ελλη Κυριαζή. Γλεντά, γράφει, διαβάζει Καβάφη. Γνωρίζει τον Σεφέρη. Για ένα άρθρο του Μπογδάνοφ για την προλεταριακή ποίηση κοντράρεται με τον Σεφέρη: «Η αστική ποίηση, είναι ποίηση του εγώ, η προλεταριακή του εμείς, άρα και της ανθρωπότητας όλης. Σήμερα μπορεί να είναι αδέξια. Αύριο θα είναι ποίηση υψηλότερη από την αστική». Απρίλη του 1944 οι ΕΑΜίτες στη Μέση Ανατολή απαιτούν την απομάκρυνση του βασιλιά και σχηματισμό κυβέρνησης με συμμετοχή εκπροσώπων της ΠΕΕΑ – της κυβέρνησης στα λευτερωμένα από τον ΕΛΑΣ βουνά της Ελλάδας. Ο Αγγουλές συλλαμβάνεται, μαζί με άλλους κομμουνιστές, από τους Αγγλους και κλείνεται σε φυλακή της Παλαιστίνης, σε διάφορα στρατόπεδα, και τέλος στο κολαστήριο Ντεκαμερέ. Τέλη Νοεμβρίου του 1945 απελευθερώνεται. Επιστρέφει, χωρίς τη γυναίκα του (δεν το επέτρεψαν οι Αγγλοι) στη Χίο, όπου συνεχίζει να αγωνίζεται και να διώκεται.
Η σελίδα 2 του «Βιβλίου Κομμουνιστών» της Ασφάλειας Χίου, με πρώτο το όνομα του Φώτη Αγγουλέ και στήλες που περιέχουν βιογραφικά στοιχεία και τη δράση του ποιητή. Το βιβλίο ανακάλυψε ο Παντελής Στεφάνου
Στις 10 Ιανουαρίου 1946 ο ταγματάρχης – διοικητής της Χωροφυλακής Χίου, Ντουβλάς Ελευθέριος, ενημερώνει εγγράφως το Γραφείο ΧΙ/Γ του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ότι «ο Φώτης Αγγουλές (…) εδηλητηριάσθη ψυχικώς, διεστράφη πνευματικώς και επίστεψε εις τα ιδέας του κομμουνισμού. Κλεισθείς δε υπό των Συμμαχικών Δυνάμεων εις Ντεκαμερέ, ετελειοποίησε τας αντεθνικάς ιδέας του». Παρακάτω ο διοικητής ενημερώνει το ΓΕΣ ότι «εις τον εν λόγω ασπασθέντα τας κομμουνιστικάς ιδέας, επεδείχθη η συνήθης δήλωσις, συνταχθείσα συμφώνως προς τας σχετικάς διαταγάς». Και το έγγραφο καταλήγει: «Την υπογραφήν της δηλώσεως ηρνήθη επιμόνως. Εκτοτε παρακολουθείται η δράσις του». Ο Αγγουλές συνέχισε τον αγώνα τριγυρίζοντας συνεχώς σ’ όλη τη Χίο. Με τα πόδια. Πάντα πίσω του ένας χωροφύλακας. Κάποια μέρα κατάκοπος τον ρώτησε: «Γιατί ρε Αγγουλέ το κάνεις αυτό;» – «Χρειάζεσαι καθαρό αέρα!», απάντησε καλόκαρδα ο Αγγουλές . Το 1946 δολοφονήθηκαν οι αγωνιστές Γιάννης Πίττας και Μανώλης Μαυράκης, επειδή τραγουδούσαν αντάρτικα. Η τρομοκρατία κράτους και παρακράτους φουντώνει στο νησί. Δυναμώνει, όμως, και ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ο Αγγουλές , κρυμμένος σε μια στέρνα στο Βατάδο, με τον κομμουνιστή σύντροφό του Μιχάλη Βιτάκη, τύπωναν έντυπα του ΔΣΕ. Εκεί μια μέρα του Μάρτη του 1948 τους συνέλαβαν. Δικάστηκαν από στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Μαυράκης εκτελέστηκε τον Αύγουστο του 1948. Ο Αγγουλές γλίτωσε την εκτέλεση χάρη στον ξεσηκωμό όλου του νησιού και σε διεθνείς διαμαρτυρίες. Δεσμώτης επί οκτώ χρόνια στα κολαστήρια Βούρλων, Μακρονήσου, Κεφαλονιάς, Αλικαρνασσού, Ιτζεδίν, του νοσοκομείου «Αγιος Παύλος» (ετοιμοθάνατος υποβλήθηκε σε εγχείρηση στομάχου το 1954) και Κέρκυρας, από όπου βαριά άρρωστος αποφυλακίστηκε το 1956. Επιστρέφει στη Χίο και «ζει» παρακολουθούμενος…
Πέρσι τον Σεπτέμβρη το Ιστορικό Αρχείο της ΚΕ του ΚΚΕ απέκτησε ένα σημαντικό ιστορικό κειμήλιο, το χειροκίνητο τυπογραφικό πιεστήριο που χρησιμοποιούσε ο Φώτης Αγγουλές στη Χίο, το οποίο παραχωρήθηκε, έπειτα από αίτημα που έκανε η Κεντρική Επιτροπή, από το κατάστημα της τράπεζας «Alpha Bank» του νησιού. Το μοναδικό αυτό ιστορικό κειμήλιο έχει πάρει τη θέση του στη μόνιμη έκθεση ιστορικών ντοκουμέντων της ΚΕ.
Συνέρχεται λίγο και γίνεται – επιτέλους – μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Κανείς δεν επιτρέπεται να του δώσει δουλειά. Ανέχεια και μοναξιά τον βασανίζουν. Πνίγει τους πόνους του στο πιοτό. Το 1958, χάρη στις πιέσεις παλιών φίλων του, προσλαμβάνεται στο τυπογραφείο της εφημερίδας «Χιακός Λαός», όπου την ίδια χρονιά τυπώνει μια ανθολογία παλιών και νέων ποιημάτων του, με τίτλο «Πορεία μέσα στη νύχτα» και το 1962 τη συλλογή «Φουτσιγιάμα». Το 1963 καταρρέει – σωματικά και ψυχολογικά – από μολυβδίαση. Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν μιλά. Αρχές του 1964, με παρέμβαση του Σωματείου Τυπογράφων, του δίνεται μια ψωροσύνταξη. Στις 27 Μαρτίου παίρνει το καράβι «Κολοκοτρώνης», για Πειραιά. Ταξιδεύοντας στην τρίτη θέση ξεψυχά από πνευμονικό οίδημα. Στην τσέπη του βρέθηκαν μόνο 20 δραχμές. Αμέσως μετά το θάνατό του, ο Γιάννης Ρίτσος τον τιμά με ένα ποίημά του:

Για τον ποιητή Φώτη Αγγουλέ

Ήταν ένα βασανισμένο, απλό παιδί του λαού, ψάρευε, πάλευε, πεινούσε, τραγουδούσε, χρυσόψαρα δεν έκλεινε στη γυάλα· του δειλινού τα ρόδα δεν τα πολυκοίταζε.

Έφυγε ο Φώτης. Μην τον κλάψετε. Σε μιαν ακρογιαλιά της Xιός ψαρεύει ακόμα. Στη νοτισμένην αμμουδιά βλέπουν τον ίσκιο του οι ψαράδες. «Γεια σου» του λένε και χαμογελάνε.

Εχ, με της φυλακής τα σίδερα έσιαχνε βαρίδια και βαρίδια για βαθιά ψαρέματα· στίχο το στίχο τους καημούς, φελλούς τους λάφρυνε μη και βουλιάξει το τραγούδι μέσα στ’ άδικο.

Kουπί, πανί, καμάκι, αγκίστρια κι άγκυρα, στην κουπαστή του φεγγαριού πανέρι με τα παραγάδια, άσπρος, πετούμενος σταυρός γλαρόπουλου στο σούρπωμα επάνω απ’ τα κατάρτια, ήταν ο Φώτης.

Έφυγε. Mην τον κλάψτε. Tραγουδήστε τον. Σε μια γωνιά, στην έγνοια του φτωχού, βραχόσπαρτη, ο Φώτης με την ψάθα του, καταμεσήμερα ψαρεύει ακόμα τ’ άπιαστο και τ’ άφραστο.

Ψαρεύει ακόμα ο Φώτης με την πετονιά του στίχου του ένα χαμόγελο που εκείνος δεν το γνώρισε, ένα χαμόγελο να το χαρίσει το καλό τ’ απόβραδο στους φίλους του τρατάρηδες και στα φτωχόπουλα.

Έφυγε ο Φώτης. Μην τον κλάψτε. Τραγουδήστε τον.

AΘHNA, 29.III.64

Το έργο του Αγγουλέ διαχρονικό, αγγίζει το σήμερα. Αν και στις πρώτες ποιητικές του δημιουργίες, διαφαίνεται ένας μελαγχολικός πεσιμισμός, στη φυλακή γράφει τα πιο αισιόδοξα ποιήματα, αφού μέσα στον αγώνα και στη στράτευση διαπιστώνει το πραγματικό νόημα της ζωής. Η φτώχεια, η ανεργία, η στέρηση, η ανασφάλεια, η βία, ο φόβος του πολέμου, ο θάνατος, που ήταν πηγές έμπνευσης του ποιητή, είναι τόσο επίκαιρα και καθημερινά σήμερα. Γράφει στο ποίημά του με τίτλο «Το στίγμα», αφιερωμένο σ’ ένα νεαρό φασίστα, που βρέθηκε σκοτωμένος σε μια ρούσικη χιονισμένη στέπα:

«Και μέσ’ στα χιόνια, θησαυρούς το άρπαγο μάτι βλέπει; Ξανθέ φονιά, τι σ’ έφερε σ’ αυτήν εδώ τη στέπη; Μέσα στη νύχτα, φονικό ποιανού έστηνες καρτέρι; Ποιος σ’ έβλαψε τόσο μακριά; Ποιον ξέρεις; Ποιος σε ξέρει;».

«Νυχτερινέ διαγουμιστή, πώς θες να σε δικάση, το χέρι αυτό που του γρεμάς ό,τι από χρόνια χτίζει; Ποια καταδίκη στο φονιά και στο φασίστα αξίζει;..».

[arve url=”https://youtu.be/ER0Yy8HZRa4″ loop=”no” muted=”no” /] Αρρωστος μέσα απ’ το νοσοκομείο – φυλακή, γράφει:

«Αλήθεια, πρέπει να μιλώ σιγά, να σεβαστώ την ησυχία των άρρωστων συντρόφων που κοιμούνται, να μην ξυπνούνε και θυμούνται, να μη θυμούνται και ξυπνούν οι βραδινές τους έννοιες, μέσα σ’ αυτό το πρόχειρο Νοσοκομείο, το κλειστό με σερπαντίνες συρματένιες».

Το κοινό γνώρισμα των αγωνιστών – πίστη και ελπίδα για τη ζωή – ο Φώτης Αγγουλές το εκφράζει στο ποίημά του «Μην καρτεράτε»:

Μην καρτεράτε να λυγίσωμε μήτε για μια στιγμή, μηδ’ όσο στην κακοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι. Εχουμε τη ζωή πολύ, πάρα πολύ, αγαπήσει.

Από το άρθρο της Αριστούλας Ελληνούδη, Ριζοσπάστης 11.9.2011 και του Δημήτρη Σέρβου Ριζοσπάστης 8.10.2000

Απόψεις